Εντυπωσιακές εικόνες από την υποβρύχια εξερεύνηση ναυαγίου βρετανικού πολεμικού πλοίου στην Ανάβυσσο

Δύτες εξερεύνησαν το ναυάγιο ενός βρετανικού πολεμικού πλοίου στην περιοχή της Αναβύσσου και μας προσφέρουν τρομερές εικόνες.

Newsbomb

12'

Η ομάδα σπηλαιοδυτών Addicted2H2O εξερεύνησε το ναυάγιο ενός βρετανικού πολεμικού πλοίου. Το ναυάγιο βυθίστηκε σε βάθος 108 μέτρων στην περιοχή της Αναβύσσου.

Το πλοίο μετέφερε πέντε οχήματα. Τρία από αυτά βρίσκονται μέσα στο ναυάγιο και τα άλλα έξω από αυτό.

Οι δύτες εξερευνήσαν και κινηματογράφησαν για 12 λεπτά το ναυάγιο προτού ξεκινήσουν την ανάδυση τους για τις απαραίτητες στάσεις αποσυμπίεσης που διήρκεσαν σχεδόν δύο ώρες.

Όπως εξηγούν, υπήρχε ρεύμα τόσο στην επιφάνεια όσο και στο ναυάγιο που φαίνεται και στο βίντεο. Κατά συνέπεια, η γραμμή κατάδυσης έπεσε λίγα μέτρα από το ναυάγιο, κάτι που δεν δημιουργούσε μεγάλο πρόβλημα στο σχέδιο κατάδυσης. Για την κατάδυση χρησιμοποιήθηκαν δύο καταδυτικές γραμμές που συνδέονταν μεταξύ τους. Μια γραμμή κατάδυσης και ένας ξεχωριστός σταθμός αποσυμπίεσης όπου οι δύτες μπορούσαν να αφήσουν τα αέρια βυθού τους και να μεταβούν στα αέρια αποσυμπίεσης. Ένας δύτης ασφαλείας ήταν επίσης παρών στα τελευταία στάδια της αποσυμπίεσης για την ασφάλεια των δυτών μετά από μια επίπονη κατάδυση.

Ιστορία του ναυαγίου

Κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, οι ανάγκες του Bρετανικού στρατού οδήγησαν στην κατασκευή ελαφρών αποβατικών πλοιαρίων των οποίων ο κύριος σκοπός ήταν η μεταφορά αρμάτων και προσωπικού σε εμπόλεμες και δυσπρόσιτες περιοχές.

Στις αρχές του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και έχοντας ήδη αρκετή εμπειρία σχετικά με τα αποβατικά σκάφη, το Βρετανικό Ναυαρχείο ξεκίνησε την κατασκευή ενός νέου τύπου αποβατικού σκάφους που αρχικά ονομάστηκε TLC (Tank Landing Craft) και στη συνέχεια έγινε περισσότερο γνωστό με τον αμερικανικό όρο LCT. (Landing Craft Tank).

Από τον Ιούνιο του 1940 και μεσουρανούντος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο ίδιος ο Άγγλος πρωθυπουργός Whinston Churchill ενδιαφέρθηκε προσωπικά για το σχέδιο, την ποιότητα, και τον ρυθμό παραγωγής των TLC. Το αποτέλεσμα ήταν η δημιουργία μιας ακάτου 226 τόνων, ολικού εκτοπίσματος 372 τόνων, η οποία είχε την δυνατότητα μεταφοράς τριών τανκς των 36 τόνων και την αποβίβαση αυτών σε δύσβατες και δύσκολα προσπελάσιμες ακτές.

