Το «πλήγμα» Μπάιντεν σε Ερντογάν: Τι σημαίνει η αναγνώριση της γενοκτονίας των Αρμενίων- Γιατί τώρα
Πέρασαν περισσότεροι από τρεις μήνες για να σηκώσει το τηλέφωνο ο Τζο Μπάιντεν και να συνομιλήσει με τον Τούρκο ομόλογό του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Αυτό από μόνο του ήταν ένα ξεκάθαρο δείγμα επιδείνωσης των διμερών σχέσεων και της «δύσκολης» πλέον θέσης της Τουρκίας, μίας χώρας που ήταν κάποτε ένας από τους στενότερους στρατηγικούς συμμάχους των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή, τη Νοτιοανατολική Ευρώπη και την Ανατολική Μεσόγειο.
Το μεγαλύτερο «χαστούκι» όμως της Ουάσιγκτον προς την Άγκυρα ήταν το μήνυμα που έστειλε ο Τζο Μπάιντεν στον Ερντογάν, όταν τον πήρε τελικά τηλέφωνο την Παρασκευή: Η αμερικανική κυβέρνηση αναγνώρισε τη δολοφονία των Αρμενίων από την Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1915 ως γενοκτονία.
Γιατί τώρα και γιατί ο Μπάιντεν
Γιατί ο Μπάιντεν τήρησε την υπόσχεση της εκστρατείας του να αναγνωρίσει τη γενοκτονία των Αρμενίων όταν κανένας από τους προκατόχους του στον Λευκό Οίκο παρά τις προεκλογικές δεσμεύσεις, δεν το είχε κάνει μέχρι σήμερα;
Ο «μετρ» της διεθνούς διπλωματίας Μπάιντεν, επί δεκαετίες Γερουσιαστής, αρμόδιος σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής γνωρίζει καλά οτι για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια, ο Ερντογάν χρειάζεται τις ΗΠΑ πολύ περισσότερο από ό, τι ο ίδιος «χρειάζεται» την Ουάσινγκτον.
Απομονωμένος, με την τουρκική οικονομία σε ελεύθερη πτώση και τη δημοτικότητά του στα τάρταρα, ο Ερντογάν επιχειρεί με επικοινωνιακά τεχνάσματα και επιθετικές, εθνικιστικές κορώνες να αποπροσανατολίσει την κοινή γνώμη. Οι Τούρκοι γυρίζουν την πλάτη στο «σουλτάνο» και εκείνος επιχειρεί να τονώσει την εικόνα του...μοιράζοντας σάκους με πατάτες και κρεμμύδια.
Σε μία τέτοια συγκυρία, ο Μπάιντεν, ως εκ τούτου, χρησιμοποιεί το «αρμενικό ζήτημα» ως μοχλό πίεσης, ελπίζει να διορθώσει τις αυταρχικές συμπεριφορές και τις προκλήσεις του Ερντογάν, όπως είναι οι αντιδημοκρατικές του ενέργειες αλλά και οι στενοί δεσμοί που αναπτύσσει κατά περίπτωση με τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν.
Εδώ και χρόνια, οι ΗΠΑ δυσκολεύονταν να εξοργίσουν την Τουρκία χαρακτηρίζοντας τη σφαγή 1,5 εκατομμυρίων Αρμενίων κατά τη διάρκεια του Ά Παγκοσμίου Πολέμου γενοκτονία, παρά την σχεδόν καθολική αναγνώρισή της από ακαδημαϊκούς και την ευρύτερη αμερικανική κοινωνία, καθώς και την τεράστια εγχώρια πίεση από την ιδιαίτερα δραστήρια και πολιτικά ενεργή αρμενική κοινότητα των ΗΠΑ.
