Στη Βαβέλ των κατασκόπων: Από την ΕΥΠ, στο «βαθύ» κράτος της Μοσάντ και στην «ομπρέλα» της KGB
Ανατροπές καθεστώτων και κυβερνήσεων, συλλογή απόρρητων πληροφοριών, άριστη γνώση των θέσεων του εχθρού στην «απέναντι πλευρά», στρατολογήσεις προσώπων υψηλού κύρους με μεγάλη κοινωνική πολιτική ή και επιχειρηματική επιρροή, ακόμα και «εκκαθάριση» στόχων και στημένα σκάνδαλα είναι μόνο κάποια ελάχιστα παραδείγματα στο κατασκοπευτικό «παιχνίδι» που εκτυλίσσεται εδώ και εκατοντάδες χρόνια μεταξύ χωρών και υπερδυνάμεων. Ένας «αόρατος» σκιώδης και συνεχής πόλεμος που μπορεί να φέρει πιο καίρια και ακριβή πλήγματα απ’ ότι μια ολόκληρη στρατιωτική επιχείρηση.
Η περίπλοκη «σκηνή» σκακιστικού επιπέδου που στήνεται με τα νήματα που κινούνται πάντοτε στις σκιές ξεπερνούν κατά πολύ την φαντασία όπως έχει αποδείξει επανειλημμένως η ιστορία. Άλλες φορές το σχέδιο μπορεί να επιτευχθεί εν ριπή οφθαλμού, ενώ άλλες φορές μπορεί να χρειαστούν χρόνια σχεδιασμών και εκτελέσεων, για την «δολιοφθορά» του εχθρού, πολλές φορές φέρνοντας τα εμπλεκόμενα μέρη –υπό τον φόβο της καχυποψίας- στα όρια της παράνοιας.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του σούπερ Ισραηλινού κατασκόπου της Μοσάντ, Έλι Κοέν ο οποίος είχε καταφέρει να διεισδύσει στην ελίτ της υψηλής κοινωνίας της Συρίας και ο οποίος λίγο έλειψε να γίνει μέχρι και υπουργός Εθνικής Άμυνας της χώρας. Η διπλή ζωή που ζούσε ήταν χαοτική ανάμεσα στο ποιος ήταν επί εχθρικού εδάφους, όπου απολάμβανε πλούτη και δόξα, ενώ στην χώρα του ήταν ένας απλός πολίτης που ακόμα και η γυναίκα του είχε άγνοια για ποια ήταν η δράση του. Αυτή ήταν μια ιδιαίτερα σκοτεινή περίοδος κατά την οποία η δυο χώρες είχαν καθημερινά ένοπλες συρράξεις ή θερμά επεισόδια.
Για χρόνια ο Ισραηλινός κατάσκοπος δρούσε στη Συρία χωρίς να γίνει αντιληπτή η πραγματική του ταυτότητα. Μάλιστα λίγο πριν αποκαλυφθεί, επισκέφθηκε στα σύνορα της Συρίας, τα Υψίπεδα του Γκόλαν, όπου και πρότεινε σε Σύριους στρατιωτικούς να φυτέψουν γύρω από τα υπόγεια οχυρά δέντρα, για να παρέχουν σκιά στους στρατιώτες. Αυτά τα δέντρα, που τα έκανε δωρεά με χρήματα του Ισραήλ, έδιναν στην αληθινή του χώρα ένα σημάδι των υπόγειων βάσεων. Tη σημαντική συμβολή του Κοέν στις μυστικές υπηρεσίες του Ισραήλ έχει παραδεχτεί και ο πρώην πρωθυπουργός του Ισραήλ Λεβί Εσκόλ, ο οποίος δίνοντας τα εύσημα για τη δράση του δήλωσε ότι χάρη σε αυτόν σώθηκαν πολλές ζωές Ισραηλινών στον Πόλεμο των 6 Ημερών.
