Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας: Γυναίκες επιχειρηματίες
Βασιλική Καλλιμάνη, Πρόεδρος και διευθύνουσα σύμβουλος Καλλιμάνη Α.Ε.
Η οικογένεια Καλλιμάνη ξεκίνησε το επιχειρείν το 1956 από μία ποτοποιία στο Αίγιο και σήμερα είναι-leader στον τομέα των κατεψυγμένων αλιευμάτων με συνολικό μερίδιο αγοράς άνω του 25%.
Τα πρώτα προϊόντα που διέθεσαν στην αγορά τα δύο αδέλφια Γεώργιος και Θεόδωρος Καλλιμάνης ήταν τα ούζο «Ρεκόρ» και «Εxtra» και τα αναψυκτικά «Ηλιος», μετά άρχισαν να εμπορεύονται ψυγεία και το 1989 δημιούργησαν την εταιρεία κατεψυγμένων αλιευμάτων «Ο Σελινούντας» με έδρα την Ελίκη. Ο θάνατος του Γιώργου Καλλιμάνη την ίδια χρονιά ανέτρεψε σχέδια και έφερε στο τιμόνι της εταιρείας τη 42χρονη σύζυγο του Βασιλική Καλλιμάνη, η οποία μέχρι τότε τον βοηθούσε ως ιδιαιτέρα γραμματέας του.
«Το ένστικτο και η νοικοκυροσύνη, όπως και η οδός της μεθοδικότητας που είναι αναγκασμένη να ακολουθεί μια εργαζόμενη μητέρα τεσσάρων παιδιών για να τα βγάλει πέρα με βοήθησαν να αντεπεξέλθω όταν ανέλαβα τη βαριά ευθύνη της επιχείρησης, μετά τον αιφνίδιο θάνατο του συζύγου μου» έχει πει εξηγώντας την επιτυχία της εταιρείας που διευθύνει. Κατάφερε μέσα σ' αυτά τα χρόνια να δημιουργήσει τη μεγαλύτερη ελληνική εταιρεία κατεψυγμένων αλιευμάτων, με συνολικό μερίδιο 25% και κύκλο εργασιών της τάξης των 50 εκατ. ευρώ. Με δύο μονάδες παραγωγής, εγκαταστημένες στο Αίγιο και δίκτυο πωλήσεων σε όλη την Ελλάδα, η εταιρεία αναρριχήθηκε στις 40 κορυφαίες ελληνικές επιχειρήσεις στον κλάδο τροφίμων και ποτών. Το 2012 οι εξαγωγές της ανήλθαν στο 15% του κύκλου εργασιών, ενώ στόχος είναι έως το 2015 να φθάσουν στο επίπεδο του 30%.
Μίνα Φειδά, Πρόεδρος και Διευθύνουσα Σύμβουλος της Boxer Φειδάς
Η Πρόεδρος κα Μίνα Φειδά έγινε πρωτοσέλιδα είδηση όταν το 1980 με την ένταξη της Ελλάδας στην τότε ΕΟΚ, είπε "Όχι" της στην πρόταση εξαγοράς του 26% της εταιρίας της από τους γερμανούς εταίρους της, διακόπτοντας τη συνεργασία μαζί τους.
Σήμερα εξακολουθεί να κρατάει την παραγωγή της στην Ελλάδα, να δίνει δουλειά σε Έλληνες και να αγοράζει μόνο ελληνικές πρώτες ύλες. Η ίδια δεν έβγαλε ποτέ τα κέρδη της στην Ελβετία, ούτε προχώρησε σε απολύσεις προσωπικού, παρά τις συστάσεις των οικονομικών της συμβούλων, εν μέσω της πρωτοφανούς κρίσης, όταν άλλοι μεταφέρονται σε Βαλκάνια, κάνουν αλλαγή έδρας, και αγοράζουν υλικά από Κίνα και Ινδία.
Η εταιρία που είναι η leader της ελληνικής αγοράς και η μοναδική ελληνική βιομηχανία παραγωγής υποδημάτων, που παρέμεινε, μαζί με τη κρίση, αντιμετωπίζει και τη μείωση της ζήτησης που συνοδεύεται από τη πτώση της παραγωγής της στο μισό. "Αυτά τα ζευγάρια παπούτσια αν δεν τα παρήγαγε η Φειδάς, θα τα εισήγαγε η Ελλάδα από πηγές αμφιβόλου προέλευσης. Η επένδυση στο νέο εργοστάσιο το 2010 πραγματοποιήθηκε με σκοπό να καλύψουμε τις ανάγκες ζήτησης στις αγορές του εξωτερικού καθώς ολόκληρη την παραγωγή μας την απορροφούσε η ελληνική αγορά. Το μεγάλο μας λάθος ήταν ότι υποτιμήσαμε τη κρίση. Θεωρήσαμε ότι δεν θα κρατήσει περισσότερο από δυο χρόνια. Κάναμε λάθος", έχει αναφέρει η πρόεδρος της εταιρίας.
Νίκη Κουτσιανά, Πρόεδρος και συνιδρύτρια, Apivita
Ο Νίκος & η Νίκη Κουτσιανά δημιούργησαν το φαρμακείο τους το 1972 και μαζί τις πρώτες κρέμες προσώπου από βασιλικό πολτό και μέλι. Θέλησαν να αξιοποιήσουν την ελληνική φύση στη δημιουργία καλλυντικών και όλα ξεκίνησαν από ένα σαπούνι με φυτικά συστατικά που βγήκε η ίδια ως πωλήτρια να προωθήσει.