Η σύνθετη σχέση Ουάσινγκτον- Άγκυρας
Διαδοχικοί πρόεδροι των ΗΠΑ εδώ και δεκαετίες απέφευγαν να αναγνωρίσουν τη γενοκτονία των Αρμενίων, λόγω μιας σύνθετης συμμαχίας με την Τουρκία που πέρασε βέβαια από πολλές διακυμάνσεις τα τελευταία χρόνια. Γιατί συμβαίνει τώρα όμως και τι θα μπορούσε να σημαίνει για τη συνέχεια ;
Η ουσία του ζητήματος αναφέρουν αναλυτές στο NBC δεν είναι ότι ο Μπάιντεν είναι τώρα «θυμωμένος με τον Ερντογάν», αλλά ότι σχεδόν ολόκληρη η κυβέρνηση των ΗΠΑ είναι εξοργισμένη με τη στάση της Τουρκίας το τελευταίο διάστημα. Πολλοί εντός και εκτός της διοίκησης βλέπουν τον Ερντογάν ως «αυτοκράτορα» που αποτελεί απειλή για τα αμερικανικά συμφέροντα περιφερειακά.
Οι αμφιλεγόμενες εκλογικές αναμετρήσεις, η καταπάτηση της ελευθερίας του λόγου και της δικαστικής ανεξαρτησίας, οι προκλήσεις διαρκείας από την Τουρκία στην ανατολική Μεσόγειο, η αποχώρηση από τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης και η προμήθεια των ρωσικών S400, έχουν εξοργίσει μεταξύ άλλων το κατεστημένο των ΗΠΑ.
Οι προκλήσεις, τα «διπλωματικά παιχνίδια» και ο λαϊκισμός του Ερντογάν έχουν εντείνει τη μισαλλοδοξία και την κοινωνική πόλωση. «Η Τουρκία ήταν κάποτε τόσο στρατηγικά ευθυγραμμισμένη με τη Δύση που έγινε το ανατολικότερο μέλος του ΝΑΤΟ, επί των ημερών Ερντογάν όμως δοκιμάζει τις σχέσεις της με τη συμμαχία σε οριακό σημείο. Ο επαναπροσανατολισμός του Ερντογάν απέναντι σε πολιτικές ισλαμικές ομάδες όπως η Χαμάς έκαψε σημαντικές περιφερειακές γέφυρες» εξηγούν αναλυτές.
Ο Αμερικανός πρόεδρος Tζο Μπάιντεν προχώρησε σε ένα βήμα που κανένας προκάτοχός του στο Οβάλ Γραφείο -από την εποχή του Ρόναλντ Ρέιγκαν δεν είχε προχωρήσει. Είναι ο πρώτος πρόεδρος εδώ και τουλάχιστον τρεις δεκαετίες που χαρακτήρισε επίσημα γενοκτονία τη μαζική δολοφονία των Αρμενίων από την Οθωμανική Αυτοκρατορία κατά τη διάρκεια του Α 'Παγκοσμίου Πολέμου.
Προηγήθηκαν πολλά «επεισόδια» και διπλωματικά παιχνίδια μέχρι να καταλήξουν οι ΗΠΑ εδώ. Η κίνηση Μπάιντεν αντανακλά πρώτα από όλα τη σημασία που δίνει στα ανθρώπινα δικαιώματα , ενώ αποτελεί παράλληλα προειδοποίηση στο καθεστώς Ερντογάν.
Εδώ και δεκαετίες, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν αναγνώριζαν τη γενοκτονία έως ένα βαθμό επειδή απέφευγαν να εξοργίσουν την Τουρκία και να πλήξουν τις σχέσεις τους με έναν βασικό σύμμαχο σε μια εξαιρετικά σημαντική περιοχή, γράφει η Washington Post. Πολλοί Αμερικανοί πρόεδροι στις προεκλογικές εκστρατείες τους, δεσμεύονταν ότι θα αναγνωρίσουν τη γενοκτονία, στη συνέχεια όμως δεν υλοποιούσαν την υπόσχεσή τους .Το Κογκρέσο επίσης επεδίωξε επανειλημμένα να ασκήσει πίεση προς αυτή την κατεύθυνση, χωρίς κανένα ωστόσο αποτέλεσμα.
Τι έκαναν οι προηγούμενοι Αμερικανοί πρόεδροι
Ο Τζορτζ Μπους είχε δεσμευθεί εγγράφως κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας το 2000 ότι θα αναγνωρίσει τη γενοκτονία, αλλά στη συνέχεια υποχώρησε καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες ενεπλάκησαν σε πολέμους στη Μέση Ανατολή και η Τουρκία ήταν σημαντική για την πολεμική προσπάθεια στο Ιράκ. Μέχρι το 2007, ο Μπους προέτρεπε το Κογκρέσο να απορρίψει το ψήφισμα για την αναγνώριση της γενοκτονίας.