Ο τύπος αυτός έγινε γνωστός σαν TLC Μark 1 και χρησιμοποιήθηκε κατά την διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στα πολεμικά μέτωπα της Μεσογείου, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας. Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του τύπου αυτού ήταν η μακριά 3,7 μέτρων ράμπα, η οποία έδινε την δυνατότητα στα μεταφερόμενα οχήματα να εξέλθουν απευθείας στην ακτή, ενώ μια δεύτερη ατσάλινη δίφυλλη προστατευτική πόρτα, η οποία βρισκόταν πίσω από την ράμπα, προστάτευε επιπλέον τα μεταφερόμενα οχήματα διαχωρίζοντας τον χώρο μεταφοράς από την πλώρη. Τα γενικά τεχνικά χαρακτηριστικά του βρετανικού αρματαγωγού TLC τύπου Μark 1 ήταν:

Μήκος: 46 μέτρα
Πλάτος: 8,5 μέτρα
Βύθισμα: 0,91 μέτρα
Πρόωση: 2 Hall-Scott μηχανές των 350 ίππων (261 κιλοβάτ)
Προπέλες: 2
Ενδεικτική ταχύτητα: 8 κόμβοι
Αυτονομία: 900 ναυτικά μίλια
Ενδεικτικό πλήρωμα: 12 άτομα (2 αξιωματικοί, 10 ναύτες)
Ενδεικτικός οπλισμός: QF 2-pounder naval gun

Το πρώτο TLC Mark 1 ναυπηγήθηκε με τον αριθμό κατασκευής 795 στα ναυπηγεία Vickers-Armstrongs, στο Barrow της Αγγλίας, και αποπερατώθηκε την 11.12.1940. Συνολικά ναυπηγήθηκαν 30 TLC Mark 1 εκ των οποίων τα πρώτα 20 αφού έλαβαν τον κωδικό «Α», εκ του όρου «A-class lighters», συνοδευόμενο με τον ανάλογο αύξοντα αριθμό αναγνώρισης ακάτου, μεταφέρθηκαν στην Βόρεια Αφρική συμμετέχοντας σε επιχειρήσεις σχετιζόμενες με το μέτωπο της Κυρηναϊκής

Το ιστορικό του πλοίου στο βρετανικό Βασιλικό Ναυτικό (Royal Navy)

Τον Απρίλιο του 1941, αμέσως μετά την πολεμική έκθεση του υποναυάρχου H. T. Baillie-Grohman, σχετιζόμενη με την εξέλιξη του πολέμου στην Ελλάδα, την προέλαση του γερμανικού στρατού, την κατάρρευση του μετώπου και την υποχώρηση του συμμαχικού στρατού προς τον νότο, ο βρετανός στόλαρχος Andrew B. Cunningham έδωσε την διαταγή για την προετοιμασία της εκκένωσης των υποχωρούντων συμμαχικών δυνάμεων από την ηπειρωτική Ελλάδα.

Η επιχείρηση αυτή, η οποία είχε λάβει το κωδικό όνομα «Operation DEMON», είχε σαν σκοπό την επιβίβαση 47.000 περίπου στρατιωτών σε συμμαχικά πλοία, με στόχο την μεταφορά τους στην ακόμα αντιστεκόμενη Κρήτη. Στο σύνολο των πλοίων που είχαν προγραμματισθεί να λάβουν μέρος στην αποχώρηση του συμμαχικού στρατού, διατάχθηκε να συμμετάσχουν και έξι βρετανικά TLC της «1st Tank Landing Craft Flotilla», βρισκόμενα υπό τις διαταγές του υποπλοιάρχου LtCdr. Peter C. Hutton R.N.. Τα έξι αυτά βρετανικά TLC είχαν προγραμματισθεί να αναλάβουν την μεταφορά των στρατιωτών, από τα σημεία που βρίσκονταν συγκεντρωμένοι, προς τα μεγαλύτερα πλοία με σκοπό την επιβίβαση και την επικείμενη μεταφορά τους στην Σούδα.