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και ειδικότερα κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου οι μυστικές υπηρεσίες κρατών γνώρισαν την μεγαλύτερη «άνθιση» τους και η κατασκοπία αναβαθμίστηκε από τις ατομικές και ομαδικές κυρίως δράσεις, σε ολόκληρες κρατικές υπηρεσίες οι οποίες απασχολούσαν τεράστιο δυναμικό, με ειδικότητες άρτιας στρατιωτικής εκπαίδευσης, επιστήμονες, καθηγητές, ακόμα και χάκερς, ενώ ο προϋπολογισμός τους για ευνόητους λόγους παραμένει στις περισσότερες περιπτώσεις επτασφράγιστο μυστικό και οι δράσεις τους την σημερινή εποχή της αστραπιαίας πληροφόρησης είναι πιο κεκαλυμμένη από ποτέ.
Μεταξύ άλλων χωρών και η Ελλάδα από πολύ νωρίς απέκτησε τις δικές της μυστικές υπηρεσίες με πολλές επιτυχίες που άλλοτε γίνονται γνωστές και άλλοτε όχι. Μέχρι και αυτή τη στιγμή που γράφονται συγκεκριμένες γραμμές στις (7/5), του μακρινού 1953, ιδρύεται η Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΚΥΠ), η οποία τη δεκαετία του 1980 θα μετονομαστεί σε Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΕΥΠ). Όπως είναι γνωστό η σημερινή ΕΥΠ είναι «αιχμή του δόρατος» και κύρια υπηρεσία συγκέντρωσης, επεξεργασίας και διανομής ευαίσθητων πληροφοριών που αφορούν στην εθνική ασφάλεια της χώρας και είναι υπόλογη στον πρωθυπουργό της χώρας.
Αρχικά η Υπηρεσία αυτή φέρεται να ιδρύθηκε το 1953 με την ονομασία Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών Ελλάδος (ΚΥΠΕ), πιθανώς κατά το πρότυπο της CIA. Λίγο αργότερα, ο τίτλος περιορίστηκε στο ΚΥΠ. Πρώτος διοικητής της τότε ΚΥΠΕ ανέλαβε ο Συνταγματάρχης Πυροβολικού (αργότερα Αντιστράτηγος) Αλέξανδρος Νάτσινας. Καθ' όλη τη διάρκεια των κυβερνήσεων Παπάγου και Καραμανλή, η ελληνική ΚΥΠ ήταν υπό τον απόλυτο έλεγχο της αμερικανικής CIA. Τόσο μεγάλος ήταν ο βαθμός υποτέλειας, ώστε οι μισθοί των πρακτόρων πληρώνονταν απευθείας από τους Αμερικανούς, χωρίς καμία ανάμειξη του ελληνικού κράτους, έως ότου την πρακτική αυτή σταμάτησε ο Γεώργιος Παπανδρέου το 1964.
Οι ηγέτες της Χούντας των Συνταγματαρχών αναδείχθηκαν μέσω της ΚΥΠ. Ο Συνταγματάρχης Πυροβολικού Γεώργιος Παπαδόπουλος υπηρέτησε εκεί για πέντε χρόνια (1959-1964), αναμείχθηκε στην προετοιμασία του σχεδίου ΠΕΡΙΚΛΗΣ και διατέλεσε προσωπικός γραμματέας του Νάτσινα, επικεφαλής του Β' Κλάδου, που είχε να κάνει με την εσωτερική ασφάλεια της χώρας και σύνδεσμος ΚΥΠ-CIA. Ο επίσης Συνταγματάρχης Πυροβολικού Νικόλαος Μακαρέζος διορίστηκε το 1966 επί κυβερνήσεων των αποστατών, επικεφαλής του επίλεκτου Α' Κλάδου της ΚΥΠ, που ήταν υπεύθυνος για τους Έλληνες κατασκόπους σε ξένες χώρες. Επί Χούντας Παπαδόπουλου, την ΚΥΠ διοίκησαν διαδοχικά ο Ταξίαρχος Πυροβολικού Αλέξανδρος Χατζηπέτρος, γόνος αρχοντικής στρατιωτικής οικογένειας, της οποίας γενάρχης ήταν ο Χριστόδουλος Χατζηπέτρος, και ο Αντισυνταγματάρχης Πυροβολικού (αργότερα Υποστράτηγος) Μιχάλης Ρουφογάλης. Ο Ρουφογάλης ήταν γνωστός περισσότερο για την κοσμική ζωή του και την αδυναμία του στο ωραίο φύλο και λιγότερο για τις κατασκοπευτικές του ικανότητες. Έτσι, το βάρος της καταστολής του αντιδικτατορικού κινήματος ανέλαβε η ΕΣΑ του Δημήτρη Ιωαννίδη, και όχι τόσο η ΚΥΠ. Επειδή όμως υπήρχε μεγάλη αντιζηλία μεταξύ της ΚΥΠ και της ΕΑΤ-ΕΣΑ, το 1973 ο Ιωαννίδης αντικατέστησε τον Ρουφογάλη με τον Λάμπρο Σταθόπουλο. Όλα αυτά τα χρόνια, στην ιεραρχία της ΚΥΠ δέσποζαν οι αξιωματικοί του Πυροβολικού. Οι λόγοι ήταν κυρίως δύο: ο ιδρυτής Νάτσινας προερχόταν από αυτό, ενώ σε γενικές γραμμές οι αξιωματικοί του Πυροβολικού είχαν την καλύτερη εκπαίδευση στον Στρατό.