Ο Μπαράκ Ομπάμα κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του το 2008 είπε επίσης ότι σκοπεύει να αναγνωρίσει τη γενοκτονία, αλλά η διοίκησή του δεν έκανε ποτέ κάτι τέτοιο στα οκτώ χρόνια της θητείας του.
Ο Αμερικανός πρόεδρος που πλησίασε περισσότερο στην αναγνώριση της γενοκτονίας των Αρμενίων ήταν όσο και αν φαίνεται παράδοξο-λόγω της σχέσης που είχε αναπτύξει με τον Ερντογάν- ο Ντόναλντ Τραμπ. Ο Τραμπ είχε μία αμφιλεγόμενα στενή σχέση με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, παρά τον αυταρχισμό του Τούρκου προέδρου.
Σε μια συνέντευξη Τύπου, η τότε εκπρόσωπος Τύπου του Λευκού Οίκου Κέιλι ΜακΈνανι είχε αναφερθεί στον βανδαλισμό ενός μνημείου της «γενοκτονίας των Αρμενίων». Σε μια απάντηση που αντανακλούσε πόσο ευαίσθητο είναι αυτό το θέμα για την Τουρκία, η Άγκυρα διαμαρτυρήθηκε τότε για τη χρήση της λέξης ακόμη και σε αυτό το πλαίσιο, αναγνωρίζοντας ότι θα μπορούσε απλώς να ήταν «γλωσσικό ολίσθημα».
Και όντως αποδείχθηκε…σφάλμα. Η κυβέρνηση Τραμπ αντιτάχθηκε σε μια προσπάθεια του Κογκρέσου να αναγνωρίσει τις μαζικές δολοφονίες Αρμενίων ως γενοκτονία το 2019. Ακόμη και όταν η νομοθεσία πέρασε με τεράστια διακομματική στήριξη, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ ανακοίνωσε ότι δεν αντικατοπτρίζει την επίσημη θέση της κυβέρνησης.
Ο Μπάιντεν και ο σεβασμός στα ανθρώπινα δικαιώματα
Γιατί λοιπόν τώρα; Σύμφωνα με τους ειδικούς, η απάντηση έχει να κάνει με ένα συνδυασμό δεδομένων και συγκυριών, καθώς η κυβέρνηση Μπάιντεν είναι πολύ πιο αποφασιστική από τις προηγούμενες σε ζητήματα σεβασμού ανθρωπίνων δικαιωμάτων -έχει επίσης χαρακτηρίσει γενοκτονία τη δολοφονία των Μουσουλμάνων Ουιγούρων στην Κίνα- αλλά και με τις σχέσεις με την Τουρκία γενικότερα που επιδεινώνονται, με φόντο και την πρόσφατη αποχώρηση της από τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης.
Ο Λευκός Οίκος χαρακτήρισε «βαθιά απογοητευτική» την απόφαση της Τουρκίας να αποχωρήσει από την ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα δικαιώματα των γυναικών και την αποτροπή της έμφυλης βίας και της κακοποίησης.
Η κυβέρνηση εξέδωσε επίσης σκληρή ετυμηγορία για την Τουρκία στην έκθεσή της για τις παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε όλο τον κόσμο.
Ο Μπάιντεν χαρακτήρισε τον Ερντογάν «απολυταρχικό ηγέτη» και υποσχέθηκε να αντιμετωπίσει τα φαινόμενα αυταρχισμού. Και ο υπουργός Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν, κατά την ακρόαση για την επικύρωση του διορισμού του, αναφέρθηκε επίσης στην Τουρκία ως ο «στρατηγικός - ο λεγόμενος στρατηγικός - εταίρος μας», επικρίνοντας ανοικτά το «φλερτ» της Τουρκίας με τη Ρωσία.
