Οι έννοιες των λέξεων γύρω από το Μνημόνιο
Πολλές είναι οι έννοιες των λέξεων που χρησιμοποιούνται κατά την εκφώνηση του πολιτικού λόγου για να προσδιορίσουν τη θέση των πολιτικών κομμάτων σχετικά με τη μεταχείριση που επιφυλάσσουν στο Μνημόνιο.
Συγκεκριμένα, είναι απαραίτητο να διευκρινίσουμε τις έννοιες των λέξεων όπως διαπραγμάτευση, εξέταση, ακύρωση, καταγγελία, κατάργηση, απαγκίστρωση, αποδέσμευση, έτσι ώστε να φωτίσουμε, όσο αυτό είναι δυνατό, τις προθέσεις και τα προγράμματα των πολιτικών κομμάτων.
Αναλυτικά:
1. Διαπραγματεύομαι = έρχομαι σε συνεννοήσεις για τη διεκπεραίωση θέματος ή για την επίλυση διαφοράς, συνδιαλέγομαι για την επίλυση μιας διαφοράς προβαίνοντας σε αμοιβαίες υποχωρήσεις. Συνεπώς, «διαπραγματεύομαι το μνημόνιο» σημαίνει ότι το αποδέχομαι αλλά έρχομαι σε συνεννοήσεις, διεκδικήσεις, υποχωρήσεις κλπ. (π.χ. με τους ευρωπαίους εταίρους) σχετικά με το περιεχόμενο και τους όρους του μνημονίου.
2. Εξετάζω = μελετώ προσεκτικά (ή κοιτάζω ερευνητικά) για να καταλήξω σε συμπέρασμα. Συνεπώς, η φράση «εξετάζω το μνημόνιο» ή «επανεξετάζω το μνημόνιο» δεν συνεπάγεται οπωσδήποτε κάποια επέμβαση στο περιεχόμενό του (π.χ. αλλαγή, τροποποίηση, προσθήκη κλπ) και, συνεπώς, δεν έχει κάποιο συγκεκριμένο δεσμευτικό πολιτικό περιεχόμενο άξιο λόγου. Πάντως, λαμβανομένων υπόψη των θέσεων των πολιτικών κομμάτων σχετικά με την τήρηση των όρων του μνημονίου, προφανώς με τον όρο εξέταση ή επανεξέταση εννοούν (την εκ νέου μελέτη με σκοπό) την εκ νέου διαπραγμάτευση των όρων του (αναδιαπραγμάτευση ή επαναδιαπραγμάτευση). Επίσης, η λέξη «εξέταση» σημαίνει «υποβάλλω ερωτήσεις σε κατηγορούμενο ή μάρτυρα κλπ», σημασία που δεν μας ενδιαφέρει εδώ.
3. Ακυρώνω = καθιστώ ή κηρύσσω κάτι άκυρο, του στερώ την ισχύ (άκυρος= ο μη έγκυρος, αυτός που δεν έχει νόμιμη ισχύ). Έτσι π.χ. «ακυρώνω το μνημόνιο» σημαίνει ότι το θεωρώ άκυρο και δεν το εφαρμόζω. Προφανώς, μια παρόμοια ενέργεια, που δεν γίνεται από ένα αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο (π.χ. από ένα αρμόδιο διεθνές ή ευρωπαϊκό δικαστήριο, μια διαιτησία κλπ) αλλά μονομερώς από την (έστω και νόμιμα και με οποιαδήποτε μεγάλη ή μικρή πλειοψηφία εκλεγμένη) ελληνική κυβέρνηση, συνιστά παράνομη πράξη απέναντι στους ευρωπαίους εταίρους μας (= απέναντι σε κάθε αντισυμβαλλόμενο μέρος) με όλες τις δυσμενείς συνέπειες που αυτό συνεπάγεται για τις εκταμιεύσεις των συμφωνηθέντων χρηματικών κονδυλίων στη χώρα μας.
4. Καταγγέλλω = Η συνήθης και καθημερινή χρήση της λέξης «καταγγέλλω» έχει, κατ’ αρχήν, την έννοια «γνωστοποιώ στην Αρχή ή καταθέτω μήνυση για κάποια παράνομη ή αξιόποινη πράξη».
Όμως, η λέξη «καταγγέλλω» είναι ένας συνήθης και σαφής νομικός όρος που έχει συγκεκριμένο νομικό περιεχόμενο. Ειδικότερα, με τον όρο «καταγγελία» εννοούμε το δικαίωμα του συμβαλλόμενου να επιφέρει με μονομερή δήλωσή του τη λύση μιας υφιστάμενης διαρκούς σύμβασης για το μέλλον (π.χ. στη σύμβαση εργασίας οποιοδήποτε από τα συμβαλλόμενα μέρη, δηλ. είτε ο εργοδότης είτε ο μισθωτός μπορεί να καταγγείλει τη σύμβαση για σπουδαίο λόγο, π.χ. για αδικαιολόγητη αποχή του μισθωτού από την εργασία, για προσβλητική συμπεριφορά του εργοδότη κλπ), οπότε η σύμβαση λύεται για το μέλλον.Εννοείται ότι ο συμβαλλόμενος που αμφισβητεί την αλήθεια του λόγου της καταγγελίας μπορεί να προσφύγει στο δικαστήριο, το οποίο θα αποφανθεί τελικώς για την εγκυρότητα ή μη της καταγγελίας.
