Πώς έχτισε την οικονομική της αυτοκρατορία η Γερμανία
Στο δημοσίευμα με τίτλο «Η Γερμανία είναι στ' αλήθεια χώρα μοντέλο;» γίνεται εκτενής αναφορά στα χρέη της Γερμανίας προς τις χώρες που ζημίωσε κατά τους δύο Παγκόσμιους Πολέμους.
Ο Γερμανός καθηγητής Οικονομικής Ιστορίας στο London School of Economics (LSE), Άλμπρεχτ Ριτσλ, εξηγεί ότι λόγω μιας «αντιστροφής των δεδομένων», η Γερμανία αυτή τη στιγμή «βρίσκεται απέναντι στους Ευρωπαίους εταίρους της στην κατάσταση στην οποία βρίσκονταν οι τελευταίοι, μετά το πέρας του Πρώτου και του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου: μια χώρα πιστωτής που θα πρέπει να επιλέξει κατά πόσο θα απαιτήσει να την ξεπληρώσουν ή όχι».
Σύμφωνα με τον καθηγητή, το γεγονός αυτό αποτελεί μια «ειρωνεία της Ιστορίας».
Η Γερμανία βρισκόταν σε δυσχερή οικονομική κατάσταση ήδη από το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Τότε, η Δημοκρατία της Βαϊμάρης προσπάθησε να εξυπηρετήσει το γερμανικό χρέος από τις αποζημιώσεις, που ανερχόταν 75%- 80% του ΑΕΠ. Ακολούθησε μια πολιτική αποπληθωρισμού, με μείωση κατά 30% των μισθών, προκαθορισμένες τιμές και καταπολέμηση των μονοπωλίων, ώστε να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.
«Όπως στην Ελλάδα σήμερα», σχολιάζει ο καθηγητής. «Αυτή η πολιτική υπήρξε οικονομικά επιτυχής, αλλά πολιτικά καταστροφική», υπογραμμίζει ο ίδιος, εφόσον άνοιξε το δρόμο προς την εξουσία στους Ναζί, οι οποίοι στη συνέχεια μπλόκαραν τις αποζημιώσεις.
Με την άδεια των ΗΠΑ η μη καταβολή των νέων αποζημιώσεων
Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, η πρωτοβουλία για τη μη καταβολή των νέων πολεμικών αποζημιώσεων ανήκει κυρίως στις ΗΠΑ, οι οποίες υποχρέωσαν τα κράτη που έλαβαν τη «βοήθεια» του Σχεδίου Μάρσαλ να μην ζητήσουν αμέσως τις οφειλές των Γερμανών. Ο λόγος ήταν ότι οι δυτικοί ήθελαν μια γρήγορη ανάταξη της οικονομίας της Δυτικής Γερμανίας, ώστε να αποτελέσει ισχυρό ανάχωμα έναντι των Σοβιετικών και της νεοϊδρυθείσας –τότε- σοσιαλιστικής Ανατολικής Γερμανίας.
Κατά συνέπεια, το 1953, οι συμφωνίες του Λονδίνου προέβλεπαν να εξοφληθούν τα χρέη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου- περίπου το 100% του γερμανικού ΑΕΠ, το 1938, χωρίς να υπολογίζονται οι πολεμικές αποζημιώσεις, για τις οποίες δεν δόθηκαν νούμερα- μόνο μετά την ενδεχόμενη επανένωση των δύο Γερμανιών.
«Παραδόξως, δεν έγινε αναφορά στο ζήτημα αυτό, κατά τις διαπραγματεύσεις που κατέληξαν στην επανένωση της Γερμανίας, από καμιά άλλη χώρα πλην της Ελλάδος», λέει ο Άλμπρεχτ Ρίτσλ.
Ο δε Χέλμουτ Κολ είχε πει, αυτοπροσώπως, ότι αν χρειαζόταν οι πιστωτές του 1945 να απαιτήσουν τα οφειλόμενά τους, η χώρα του θα χρεοκοπούσε. Συνεπώς, η Γερμανία δεν πλήρωσε.
Σύμφωνα με τον καθηγητή, «το γερμανικό οικονομικό θαύμα μετά τον Πόλεμο, οφείλεται στη μη αποπληρωμή των χρεών της χώρας του μετά από δύο Παγκοσμίους πολέμους».
Έτσι προκύπτει και το δίλημμα για το Βερολίνο που- πάντα, σύμφωνα με τον καθηγητή- συνοψίζεται στη φράση: «να υποχρεώσει τα κράτη να πληρώσουν, με κίνδυνο να τα κάνει να ματώσουν μέχρι θανάτου ή να δεχθεί να διαγράψει τα δάνεια που έχει δώσει για να τα σώσει και να σωθεί και η ίδια;», καταλήγει το άρθρο της γαλλικής εφημερίδας.