«Ο Μπάιντεν ανέτρεψε τον παραδοσιακό τρόπο με τον οποίο οι πρόεδροι των Η.Π.Α. συνεργάζονται με την Τουρκία», δήλωσε ο Άαρον Στάιν, ειδικός σε ζητήματα Τουρκίας στο Ινστιτούτο Έρευνας Εξωτερικής Πολιτικής. «Ο τρόπος με τον οποίο οι ΗΠΑ παραδοσιακά αντιμετώπιζαν την Τουρκία είναι να προσπαθήσουν να την κρατήσουν στο άρμα των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρώπης μέσω στενών στρατιωτικών δεσμών».
Ο Μπάιντεν ανέτρεψε τα δεδομένα και εγκαινίασε την ιδέα ότι η Τουρκία δεν έχει συμφέρον να εγκαταλείψει ομάδες όπως το ΝΑΤΟ, αλλά και ότι η στενή συνεργασία με την Ουάσινγκτον δεν είναι κάτι που η Άγκυρα πρέπει να θεωρεί δεδομένη. Αντ 'αυτού, ο Ερντογάν πρέπει να κερδίσει την εμπιστοσύνη.
Υπάρχει βέβαια λόγος που οι πρόσφατοι πρόεδροι των ΗΠΑ απέφευγαν να τα «σπάσουν» με την Τουρκία και να αναγνωρίσουν τη γενοκτονία, κάτι που η Άγκυρα θεωρεί απαράδεκτο και προσβλητικό για τον ιδρυτή της τουρκικής δημοκρατίας, Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ. Δεδομένης της στρατηγικής θέσης της Τουρκίας στη Μέση Ανατολή, φοβήθηκαν οτι θα είχε πιθανές επιπτώσεις σε διάφορους τομείς, συμπεριλαμβανομένης της Ρωσίας, της Συρίας και της Ουκρανίας.
Οι συνέπειες της νέας κρίσης στις αμερικανο-τουρκικές σχέσεις
Μία πρώτη συνέπεια της νέας κρίσης στις σχέσεις Ουάσινγκτον-Άγκυρας λένε οι ειδικοί είναι ότι η Τουρκία θα μπορούσε να ευθυγραμμιστεί ακόμη περισσότερο με τη Ρωσία. Η Τουρκία είναι σε αντίθετο στρατόπεδο με τη Ρωσία σε μια σειρά συγκρούσεων, όπως στην Ουκρανία και τη Συρία, ενώ η Ρωσία υποστήριξε επίσης τα συμφέροντα της Αρμενίας στην περιοχή.
Οι δύο χώρες ωστόσο περιστασιακά «συμμάχησαν» απέναντι στην αμερικανική επιρροή. Η κυβέρνηση Τραμπ επέβαλε επίσης κυρώσεις στην Τουρκία πέρυσι για την αγορά ρωσικού πυραυλικού αμυντικού συστήματος.
Πολύ λίγοι αναμένουν βέβαια ότι η απόφαση θα έχει άμεσο και αναγνωρίσιμο αντίκτυπο στις πρακτικές ανθρωπίνων δικαιωμάτων της Τουρκίας, ορισμένοι ωστόσο βλέπουν πιθανά οφέλη.
Η Τουρκία αντιμετωπίζει πολλές οικονομικές πιέσεις, έχει χάσει αρκετούς συμμάχους τα τελευταία χρόνια και το κοινό συναίσθημα έχει στραφεί εναντίον του Ερντογάν. Ο μεγάλος πληθυσμός των νέων της Τουρκίας αποτελεί αυξανόμενη απειλή για τον Ερντογάν.
Η αμερικανική κυβέρνηση μόνο να κερδίσει έχει, αναγνωρίζοντας τις δραματικές ελλείψεις της Τουρκίας στην προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων
«Η Τουρκία χρειάζεται τις ΗΠΑ περισσότερο από ό, τι οι ΗΠΑ χρειάζεται την Τουρκία αυτή τη στιγμή» λέει η Τζένι Γουάιτ από το Ινστιτούτο Τουρκικών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Στοκχόλμης.
Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Newsbomb.gr.
Διαβάστε επίσης:
Πώς θα έμοιαζε ένας ελληνοτουρκικός πόλεμος: Η «ακτινογραφία» μιας υποθετικής σύρραξης