Ο επόμενος μεγάλος σταθμός στην ιστορία της Υπηρεσίας είναι το 1981 και η νίκη του ΠΑΣΟΚ. Ο Ανδρέας Παπανδρέου είναι αποφασισμένος να ελέγξει απόλυτα τις υπηρεσίες πληροφοριών και ασφάλειας. Στην ηγεσία της ΚΥΠ τοποθετείται ο απόστρατος Αντιστράτηγος Πεζικού Γεώργιος Πολίτης, στενός φίλος του Στρατηγού και Υπουργού του ΠΑΣΟΚ, Αντώνη Δροσογιάννη. Υπαρχηγός αναλαμβάνει ο Ταξίαρχος Βασίλης Τσαγρής, που στη διάρκεια της Χούντας είχε δραπετεύσει στην Ιταλία και είχε αναλάβει το παραστρατιωτικό τμήμα του ΠΑΚ.[6] Το 1986, με τον νόμο 1645, που δημοσιεύτηκε στις 26 Αυγούστου του 1986 στο τεύχος 132Α΄ ΦΕΚ, η υπηρεσία που έως τότε συνέχισε να ονομάζεται "Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών" (Κ.Υ.Π.) μετονομάσθηκε σε "Ε.Υ.Π." και αποτελεί αυτοτελή πολιτική δημόσια υπηρεσία με έργο τη συλλογή, επεξεργασία και διανομή πληροφοριών που αφορούν στην ασφάλεια της χώρας. Το καθεστώς λειτουργίας της Ε.Υ.Π. ρυθμίζεται από προεδρικά διατάγματα που εκδίδονται κατ' εφαρμογή του παραπάνω ιδρυτικού της νόμου (Ν. 1645/86). Πρώτος Διοικητής της νέας ΕΥΠ διορίζεται με απόφαση του Ανδρέα Παπανδρέου, ο Κώστας Τσίμας.
Ο βαθύ κράτος της Μοσάντ
Η Μοσάντ είναι η κύρια οργάνωση συγκέντρωσης και ανάλυσης πληροφοριών του Ισραήλ. Επίσης, έχει παραστρατιωτικές (συμπεριλαμβανομένων και πολιτικών δολοφονιών) και αντιτρομοκρατικές αρμοδιότητες. Ο ετήσιος προϋπολογισμός της υπολογίζεται σε περίπου 2,73 δισεκατομμύρια δολάρια και εκτιμάται ότι απασχολεί άμεσα περίπου 7,000 άτομα, καθιστώντας την δεύτερη σημαντικότερη οργάνωση κατασκοπείας στον δυτικό κόσμο μετά την αμερικανική CIA. Επειδή κανένας νόμος δεν ορίζει τον σκοπό, τους στόχους, τους ρόλους, τις αποστολές, τις εξουσίες ή τον προϋπολογισμό της και επειδή είναι απαλλαγμένη από τους συνταγματικούς νόμους του κράτους του Ισραήλ, η Μοσάντ έχει χαρακτηριστεί βαθύ κράτος.
