Βαλερί Μπακό: H ζωή κόλαση με τον πατριό - σύζυγο σε 208 σελίδες και η δικαίωση 24 χρόνια μετά

«Όλοι ήξεραν. Όλοι αμφέβαλλαν. Πολλοί είχαν τη δική τους θεωρία για το τι θα μπορούσε να μου συνέβαινε πίσω από τους κλειστούς τείχους. Οι ξυλοδαρμοί, η βία που έγινε ρουτίνα, οι καθημερινές ταπεινώσεις ... Όλες οι σταθερές μίας ζωής που στην πραγματικότητα δεν ήταν μία. Μια μέρα, για να μην μας σκοτώσει, τον σκότωσα. Από εκείνη τη νύχτα, στις 13 Μαρτίου του 2016, δεν μπόρεσα να κοιμηθώ ποτέ ξανά. Σκέφτομαι τη δίκη μου (...) Μία ακόμη μάχη ανάμεσα σε εκείνον και σε μένα...». Το βιβλίο της Βαλερί Μπακό κυκλοφόρησε λίγες ημέρες πριν απο τη δίκη της και έγινε ήδη μπεστ-σέλερ. Τα αποσπάσματά απο τη ζωή της σοκάρουν.
12'

Στις 13 Μαρτίου του 2016 η 40χρονη σήμερα Βαλερί Μπακό σκότωσε με μια σφαίρα στο κεφάλι τον πρώην πατριό της και μετέπειτα σύζυγό της, Ντανιέλ Πολέτ. Από τα 12 της χρόνια τη βίαζε, την κακοποιούσε και την εξέδιδε σε οδηγούς φορτηγών.

Της απαγόρευε να εργάζεται, να βγαίνει μόνη της έξω, να μιλάει σε αγνώστους. Πήρε την απόφαση να τραβήξει την σκανδάλη όταν κατάλαβε ότι η κόρη της θα περνούσε τα ίδια.

Έθαψε το πτώμα του κακοποιητή της στο δάσος, με τη βοήθεια των δύο μεγαλύτερων αγοριών της, 16 και 17 χρόνων τότε. Η δίκη της που ολοκληρώθηκε την περασμένη εβδομάδα συγκλόνισε την Γαλλία.

Η Μπακό καταδικάστηκε σε «συμβολική» ποινή φυλάκισης τεσσάρων ετών, εκ των οποίων τα τρία με αναστολή. Έχοντας εκτίσει ήδη τον έναν χρόνο, φεύγει ελεύθερη από το δικαστήριο. Όταν άκουσε την ετυμηγορία, κατέρρευσε στο δικαστήριο.

«Όλος ο κόσμος γνώριζε»

Τον περασμένο μήνα, δημοσιεύτηκε το βιβλίο της Βαλερί Μπακό με τίτλο «Όλος ο κόσμος γνώριζε» (Tout le monde savait) απο τις εκδόσεις Fayard και έγινε αμέσως μπεστ σέλερ.

Σε αυτό εξιστορεί τη ζωή της με μια αλκοολική μητέρα που την πήγαινε στη φυλακή να επισκεφθεί τον βιαστή της. «Κανείς δεν το βρήκε περίεργο που ο Πολέτ επέστρεψε να ζήσει μαζί μας αφού αποφυλακίστηκε» γράφει. Πολλοί αναρωτιούνται γιατί δεν έφευγε απλώς από τον Πολέτ αντί να τον σκοτώσει. «Δεν καταλαβαίνουν τι σημαίνει να ζεις καθημερινά με τον φόβο» απαντάει.

Τολμηρό, ειλικρινές και τρομακτικό ταυτόχρονα, το βιβλίο της είναι η ιστορία μιας ζωής που έγινε κόλαση. Της ζωής της Βαλερί, μίας γυναίκας που «συνήθισε τη δυστυχία» όπως λέει χαρακτηριστικά.

«Τα καταφέρνω, δεν κλαίω πια. Δεν νιώθω πλέον κανένα συναίσθημα, σχεδόν τίποτα. Έχω συνηθίσει την δυστυχία μου» γράφει στις σελίδες του. Η Βαλερί Μπακό συνέγραψε το βιβλίο μαζί με την δημοσιογράφο Kλεμανς ντε Μπλαζί, με την οποία συνομίλησε για πολλές ώρες.