Όπως έχει πει για το ξεκίνημά της στο χώρο των επιχειρήσεων «το δικό μας σαπούνι δεν μύριζε είχε μαύρο χρώμα και έκανε 150 δρχ. όταν τα άλλα έκαναν μόλις 15 δρχ. και δεν αναλάμβαναν οι πωλητές να το πουλήσουν. Για να μη ζημιωθούμε από αυτή μου την απόφαση, καθώς χρωστούσα στον Παπουτσάνη τα λεφτά για τα σαπούνια που μας παρασκεύασε, αναγκάστηκα να βγω και να τα πουλήσω η ίδια, παίρνοντας ένα κασελάκι με 48 τεμάχια και αφήνοντας πίσω τις σκέψεις ότι είμαι μια επιστήμονας, μια φαρμακοποιός, την οποία θα έβλεπαν μπροστά τους οι συνάδελφοί μου σαν πωλήτρια». Δεκαετίες μετά σκέφτεται ότι, εάν δεν υπήρχε εκείνο το χρέος στον Παπουτσάνη, η Apivita ίσως και να μην είχε δημιουργηθεί. Τα σαπούνια θα έμεναν στο δικό τους φαρμακείο και θα πωλούνταν σε βάθος χρόνου μέχρι να τελειώσει το απόθεμα, σαν να ήταν μια λανθασμένη επιχειρηματική κίνηση. «Η ανάγκη είναι αυτή που σε κάνει ηγέτη, σε κάνει να διαφέρεις από τους άλλους και από τον παλιό σου εαυτό».
Έπειτα από 43 χρόνια, ηγείται μιας καθιερωμένης εταιρείας φυσικών καλλυντικών, που διαθέτει σημαντική θέση στην εγχώρια αγορά, θυγατρικές σε ΗΠΑ, Ιαπωνία και Ισπανία, αλλά και παρουσία σε ακόμη 12 χώρες, εξάγοντας το 31% των συνολικών πωλήσεών της.
Κάιτη Κουτσολιούτσου, Αντιπρόεδρος και συνιδρύτρια, Όμιλος Folli Follie
Ήταν μεταπτυχιακή φοιτήτρια στο Μιλάνο όταν δοκίμαζε τις δυνάμεις της στον σχεδιασμό κοσμημάτων. Όπως θα πει αργότερα, «Ένα τρελό όνειρό μου ήταν να εξελίξω δημιουργικά μία από τις αγαπημένες μου δραστηριότητες, τον σχεδιασμό κοσμημάτων. Ήταν πραγματικά ένα όνειρο ζωής το οποίο δεν θα γινόταν πραγματικότητα αν δεν είχα δίπλα μου τον σύζυγό μου, Δημήτρη Κουτσολιούτσο. Εκείνος αντιλήφθηκε από πολύ νωρίς ότι το συγκεκριμένο χόμπι είχε πάρα πολλές προοπτικές να εξελιχθεί ως επαγγελματική δραστηριότητα και να γνωρίσει την ανάπτυξη που έχει μέχρι σήμερα».
Πράγματι το 1982, μαζί με τον σύζυγό της Δημήτρη, επιστρέφουν στην Ελλάδα και δημιουργούν τη Folli Follie, η οποία σήμερα έχει εξελιχθεί από μια εταιρεία κοσμημάτων και αξεσουάρ σε έναν κορυφαίο όμιλο στον χώρο της μόδας, που δραστηριοποιείται σε περισσότερες από 28 χώρες, διαθέτει εδραιωμένη παρουσία με πάνω από 700 σημεία πώλησης παγκοσμίως, ενώ παράλληλα απασχολεί περισσότερα από 5.900 άτομα. Η ίδια είναι υπεύθυνη για τη συνολική εικόνα του ομίλου.
Ιωάννα Παπαδοπούλου, Πρόεδρος και διευθύνουσα σύμβουλος, Ε.Ι. Παπαδόπουλος Α.Ε.
Η μεγαλύτερη εταιρεία παραγωγής μπισκότων παραμένει ελληνική και ψυχή της εταιρείας η Ιωάννα Παπαδοπούλου. Ανέλαβε τα ηνία της το 1995 από την ιδρυτή πατέρα της Ευάγγελο, αν και ουσιαστικά κυκλοφορούσε στο εργοστάσιο από μικρό παιδί. Έχει κερδίσει ως προσωπικότητα τον σεβασμό της αγοράς. Η εταιρεία εξάγει σε 40 χώρες, από την Αγγλία έως τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Η κα Παπαδοπούλου συζητήθηκε όταν εν μέσω κρίσης αποφάσισε το 2010 να δώσει στους 800 εργαζόμενους, αυξήσεις μεγαλύτερες από τις προβλεπόμενες. Και αργότερα εν μέσω μνημονίου, να επενδύσει επεκτείνοντας τη δραστηριότητά της και στο ψωμί.
«Με ενδιαφέρει να βγάζω σωστά προϊόντα, να μη διώχνω κόσμο, αλλά να προσλαμβάνω, να βγάζω λελογισμένα κέρδη και αυτά να τα επενδύω», έχει πει η κα Παπαδοπούλου, πρόεδρος και διευθύνουσα σύμβουλος της εταιρείας, ενώ σχολιάζοντας όσες εταιρείες μεταφέρουν την έδρα τους εκτός Ελλάδος δήλωσε: «Μπορώ να φανταστώ τον λόγο για τον οποίο το πράττουν. Δεν θα το έκανα ποτέ».