Τον Ιούλιο του 1949 ο Ρουβέν Σιλόα, στενός συνεργάτης του Νταβίντ Μπεν Γκουριόν, πρότεινε την ίδρυση μιας κεντρικής υπηρεσίας για την οργάνωση και επίβλεψη των δραστηριοτήτων συγκέντρωσης πληροφοριών και ασφάλειας της χώρας.
Στις 13 Δεκεμβρίου, 1949 ο Μπεν Γκουριόν διέταξε την ίδρυση ενός "Ινστιτούτου Συνεργασίας" που να επιβλέπει το πολιτικό τμήμα και να διευθύνει την εσωτερική ασφάλεια και τις διάφορες στρατιωτικές υπηρεσίες πληροφοριών. Αυτή θεωρείται και η ημερομηνία ίδρυσης της Μοσάντ.
Η Μοσάντ ξεκίνησε υπό τη διεύθυνση του ισραηλινού Υπουργείου Εξωτερικών. Το Μάρτιο του 1951 ο Μπεν Γκουριόν, με σκοπό την ενίσχυση των δραστηριοτήτων της και την ένωση όλων των υπηρεσιών συγκέντρωσης ξένων πληροφοριών, διέταξε την αναδιοργάνωση της υπηρεσίας. Μια ανεξάρτητη, κεντρική αρχή δημιουργήθηκε για να χειρίζεται όλες τις δραστηριότητες συγκέντρωσης ξένων πληροφοριών. Αυτή η αρχή αποκαλείται απλά Αρχή και αποτελεί το μεγαλύτερο μέρος της Μοσάντ. Τότε ανεξαρτητοποιήθηκε από το Υπουργείο Εξωτερικών και βρίσκεται υπό την απευθείας εποπτεία του Πρωθυπουργού. Το 1959 έφερε τον Άντολφ Άιχμαν για να δικαστεί στο Ισραήλ.
Στη δεκαετία του 1970 η Μοσάντ μαζί με την ΜΙΤ (αντίστοιχη της Τουρκίας) και την περιβόητη Σαβάκ (της Περσίας) δημιούργησαν κοινή συνεργασία που είχε ονομασθεί Τριντέντ (= Τρίαινα) δια της οποίας μέλη της Μοσάντ εισχώρησαν επίσημα στις άλλες δύο χώρες για κοινή συνεργασία και πληρέστερη ανάπτυξη πληροφοριακών δικτύων.
Η «ομπρέλα» της KGB
Η Επιτροπή για την Κρατική Ασφάλεια (KGB), που ήταν και το επίσημο όνομα ενός οργανισμού ομπρέλα στην υπηρεσία της Σοβιετικής Ένωσης ως κατεξοχήν υπηρεσία ασφαλείας, μυστική αστυνομία και οργανισμός πληροφοριών, από το 1954 έως το 1991.
Η λειτουργία της Κα Γκε Μπε αποτυπωνόταν στο επίσημο έμβλημα της οργάνωσης, τονίζοντας τόσο την ασπίδα όσο και το σπαθί. Ήταν μια οργάνωση με στρατιωτική ιεραρχία που στόχευε τόσο στην παροχή εθνικής ασφάλειας, όσο και στην ασφάλεια του ΚΚΣΕ. Ήταν παρόμοια στη λειτουργία της με την CIA των Ηνωμένων Πολιτειών, με πρόσθετα καθήκοντα την αντι-κατασκοπεία και την εθνική ασφάλεια του FBI, όπως επίσης με τους οργανισμούς MI5 και MI6 του Ηνωμένου Βασιλείου.
Το όνομα της μεγαλύτερης οργάνωσης της Ρωσίας που διαδέχτηκε την Κα Γκε Μπε είναι η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Ασφάλειας. Στις 21 Δεκεμβρίου 1995, ο Πρόεδρος της Ρωσίας Μπορίς Γιέλτσιν υπέγραψε την πράξη που καταργούσε την Κα Γκε Μπε, που έκτοτε υποκαταστάθηκε από την FSB, την σημερινή εσωτερική κρατική υπηρεσία ασφαλείας της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Στη Λευκορωσία, μια πρώην Σοβιετική Δημοκρατία, το επίσημο όνομα της Κρατικής Υπηρεσίας Ασφαλείας παραμένει Κα Γκε Μπε.