«Η μαμά χτυπούσε μόνο εμένα»

Το δεύτερο παιδί από τρία αδέλφια, η Βαλερί είναι η μοναχοκόρη του Ροζέρ Μπακό και της Ζοέλ Ομπάγκ. Γεννήθηκε στις 16 Νοεμβρίου του 1980, μεγάλωσε στο Κλαγιέτ, ένα χωριό 1.700 ανθρώπων που βρίσκεται στο Σαόν-ε-Λουάρ της κεντρικής Γαλλίας.

To βιβλίο-κατάθεση ψυχής της Βαλερί Μπακό

Η μητέρα της είχε κατάστημα με είδη ραπτικής και καπέλα και ο πατέρας της ήταν οδηγός φορτηγού. Μέ έναν πατέρα που απουσίαζε διαρκώς και μία επιθετική μητέρα, εθισμένη στο αλκοόλ και τα ναρκωτικά, η Βαλέρι βίωσε μια δυστυχισμένη παιδική ηλικία.

«Η μαμά δεν ήταν ποτέ τρυφερή. Χτυπούσε μόνο εμένα. Τα δύο αδέλφια μου, ο Κριστόφ και ο Ζερόμ πάντα τη γλίτωναν». Για τον πατέρα της Ροζέρ, η Βαλέρι λέει ότι τον θυμάται μόνο να κοιμάται. «Δεν νομίζω ότι τον ενδιαφέραμε ποτέ πραγματικά», σκέφτεται.

Οι γονείς της χώρισαν και ξαναπαντρεύτηκαν δύο φορές. Το 1992, μετά το δεύτερο διαζύγιο, ο πατέρας της μετακόμισε, με τον μεγαλύτερο γιο του, Κριστόφ.
Όταν χώρισε η μητέρα της, γνώρισε τον Ντανιέλ Πολέτ.

Ο άντρας μετακόμισε μαζί τους και ανέλαβε γρήγορα το ρόλο του επικεφαλής της οικογένειας. Αυταρχικός και απρόβλεπτος, αυτός ο νέος πατριός έκανε μερεμέτια, ασχολιόταν με το σπίτι και φρόντιζε για τα μαθήματα των παιδιών.

Τα παιδιά είχαν τότε την εντύπωση ότι απέκτησαν μια πραγματική οικογένεια όπως τα άλλα παιδιά «Είναι πιο μαλακός μαζί μου, πιο ήρεμος από ό, τι με τον Ζερόμ. Με αγκαλιάζει, με φιλάει, μου ζητά να καθίσω στην αγκαλιά του. Υπακούω, χωρίς να κάνω καμία ερώτηση. Αυτό κάνουν όλοι οι γονείς με τα παιδιά τους, σωστά; Είμαστε μια φυσιολογική οικογένεια, η μαμά, ο Ντάνιελ, ο Ζερόμ και εγώ », σκεφτόταν τότε το κοριτσάκι.

Ο πρώτος βιασμός στα 12 χρόνια

Η μητέρα τους επέστρεφε στο σπίτι αργά από τη δουλειά και τα παιδιά βρίσκονταν υπό την επίβλεψη του πατριού τους. Κάποια ημέρα ο Ντάνιελ απαίτησε από τη Βαλέρι να αφήσει την πόρτα του μπάνιου ανοιχτή, ενώ έκανε μπάνιο.

«Όταν τελείωσα, επέμεινε να μου βάλει κρέμα παντού. Ήθελε να με φροντίσει και επέμεινε ότι θα το κάνει καλύτερα από εμένα». Ένα τελετουργικό στο οποίο η Βαλερί υπάκουσε παρά τη θέλησή της.

Ένα Σάββατο πρωί, το 12χρονο κορίτσι αντιλήφθηκε το «σκοτεινό βλέμμα» του Ντάνιελ στον καθρέφτη. «Ήρθε προς το μέρος μου και έβγαλε την πετσέτα που τυλίχθηκε στους γοφούς μου.