Η καταγγελία, συνήθως, αντιδιαστέλλεται ως τρόπος λύσης μιας σύμβασης, προς την «υπαναχώρηση». Ειδικότερα, η καταγγελία αποτελεί τρόπο λύσης των διαρκών συμβάσεων (π.χ. σύμβαση εργασίας, μίσθωση κατοικίας κλπ) για το μέλλον, δηλαδή χωρίς να θίγεται η σύμβαση για το πριν από την καταγγελία διάστημα, ενώ η υπαναχώρηση αποτελεί τρόπο λύσης των στιγμιαίων συμβάσεων (π.χ. πώληση) αναδρομικά και δημιουργεί υποχρέωση απόδοσης των παροχών που καταβληθήκαν πριν την υπαναχώρηση.Συνέπειες της καταγγελίας: Από την περιέλευση της δήλωσης της καταγγελίας στον αντισυμβαλλόμενο του καταγγέλλοντος, επέρχεται η λύση της διαρκούς σύμβασης μεταξύ των μερών για το μέλλον (ενώ παραμένει ισχυρή για τα αποτελέσματα που παρήγαγε για το προηγούμενο της καταγγελίας χρονικό διάστημα). Οι αμοιβαίες υποχρεώσεις παροχής των μερών αποσβήνονται για το μέλλον, χωρίς να υφίσταται υποχρέωση απόδοσης των καταβληθέντων παροχών. Συνεπώς, η καταγγελία του μνημονίου (που θα είναι μια μονομερής ενέργεια της ελληνικής κυβέρνησης) σημαίνει την μονομερή κατάλυση ή κατάργησή του για το μέλλον με όλες τις δυσμενείς συνέπειες που αυτό συνεπάγεται για την παύση των εκταμιεύσεων. Διευκρινίζεται ότι η καταγγελία είναι πάντα μονομερής δήλωση και ποτέ «συναινετική» (= από όλους τους συμβαλλόμενους), αφού κάτι τέτοιο, απλά, θα ισοδυναμούσε με νεότερη συμφωνία, με σκοπό τη (συναινετική) παύση της ισχύος του μνημονίου (και, πιθανώς, την αντικατάστασή του με κάποιο άλλο διαφορετικού περιεχομένου).
5. Καταργώ = αίρω την ισχύ, ακυρώνω κάτι, καταλύω. Π.χ. καταργώ το μνημόνιο σημαίνει το θεωρώ άκυρο και δεν το εφαρμόζω (βλ. παραπάνω τη λέξη ακυρώνω).
6. Απαγκιστρώνω = αφαιρώ το αγκίστρι από κάτι (π.χ. από το ψάρι). Μεταφορικά χρησιμοποιείται και σε μέση φωνή: απαγκιστρώνομαι = ξεφεύγω από την εξάρτηση ή από μια δεσμευτική κατάσταση ή συμφωνία (π.χ. το μνημόνιο). Συνεπώς, απαγκιστρώνομαι από το μνημόνιο σημαίνει το καταγγέλλω ή το ακυρώνω ή το καταλύω και, συνεπώς, δεν το εφαρμόζω με δική μου απόφαση (με όλες τις δυσμενείς συνέπειες που αυτό συνεπάγεται για την παύση των εκταμιεύσεων).
7. Αποδεσμεύω = απαλλάσσω (κάποιον) από υποχρέωση, υπόσχεση ή άλλη δέσμευση. Χρησιμοποιείται και σε μέση φωνή: αποδεσμεύομαι = απαλλάσσομαι (με δική μου απόφαση, από μόνος μου) από την εξάρτηση, δέσμευση ή συμφωνία. Συνεπώς, αποδεσμεύομαι από το μνημόνιο σημαίνει επίσης το καταγγέλλω ή το ακυρώνω ή το καταλύω και, συνεπώς, δεν το εφαρμόζω με δική μου απόφαση (με όλες τις δυσμενείς συνέπειες που αυτό συνεπάγεται για την παύση των εκταμιεύσεων).
8. Οι προθέσεις ανα-, επανα-, ξανα- = Η πρόθεση «ανα» και οι σημασιολογικά ενισχυμένες μορφές της «επανα» και «ξανα» χρησιμοποιούνται ως πρώτα συνθετικά για να υποδηλώσουν την επανάληψη αυτού που εννοεί το δεύτερο συνθετικό (ρήμα) που ακολουθεί. Έτσι π.χ. αναδιαπραγματεύομαι (ή επανα-, ή ξανα- ) = έρχομαι για δεύτερη ή τρίτη ή τέταρτη κλπ. φορά σε συνεννοήσεις για την επίλυση ενός εκκρεμούς θέματος. Τα ίδια ισχύουν και για το ρήμα επανεξετάζω κλπ.