Ο όρος χρησιμοποιείται μερικές φορές παραστατικά στο Δυτικό τύπο για να αναφερθεί στη σημερινή FSB μετά τη μετονομασία της το 1991, λόγω της αναγνωρισιμότητας και της δημόσιας κατανόησης του όρου. Σημειώνεται ότι οι περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την Κα Γκε Μπε παραμένουν ακόμη απόρρητες.
Πολλοί ειδικοί συμφωνούν ότι η Κα Γκε Μπε ήταν παγκοσμίως η πιο αποτελεσματική υπηρεσία πληροφοριών. Όπως οι περισσότερες υπηρεσίες αυτού του είδους, η Κα Γκε Μπε δρούσε με πράκτορες που είτε είχαν νόμιμη ή παράνομη κατοικία στις χώρες του ενδιαφέροντός της. Αυτοί που επιχειρούσαν νόμιμα δρούσαν μέσα από την Σοβιετική Πρεσβεία δια της διπλωματικής τους ασυλίας, έτσι ώστε, εάν πιαστούν ή αποκαλυφθεί ότι κατασκοπεύουν, οι νόμιμοι κάτοικοι ήταν απαλλαγμένοι από την δίωξή τους. Στην καλύτερη περίπτωση, η θέση του νόμιμα διαμένοντος πράκτορα θα γινόταν αντικείμενο διαπραγμάτευσης. Είτε θα ανακαλούνταν πίσω στην πατρίδα ή η χώρα υποδοχής του θα τον/την απέλαυνε. Από την άλλη, οι παράνομα εγκατεστημένοι κατάσκοποι δρούσαν χωρίς ασυλία από τη δίωξή τους. Ιδιαίτερα στα πρώτα της χρόνια, η Κα Γκε Μπε συχνά εκτιμούσε περισσότερο τους παράνομα εγκατεστημένους πράκτορες της από τους νόμιμους, κυρίως επειδή οι παράνομοι δρούσαν μυστικά και με μεγαλύτερη ετοιμότητα να διεισδύσουν στους στόχους τους.
Χρησιμοποιώντας την ιδεολογική γοητεία του πρώτου κράτους εργατών-αγροτών, και αργότερα πολεμώντας τον φασισμό και με τον Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο, οι Σοβιετικοί επιτυχημένα στρατολόγησαν υψηλόβαθμους κατασκόπους, αν και, η υπογραφή το 1939 στο Σύμφωνο Ρίμπεντροπ - Μολότωφ, η ήττα το 1956 της Ουγγρικής εξέγερσης, και η Άνοιξη της Πράγας το 1968 εξάντλησαν σε μεγάλο βαθμό την ιδεολογική στρατολόγηση. Οι νέοι στη Δύση ένιωθαν αποτροπιασμό για τις παραβιάσεις της κυριαρχίας ανεξάρτητων κρατών από τον Κόκκινο Στρατό και από την γερασμένη σοβιετική ηγεσία υπό τον Λεονίντ Μπρέζνιεφ. Ως συνέπεια, η Κα Γκε Μπε χρησιμοποίησε τον εκβιασμό και τη δωροδοκία ως όπλα για την στρατολόγηση Δυτικών πρακτόρων.
Η Κα Γκε Μπε, όπως και οι Δυτικές ομόλογες υπηρεσίες, ξεχώριζαν το προσωπικό παροχής πληροφοριών σε πράκτορες, που παρείχαν την πληροφορία, και ελεγκτές, που μετέφεραν τις πληροφορίες στο Κρεμλίνο και ήταν υπεύθυνοι για την παρακολούθηση και την πληρωμή των πρακτόρων. Μερικοί από τους πιο σημαντικούς πράκτορες, όπως η Πεντάδα του Κέμπριτζ, είχαν πολλαπλούς ελεγκτές στη διάρκεια της καριέρας τους ως κατασκόπων. Παραδόξως, ο Κιμ Φίλμπυ, που θεωρούσε τον εαυτό του ως αξιωματούχο της Κα Γκε Μπε, πληροφορήθηκε με αγένεια σχετικά με αυτόν τον διαχωρισμό όταν αυτομόλησε στην Σοβιετική Ένωση και ως σε ξένο πράκτορα, δεν του επιτράπηκε καν να εισέλθει στα κεντρικά γραφεία της Κα Γκε Μπε.