«Στη συνέχεια, αναπνέοντας βαριά, έβαλε τα δάχτυλά του στο σώμα μου» Ένας πρώτος βιασμός που στη συνέχεια θα γινόταν σχεδόν καθημερινή σεξουαλική κακοποίηση. «Οι μήνες περνούσαν. Γινόταν σχεδόν κάθε βράδυ. Και κάθε φορά που επέστρεφα από το σχολείο…»

Τρία χρόνια φυλάκιση και μετά επιστροφή στο σπίτι

Στις 23 Ιανουαρίου του 1995, η μαθήτρια οδηγείται από τη μητέρα της στην αστυνομία για να καταθέσει. Όπως ανακαλύπτεται στο τέλος του βιβλίου, αυτή η ξαφνική κλήση γίνεται μετά απο καταγγελία από τις αδελφές του Ντάνιελ.

Ωστόσο, φοβούμενη την οργή της μητέρας της, η μαθήτρια προτιμά να πει οτι «όλα πάνε καλά» στο σπίτι. Στη συνέχεια, πήγε στον γυναικολόγο που έπρεπε να συντάξει έκθεση και η Βαλέρι άκουσε για πρώτη φορά λέξεις όπως «διείσδυση, βιασμός και βλάβες, σεξουαλική επαφή», τις οποίες είχε ακούσει στο σχολείο, στο μάθημα της βιολογίας.

Συνειδητοποίησε τότε τι έκανε ο πατριός της και οτι έπρεπε να τα πει όλα στην αστυνομία. Την επόμενη μέρα, ο Ντάνιελ Πολέτ συνελήφθη.

«Όλο το βράδυ, η μαμά που είχε λυγίσει επειδή ο Ντάνιελ έχει φύγει, κατανάλωσε ένα μπουκάλι κονιάκ. Είναι δικό μου λάθος που κλαίει. Θα ήταν καλύτερα αν δεν είχα μιλήσει. Για άλλη μια φορά, κατέστρεψα τα πάντα.»

Ο Πολέτ Ντάνιελ καταδικάστηκε σε 4 χρόνια φυλάκισης για βιασμό ανηλίκου κάτω των 15 ετών. Μετά από τρία χρόνια φυλάκισης, επέστρεψε. «Είμαι σχεδόν χαρούμενη που τον βλέπω. Όχι πραγματικά καθησυχασμένη, αλλά τουλάχιστον ανακουφισμένη: τώρα που είναι εδώ, η μητέρα μου θα ανακάμψει επιτέλους. Θα μας αφήσει στην ησυχία μας εμένα και τον Ζερόμ. Ίσως σταματήσει να πίνει», σκέφτεται με αφέλεια.

Η ζωή συνέχιζε την πορεία της. Οι κακοποιήσεις συνεχίζονταν επίσης, περιγράφει «'Εγινε ακόμη πιο βάναυσος, πιο βίαιος, πιο απειλητικός μετά την φυλακή» λέει. Μετά την καταδίκη του συντρόφου της, η Ζοέλ δεν προσπάθησε καν να προστατεύσει την κόρη της και δήλωνε: «Δεν δίνω δεκάρα, αρκεί να μην μείνει έγκυος».

Ο βιαστής πατριός γίνεται σύζυγος-τύραννος.

Στα 17 της η Βαλερί έμεινε έγκυος. Η μητέρα της, που φοβόταν μόνο τι θα πει ο κόσμος της ζήτησε να φύγει από το σπίτι. Στη συνέχεια, ο Ντανιέλ Πολέτ αποφασίζει ότι αυτός και η Βαλερί θα εγκατασταθούν σε ένα σπίτι 2 χλμ από την «οικογενειακή εστία».

Ο βιαστής-πατριός γίνεται ο σύζυγός της. Την ημέρα της μετακόμισης, η μητέρα της είναι ιδιαίτερα ευχάριστη, «χαλαρή και ανάλαφρη σαν να εξαφανίστηκαν ξαφνικά όλες οι ανησυχίες της». Ανήλικη και έγκυος, η Βαλερι καλείται στο δικαστήριο για αξιολόγηση της κατάστασής της.

Μπροστά στον δικαστή ανηλίκων, η μητέρα της αυτοσχεδιάζει και δηλώνει ότι η κόρη της την απείλησε με ένα μαχαίρι. Ένα ψέμα που κάνει την Βαλερί να χάσει την ψυχραιμία της. Συνήθιζε να είναι σιωπηλή, για πρώτη φορά όμως άρχισε να ουρλιάζει στο γραφείο του δικαστή. «Εκείνη την ημέρα, είδα την μητέρα μου για τελευταία φορά»λέει.