Κύρια σημεία συγκέντρωσης και επιβίβασης των υποχωρούντων βρετανικών δυνάμεων ήταν ο Πειραιάς, τα Μέγαρα, το Πόρτο Ράφτη, η Ραφήνα, το Ναύπλιο, η Μονεμβασιά και η Καλαμάτα. Τα πέντε από τα έξι TLC (Α.1, Α.5, Α.6, Α.16, Α.19), συνοδευόμενα από τα πλοία SOUTHERN MAID και AUCKLAND, αναχώρησαν την 17.4.1941 από την Αλεξάνδρεια για το Τομπρούκ. Το βράδυ της επόμενης ημέρας τα τέσσερα από αυτά (A.1, A.6, A.16, A.19), συνοδευόμενα από το ανθυποβρυχιακό πλοίο SKUD V, αναχώρησαν από το Τομπρούκ με τελικό προορισμό την Σούδα όπου και κατέπλευσαν την 21.4.1941. Το πέμπτο (Α.5) διατάχθηκε να καταπλεύσει μόνο του απευθείας στο Ναύπλιο. Το έκτο (Α.15) παρέμεινε στην Αλεξάνδρεια λόγω μηχανικών προβλημάτων και στάλθηκε αργότερα απευθείας στην Σούδα.

Την 22α Απριλίου 1941 τρία από τα τέσσερα TLC που είχαν καταπλεύσει στην Κρήτη, διατάχθηκαν να αποπλεύσουν με προορισμό την Αττική για να συμμετάσχουν στην Επιχείρηση «DEMON», της οποίας η έναρξη είχε ορισθεί για την 23.4.1941. Τα Α.1 (κυβερνήτης Sub Lt. Peters R.N.V.R.) και Α.19 (κυβ. Skipper R.S. Cooper R.N.R.) είχαν τελικό προορισμό τα Μέγαρα, ενώ το Α.6 (κυβ. Sub Lt. Sutton R.N.V.R.) το Λαύριο.

Το Α.16 (κυβ. Boatswain E.J. Boisell R.N.) ενώ βρισκόταν στη Σούδα, είχε πάθει ζημιές από γερμανική αεροπορική επίθεση με αποτέλεσμα να μην λάβει μέρος στην επιχείρηση, λόγω μηχανικού προβλήματος το οποίο αχρήστευσε μια από τις δυο του μηχανές. Αν και το Α.16 έλαβε αργότερα μέρος στην αποβίβαση του στρατού που μεταφέρθηκε από τα συμμαχικά πλοία στη Σούδα, λόγω της μη δυνατότητάς του να πλεύσει αυτόνομα μέχρι την Αλεξάνδρεια, κατά την διάρκεια εκκένωσης της Κρήτης, αυτοβυθίστηκε από τον αποχωρούντα συμμαχικό στρατό στον κόλπο της Σούδας. Στην συνέχεια ανελκύσθηκε από τον γερμανικό στρατό κατοχής, επισκευάσθηκε και στις 2 Φεβρουαρίου 1942 ρυμουλκήθηκε, από το ρυμουλκό ΕΙΡΗΝΗ ΒΕΡΝΙΚΟΥ, από την Σούδα στο Ηράκλειο όπου και χρησιμοποιήθηκε από τον γερμανικό στρατό για την διεκπεραίωση εργασιών στο λιμάνι του Ηρακλείου. Μετά τον πόλεμο χρησιμοποιήθηκε από τον Ο.Α.Ν. (Οργανισμός Ανέλκυσης Ναυαγίων) σαν ο πλωτός γερανός «Ζ 14» για την ανέλκυση ναυαγίων.

Τα TLC Α.1 και Α.19 έφθασαν στον προορισμό τους, τα Μέγαρα, ενώ το Α.6 στο Πόρτο Ράφτη, την 23.4.1941. Την ίδια ημέρα τα Α.1 και Α.19 δέχτηκαν αεροπορική επίθεση από Junkers 87 (Στούκα), με αποτέλεσμα το Α.1 να ζητήσει και να βρει καταφύγιο στη κοντινή νήσο Πάχη Μεγάρων. Το απόγευμα της επόμενης ημέρας τέσσερα Ju 87 εντόπισαν το Α.1 στη νήσο Πάχη και πραγματοποίησαν επίθεση με αποτέλεσμα να το πλήξουν με πέντε εύστοχες βολές. Αν και το πλοίο βυθίστηκε, ένα κομμάτι της πρύμνης του παρέμεινε έξω από το νερό συγκρατημένο από το σχοινί πρόσδεσης. Κατά την διάρκεια της νύχτας αφαιρέθηκαν από την άκατο όλα τα χρήσιμα αντικείμενα του σκάφους, καταστράφηκαν τα έγγραφα, και στην συνέχεια το Α.1 ανατινάχτηκε με εκρηκτικά.