Military Intelligence, Section 6
Η Μυστική Υπηρεσία Πληροφοριών (SIS), γνωστή και ως MI6 (Military Intelligence, Section 6), είναι η μυστική υπηρεσία πληροφοριών του Ηνωμένου Βασιλείου, που δίνει τη δυνατότητα στη βρετανική κυβέρνηση να μπορεί μυστικά να προωθεί και να υπερασπίζεται την εθνική ασφάλεια και την οικονομική ευρωστία της.
Το 1909 η Επιτροπή Αυτοκρατορικής Ασφάλειας αποφάσισε να δημιουργήσει το Γραφείο Μυστικής Υπηρεσίας (Secret Service Bureau). Αυτή είναι και η πρώτη φορά που η Βρετανία αποκτά μια επίσημη και μόνιμη Υπηρεσία Πληροφοριών, χωρίς να σημαίνει πως δεν υπήρξαν μυστικές βρετανικές δραστηριότητες στο παρελθόν. Στο δεύτερο μισό του 15ου αιώνα ο Τόμας Κρόμγουελ (Thomas Cromwell) είχε υπό την εποπτεία του μυστικούς πράκτορες σε όλη την Ευρώπη που υπηρετούσαν τον βασιλιά Ερρίκο τον 8ο. Ο Σερ Φράνσις Γουάλσινγκαμ (Sir Francis Walsingham) διατηρούσε ένα δίκτυο 50 μυστικών πρακτόρων για τη βασίλισσα Ελισάβετ A'.
Πίσω από την απόφαση να δημιουργηθεί το νέο αυτό γραφείο βρισκόταν η απειλή της γερμανικής στρατιωτικής και ναυτικής ανάπτυξης. Ο διπλός ρόλος του γραφείου ήταν:
- Να αποτρέπει την ξένη κατασκοπεία στο Ηνωμένο Βασίλειο (Home Section).
- Να συγκεντρώνει μυστικές πληροφορίες για τους υπάρχοντες και τους πιθανούς μελλοντικούς εχθρούς του βασιλείου (Foreign Section).
Η Home Section έγινε αργότερα η Security Service (MI5), ενώ η Foreign Section έγινε η Secret Intelligence Service (ΜΙ6).
Ο αρχηγός του "Foreign Section" και αργότερα πρώτος διοικητής της SIS ήταν ο Μάνσφιλντ Κάμμινγκ (Mansfield Cumming). Εκείνος έθεσε τα θεμέλια της υπηρεσίας και ήταν ο εγκέφαλος πίσω από τις δραστηριότητές της κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, έχοντας δημιουργήσει δίκτυα πίσω από τις γερμανικές γραμμές στο Βέλγιο και τη Γαλλία, συνεισφέροντας σε μεγάλο βαθμό στη νίκη των συμμάχων. Ο Κάμμινγκ εξασφάλισε τη συνέχεια ύπαρξης της υπηρεσίας παρουσιάζοντας την ανάγκη αντιμετώπισης της απειλής του διεθνούς κομμουνισμού. Επιπλέον, κατά τη δεκαετία του 1930, η απειλή της ναζιστικής Γερμανίας ήταν επίσης στο στόχαστρο της υπηρεσίας. Την εποχή αυτή η SIS είχε ως πρώτιστο σκοπό την εξεύρεση πληροφοριών γύρω από τις γερμανικές θέσεις και τις στρατιωτικές ικανότητες της Γερμανίας, δεδομένης της αναμενόμενης εμπλοκής στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η γερμανική Κατοχή του μεγαλύτερου μέρους της Ευρώπης το 1941 προκάλεσε μεγάλες ζημιές στα δίκτυα που υπήρχαν, αλλά δεν ήταν ανεπανόρθωτες. Η υπηρεσία δεν είχε μόνο δίκτυο κατασκόπων, αλλά είχε υπό την αρμοδιότητα της και εργασίες κρυπτανάλυσης που γίνονταν στην έδρα της στο Μπλέτσλεϊ Παρκ (Bletchley Park), όπου κατάφεραν να αποκρυπτογραφήσουν τον κώδικα της κρυπτογραφικής μηχανής Enigma.