«Συνήθισα την δυστυχία μου»

Ο Ντίλαν γεννήθηκε το 1999. Μετά από αυτόν, ο Κέβιν γεννήθηκε το 2000, η Kαρλίν το 2001 και έπειτα ο Ερβάν, ο «βενιαμίν» το 2006. Ο Ντανιέλ δεν άντεχε το γεγονός οτι η προσοχή της Βαλερί ήταν στραμμένη στα παιδιά.

Ως αλκοολικός, γίνεται όλο και πιο ευερέθιστος και βίαιος. Τα χτυπήματα, οι κραυγές, οι προσβολές είναι η καθημερινότητα στη ζωή της νέας μητέρας, η οποία είναι εξαντλημένη για να ικανοποιήσει τις ιδιοτροπίες του τυράννου.

Της απαγόρευε να βγει μόνη της για ψώνια, να δουλέψει ή να μιλήσει με ξένους. Η νεαρή γυναίκα ζούσε απομονωμένη και φοβισμένη. «Τα καταφέρνω και δεν κλαίω. Δεν αισθάνομαι πια συναισθήματα, σχεδόν τίποτα. Έχω συνηθίσει την δυστυχία μου».

Γροθιές στο πρόσωπο, χτυπήματα με σφυρί στο κεφάλι, στραγγαλισμός, ένοπλες απειλές, η μητέρα φοβόταν για τη ζωή της και τη ζωή των παιδιών της. «Φοβάμαι για τη ζωή μας, την οποία κρατά στα χέρια του. Μερικές φορές μου λέει ότι λυπάται που δεν σκότωσε την πρώην σύζυγό του – αλλά ότι μαζί μας δεν θα διστάσει».

«Μπορεί να με κάνει ό, τι θέλει»

Πατέρας 4 παιδιών, με μία σύντροφο που δεν εργάζεται επειδή έτσι θέλει εκείνος, ο Ντανιέλ Πολέτ συσσωρεύει χρέη. Αλλά δεν θα αναγκάσει τη Βαλέρι να εκπορνευθεί για τα χρήματα «Χαίρεται να με εξευτελίζει όλο και περισσότερο» γράφει η Βαλερί. Σύμφωνα με τις εντολές του, η Βαλερί γίνεται η συνοδός «Αντελίν».

Ο Πολέτ οργανώνει τις συναντήσεις και μετατρέπει το οικογενειακό αυτοκίνητο σε «οίκο ανοχής». Εξοπλίζεται με ακουστικά και μικρόφωνα και ελέγχει κάθε χειρονομία της «γυναίκας» του. «Είμαι ένα ρομπότ, ένα πράγμα, δεν σκέφτομαι πια. Ο Ντάνιελ με κατέχει εντελώς, είμαι δικό του αντικείμενο, μπορεί να κάνει ό, τι θέλει μαζί μου».

«Κανείς δεν είναι έτοιμος να ακούσει».

Καθώς τα παιδιά μεγαλώνουν, η βίαιη συμπεριφορά του πατέρα τους άρχισε να στρέφεται εναντίον τους. «Ενθαρρύνει την Καρλίν να με προσβάλει, ρίχνει τα αγόρια βάναυσα στους τοίχους, τα τραβάει στην αυλή, σύροντάς τα από τα μαλλιά. Κάνω ότι καλύτερο μπορώ για να βρίσκομαι πάντα ανάμεσα σε αυτόν και σε εκείνα. Τα χτυπήματα, τις βρισιές πρέπει να τα δέχομαι εγώ».

Η Βαλερί κατάλαβε τότε ότι πρέπει να ζητήσει βοήθεια εάν θέλει η οικογένειά της να βγει από αυτήν την κόλαση ζωντανή. Φυλακισμένη στο ίδιο της το σπίτι, η Βαλερί Μπακό ζήτησε τότε από τα παιδιά της, που είχαν γίνει έφηβοι, να καταγγείλουν τον κακοποιητή πατέρα τους.

Δύο προσπάθειες απορρίφθηκαν καθώς οι αστυνομικοί θεωρούσαν ότι εναπόκειται στη μητέρα της οικογένειας να υποβάλει καταγγελία. «Αν μάθει ότι έχω υποβάλει καταγγελία εναντίον του, θα μας σκοτώσει» σκέφτόταν εκείνη.