Την νύχτα της 25ης προς την 26η Απριλίου 1941, και ενώ το Α.19 επιχειρούσε συμμετέχοντας στην μεταφορά στρατιωτών προς επιβίβαση στα πλοία HMS WRYNECK, DECOY και COVENTRY, αχρηστεύθηκε αρχικά η δεξιά του προπέλα και στην συνέχεια καταστράφηκε μια από τις μηχανές της ακάτου, με αποτέλεσμα το Α.19 να εγκαταλειφτεί αφού πρώτα ανοίχτηκαν οι κρουνοί υδάτων. Οι λόγοι που οδήγησαν στην εγκατάλειψη του Α.19 ήταν αφενός η μη δυνατότητα επισκευής της μηχανής του πλοίου και αφετέρου η μη δυνατότητα ρυμούλκησης του μέχρι την Κρήτη. Ταυτόχρονα θεωρήθηκε ότι το εγκαταλειμμένο και ιδιαίτερα ορατό Α.19, θα αποτελούσε προσφιλή στόχο για τα γερμανικά αεροπλάνα, με αποτέλεσμα να καταστραφεί και να μην περιέλθει τελικά στην κατοχή του ελαύνοντα γερμανικού στρατού.

Από τα συνολικά τέσσερα Βρετανικά TLC, τα οποία συμμετείχαν στην Επιχείρηση «DEMON», το μόνο που διασώθηκε και κατάφερε τελικά να επιστρέψει στην Σούδα, το βράδυ της 29ης Απριλίου 1941, ήταν το Α.6 το οποίο βυθίστηκε αργότερα από την γερμανική αεροπορία κατά την επιχείρηση εκκένωσης της Κρήτης.

Από τα αρχικά έξι TLC της «1st Tank Landing Craft Flotilla», τα οποία ξεκίνησαν από την Αλεξάνδρεια, εκτός από τα Α.16 και Α.6, των οποίων η τύχη ήδη αναφέρθηκε συνοπτικά, και των Α.1 και Α.19 που χάθηκαν στα Μέγαρα, το Α.5 καταστράφηκε και βυθίστηκε από γερμανική αεροπορική επίθεση στην Μονεμβασιά, ενώ το Α.15 βυθίστηκε αύτανδρο από την Luftwaffe, την 28.4.1941, ενώ βρισκόταν καθοδόν 15 περίπου μίλια ανατολικά της Μονεμβασιάς, έχοντας σαν στόχο την συνδρομή βοήθειας στο Α.5. Επί του Α.15 επέβαινε ο διοικητής του στολίσκου των έξι Βρετανικών TLC, υποπλοίαρχος Peter C. Hutton R.N., ο οποίος χάθηκε μαζί με το πλοίο.

Το ιστορικό του πλοίου στο γερμανικό Πολεμικό Ναυτικό (Kriegsmarine)

Αμέσως μετά την κατάληψη της Ελλάδας από την Wehrmacht η έντονη έλλειψη πλοίων, για την μεταφορά στρατού και εφοδίων στα νησιά του Αρχιπελάγους και στο μέτωπο της Κυρηναϊκής, οδήγησε την γερμανική ναυτική διοίκηση αφενός στην ευρύτερη επίταξη και ενοικίαση πλοίων, αφετέρου στην κήρυξη όλων των ναυαγίων της ελληνικής επικράτειας ως ιδιοκτησία του Γερμανικού κράτους. Πολλά από τα ναυάγια αυτά ανελκύθηκαν, επισκευάστηκαν, και στην συνέχεια εντάχθηκαν στο Γερμανικό Πολεμικό Ναυτικό, την Kriegsmarine.