Μετά την ήττα των δυνάμεων του Άξονα το 1945 ξεκίνησε ο Ψυχρός Πόλεμος. Για άλλη μια φορά η υπηρεσία άλλαξε τροχιά και άρχισε να συγκεντρώνεται στην απειλή που παρουσίαζαν οι χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Η SIS έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο καθ' όλη τη διάρκεια αυτής της διαμάχης μεταξύ ανατολής και δύσης.
Μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου η SIS άλλαξε γι' άλλη μια φορά στόχους και στη σημερινή εποχή συγκεντρώνεται στις απειλές όπως:
- Τοπικές πολιτικές αστάθειες
- Τρομοκρατία
- Διάθεση όπλων μαζικής καταστροφής
- Διεθνές έγκλημα
CIA
Η Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών των ΗΠΑ είναι η κύρια κρατική υπηρεσία συλλογής, επεξεργασίας και ανάλυσης πληροφοριών που μπορεί να αφορούν οποιονδήποτε, οτιδήποτε και οπουδήποτε εκτός της επικράτειας των Ηνωμένων Πολιτειών. Πρόκειται για τη σημαντικότερη υπηρεσία του είδους της στον κόσμο με το μεγαλύτερο υφιστάμενο δίκτυο συλλογής πληροφοριών.
Η βασική αποστολή της υπηρεσίας είναι η συλλογή, ανάλυση και διακόμιση ξένων πληροφοριών βοηθώντας τον Πρόεδρο και ανώτερα στελέχη της κυβέρνησης να λάβουν αποφάσεις για την εθνική ασφάλεια της χώρας και όχι μόνο. Η CIA δεν ασκεί πολιτική, είναι μια ανεξάρτητη υπηρεσία που ως δεξαμενή προηγουμένως πλήθους πληροφοριών καθίσταται στη συνέχεια πηγή αυτών δίνοντας την ορθότερη δυνατή κατεύθυνση σ' αυτούς που ασκούν εξωτερική πολιτική με το μέγιστο δυνατό όφελος. Επίσης, η CIA μπορεί να αναλάβει μυστικές συγκαλυμμένες αποστολές μόνο με την υπόδειξη του Προέδρου και σύμφωνα με αποφάσεις του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ στο οποίο και συμμετέχει ο εκάστοτε διευθυντής της CIA.
Η CIA έχει δικαιοδοσία μόνο εκτός των συνόρων των Η.Π.Α. και όχι εντός.
Η υπηρεσία δημιουργήθηκε το 1947 από τον πρόεδρο Χάρρυ Τρούμαν με την απόφαση Εθνικής Ασφάλειας του Κογκρέσου. Η CIA είναι μετεξέλιξη της υπηρεσίας OSS (Office of Strategic Services) που έδρασε κατά την περίοδο του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Πρώτος της διευθυντής ήταν ο Sidney Souers. Την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου ο ρόλος της ήταν η ανατροπή κομμουνιστικών (κυρίως) κυβερνήσεων και η κατασκοπεία σε βάρος της Ανατολικής Γερμανίας και της Ρωσίας. Eπίσης, έπαιξε ενεργό ρόλο στον πόλεμο της Κορέας (1950-1953) όπου έχασε κάποιους πράκτορές της. Μία από τις πρώτες μεγάλες επιτυχίες της CIA ήταν το πραξικόπημα στο Ιράν σε βάρος του Μοχάμεντ Μοσαντέκ στις 15 Αυγούστου του 1953. Η επιχείρηση είχε κωδικό όνομα "TP-Ajax" και πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με την Αγγλική ΜΙ6. Το 1954 ανέτρεψε την κυβέρνηση στη Γουατεμάλα.
Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Newsbomb.gr.
Διαβάστε επίσης:
Χαρδαλιάς: Ανοίγουν μουσεία, θέατρα, σινεμά - Ξεκινούν και οι συναυλίες - Όλες οι ημερομηνίες