Έτσι εγκατέλειψετη μάχη. «Σε κάθε περίπτωση, κανείς δεν είναι έτοιμος να ακούσει. Για εμάς δεν υπάρχει διέξοδος - τα πάντα είναι προδιαγεγραμμένα»

«Θα πουλάς τον κ…ο σου όλο το χρόνο»

Ο Ντάνιελ Πολέτ, τότε 61 ετών, ανακοινώνει μια μέρα ότι θέλει να σταματήσει να εργάζεται και ότι η Βαλέρι θα αναλάβει να ταΐζει την οικογένεια. «Η δραστηριότητά σου φέρνει όλο και περισσότερους πελάτες. Από τώρα και στο εξής, θα πουλάς τον κ....ο σου, σε πλήρη απασχόληση», φώναξε.

Η μητέρα είναι απελπισμένη και τρομοκρατημένη. Την ίδια ημέρα, η Καρλίν, η 14χρονη κόρη τους της λέει για την παράξενη ερώτηση που της απηύθυνε ο πατέρας της. «Με ρώτησε πώς είμαι σεξουαλικά».

Μια αποκάλυψη που επιβεβαίωσε αυτό που φοβόταν περισσότερο η Βαλέρι και η οποία θα γινόταν η αφορμή για τα όσα ακολούθησαν. Την επόμενη μέρα, ο Ντάνιελ της ειπε οτι ο Manu, ένας πελάτης-σαδιστής τον οποίο φοβόταν είχε κλείσει ραντεβού.

«Όταν έκλεινε ραντεβού, ο Ντάνιελ ήταν επιφυλακτικός: ανάμεσα στα καθίσματα του οχήματος, έκρυβε το πιστόλι του, ή ένα μεγάλο κομμάτι ηλεκτρικού καλωδίου που ανέκτησε από ένα εργοτάξιο, και το οποίο χρησιμοποιούσε ως μπαστούνι».

Η Βαλερί αναγκάστηκε για μία ακόμη φορά να υποστεί βία, απειλές και προσβολές ενώ ο Ντάνιελ τη διέταζε να μην αντιστέκεται.

«Το σώμα μου διαλύθηκε από τον πελάτη, η ψυχή μου τρομοκρατήθηκε απο τον Ντάνιελ. Τα λόγια που είπε στην Kαρλίν την προηγούμενη μέρα στριφογύριζαν στο κεφάλι μου - Μετά από εμένα, θα είναι αυτή; Τα πάντα αναμιγνύονται, ο εγκέφαλός μου δέχεται πίεση σαν χύτρα ταχύτητας έτοιμη να εκραγεί».

Καθισμένη πίσω του στο αμάξι, ενώ ο Ντανιέλ ετοιμαζόταν να ξεκινήσει, η Βαλερί πήρε το όπλο που έκρυβε ανάμεσα στα καθίσματα και τον πυροβόλησε στο πίσω μέρος του λαιμού.

«Θέλω να με αντιμετωπίσουν επιτέλους σαν άνθρωπο»

«Από εκείνη τη νύχτα της 13ης Μαρτίου του 2016, δεν μπόρεσα να ξανακοιμηθώ. Ένα χρόνο αργότερα, το πτώμα του Ντανιέλ ανακαλύφθηκε πίσω από το κάστρο της La Clayette, όπου η Βαλερί με τη βοήθεια των δύο γιών της και του φίλου της Καρλίν είχε θάψει το βασανιστή της.

Θύμα μία ολόκληρη ζωή, η Βαλέρι Μπάκοτ έγινε θύτης. Συνελήφθη τον Οκτώβριο του 2017.

«Δεν θα έπρεπε να συμβεί. Ήθελα απλώς να προστατευθώ. Και να προστατέψω τη ζωή τη δική μου και τη ζωή των παιδιών μου (...) Είναι πολύ φυσιολογικό που κρίνομαι για αυτό που έχω κάνει. Αναμένω τη δικαιοσύνη της χώρας μου. Κατά τη διάρκεια της δίκης μου, ελπίζω μόνο να γίνει κατανοητή. Να με αντιμετωπίσουν επιτέλους σαν άνθρωπο…»

Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Newsbomb.gr.