Ανάμεσα στα ανελκυσθέντα αυτά πλοία, τα οποία έδρασαν για τον γερμανικό στρατό κατοχής, εντάσσονται τα δυο στα Μέγαρα βυθισμένα Βρετανικά TLC, Α.1 και Α.19, τα οποία βλήθηκαν από την γερμανική αεροπορία κατά την διάρκεια του «Operation DEMON», καθώς και το Α.16 το οποίο βυθίστηκε από τον υποχωρούντα συμμαχικό στρατό στην Σούδα, και το οποίο μετά την ανέλκυση και επισκευή του από τον Γερμανικό στρατό, μεταφέρθηκε στο Ηράκλειο χωρίς να εγκαταλείψει ποτέ, σύμφωνα με τα μέχρι σήμερα αρχειακά ευρήματα, την Κρήτη.

Σύμφωνα με τις Γερμανικές καταχωρήσεις, τον Οκτώβρη του 1941 τα δυο TLC (Α.1 και Α.19) είχαν ήδη ανελκυθεί και ενώ το Α.1 βρισκόταν ήδη στο Πέραμα, το Α.19 επισκευαζόταν. Μετά την επισκευή τους ανέλαβαν την μεταφορά ατμομηχανών και βαγονέτων συρμού, ανάμεσα στην Αθήνα και την Θεσσαλονίκη, για όλο το διάστημα κατά το οποίο η γέφυρα του Μπράλου δεν είχε επισκευαστεί. Η πληροφορία αυτή ενισχύεται από συμμαχικές ημερολογιακές καταχωρήσεις της 10ης Μαρτίου 1942, οι οποίες αναφέρουν ότι «δυο πολύ μοντέρνες ατμομηχανές συρμού, με τα εξαρτήματα τους» μεταφέρθηκαν από δυο πρώην βρετανικές αποβατικές ακάτους από τον Πειραιά στην Στυλίδα. Πρόκειται προφανώς για τα δυο ανελκυσθέντα Βρετανικά TLC, A.1 και A.19.

Η συγκεκριμένη επιχειρησιακή δράση των δυο πλοίων, η οποία αρχικά τουλάχιστον αφορούσε την μεταφορά ατμομηχανών συρμού και σιδηροδρομικό εξοπλισμό, οδήγησε στο να τους δοθεί, άτυπα, το όνομα LOKFÄHRE, προερχόμενο από τις Γερμανικές λέξεις «Lok», εκ του Lokomotive (ατμομηχανή συρμού), και Fähre (πλοίο μεταφοράς).Η εκτίμηση αυτή ενισχύεται επιπλέον από περεταίρω γερμανικές πηγές όπως ένα τηλεγράφημα της Γερμανικής Διοίκησης Θαλασσίων Μεταφορών Αιγαίου (γερμ. Seetransportchef Ägäis), όπου γίνεται λόγος για την μεταφορά, από την Σύρο στο Πειραιά, τεσσάρων φορτηγών και πέντε στρατιωτών με ένα από τα δυο LOKFÄHRE.

Το ναυάγιο ανακαλύφθηκε από τον Αντώνη Γράφα και την ομάδα του το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 2013. Αναγνωρίστηκε ως LCT, ένα από τα βρετανικά σκάφη αποβίβασης που βυθίστηκε από τις Γερμανικές αεροπορικές δυνάμεις τον Απρίλιο του 1941, την περίοδο κατά την οποία εκκενώθηκε ο Βρετανικός στρατός από την Ελληνική ενδοχώρα. Στη συνέχεια, το σκάφος ανελκύσθηκε, επισκευάστηκε και χρησιμοποιήθηκε από τις γερμανικές δυνάμεις μέχρι τη βύθισή του το 1944.

Ιστορική 'Ερευνα: Δημήτρης Γκαλόν

Ροή Ειδήσεων Δημοφιλή