Άγρια ζωή: Tα ζώα που εξαφανίστηκαν στην φύση και «ξαναγεννήθηκαν» από τους επιστήμονες
Δεκάδες είδη ζώων απειλούνται με εξαφάνιση σε ολόκληρο τον κόσμο απο την Ευρώπη, μέχρι την Κίνα και την Αφρική. Πολλά απο αυτά ωστόσο επιστρέφουν τα τελευταία χρόνια στα «φυσικά τους σπίτια» χάρη σε μία σειρά απο φιλόδοξα προγράμματα επανεισαγωγής.
Τι κοινό έχουν οι κόκκινοι λύκοι της Βόρειας Καρολίνας, ο κάστορας της Ευρασίας και το άγριο άλογο της Μογγολίας;
Όλα τους ειναι ζώα που εξαφανίστηκαν στη φύση - και όλα επέστρεψαν ή επιστρέφουν στη φύση, χάρη στα φιλόδοξα προγράμματα επαναφοράς που έθεσαν σε ισχύ οι επιστήμονες ανά τον πλανήτη.
Οι επιστήμονες χρησιμοποιούν τη μετατόπιση και την αναπαραγωγή σε συνθήκες αιχμαλωσίας για να αποκαταστήσουν πληθυσμούς ζώων που έχουν αφανιστεί στη φύση -είτε εξ ολοκλήρου, είτε σε ορισμένες περιοχές.
Η επανεισαγωγή των εξαφανισμένων ζώων στα εδάφη τους είναι διπλή νίκη: βοηθάει στην αποκατάσταση υποβαθμισμένων οικοσυστημάτων, ενώ παράλληλα αυξάνει τον αριθμό του πληθυσμού των ζώων.
Η επιστροφή στην άγρια φύση βέβαια είναι μια διαδικασία λεπτή και παρακινδυνευμένη που απαιτεί λεπτές ισορροπίες.
Η διαδικασία διαρκεί χρόνια και περιλαμβάνει πολλαπλές φάσεις, λέει η Nατάσα Ρόμπινσον, οικολόγος στο Εθνικό Πανεπιστήμιο της Αυστραλίας που ειδικεύεται στην απειλούμενη άγρια ζωή.
Τα αρπακτικά τείνουν να επανέρχονται αργά και προσεκτικά. Παρόλο που μπορούν να είναι χρήσιμα για τη διαχείριση ορισμένων παρασίτων, οι ειδικοί πρέπει να διασφαλίσουν ότι δεν θα κυνηγήσουν και δε θα απειλήσουν άλλα ευάλωτα ζώα, λέει η Ρόμπινσον.
Μελέτη του 2020 έδειξε οτι επανεισαγωγή των ειδών είναι ένας από τους πιο αποτελεσματικούς τρόπους για τη διάσωση των απειλούμενων πληθυσμών. Χωρίς αυτά τα προγράμματα, είδη όπως το άλογο του Przewalski και το «πουλί του Κόκο» (Guam rail) θα είχαν σίγουρα εξαφανιστεί στην άγρια φύση.
Η έρευνα εκτιμά ότι η «δράση διατήρησης» από το 1993 έως το 2020 έσωσε περισσότερα από 48 είδη πτηνών και θηλαστικών από την εξαφάνιση και ότι ο ρυθμός εξαφάνισής τους θα ήταν τρεις έως τέσσερις φορές υψηλότερος, κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, χωρίς αυτές τις προσπάθειες.
Ας δούμε μερικές ιστορίες επιτυχίας:
Το Άλογο Πρεζβάλσκι (Przewalski) ή Άγριο άλογο της Μογγολίας είναι μία από τις μεγαλύτερες ιστορίες επιτυχίας τους προγράμματος επανεισαγωγής. Τα ελεύθερα άλογα των στεπών της Κεντρικής Ασίας εξαφανίστηκαν στην άγρια φύση στη δεκαετία του 1960, αλλά ένα πρόγραμμα αναπαραγωγής τους το 1985 πυροδότησε την ελπίδα ότι θα μπορούσαν να επανέλθουν.
Ένα πρόγραμμα επανεισαγωγής ξεκίνησε στη Μογγολία το 1992, και από το 2018, εκτιμάται ότι πάνω από 500 άλογα περιφέρονται ελεύθερα στη χώρα. Η Κίνα εγκαινίασε το δικό της πρόγραμμα το 2001, απελευθερώνοντας τα άλογα σε φυσικά καταφύγια για ένα διάστημα του έτους.
Το συγκεκριμένο είδος αλόγου επέστρεψε επίσης στα Ουράλια Όρη της Ρωσίας το 2016 και υπάρχουν σχέδια για μελλοντικές «εισαγωγές» του στο Καζακστάν.
Ο πληθυσμός τους στην άγρια φύση και σε συνθήκες αιχμαλωσίας είναι σήμερα περίπου 1.900. Θεωρείται πως τα άλογα Πρζεβάλσκι είναι απόγονοι των αλόγων που είχε ο πολιτισμός των Butai στην κεντρική Ασία.
Εξαφανισμένη στη βρετανική ύπαιθρο για 40 χρόνια, η μεγάλη μπλε πεταλούδα «επανέκαμψε» πέρυσι με επιτυχία. Οι επιστήμονες πέρασαν πέντε χρόνια προετοιμάζοντας την περιοχή στο Rodborough Common στο Gloucestershire, της νοτιοδυτικής Αγγλία, για την επιστροφή της πεταλούδας. Περίπου 750 από τα διακριτικά, γαλάζια έντομα εμφανίστηκαν το περασμένο καλοκαίρι.
Όταν το κυνήγι και η απώλεια του φυσικού του περιβάλλοντος οδηγησε τον «κόκκινο λύκο» στο χείλος της εξαφάνισης τη δεκαετία του 1970, οι επιστήμονες επικεντρώθηκαν στα ζώα που είχαν απομείνει και ανέπτυξαν ένα πρόγραμμα αναπαραγωγής στην αιχμαλωσία.
Μόλις 17 βρέθηκαν, και το 1980, το είδος κηρύχθηκε εξαφανισμένο στη φύση. Το πρόγραμμα αναπαραγωγής πέτυχε . Τέσσερα ζευγάρια απελευθερώθηκαν στη Βόρεια Καρολίνα το 1987 και ο πληθυσμός των λύκων έφτασε τους 130 λύκους το 2006.
Ωστόσο, η κακοδιαχείριση του προγράμματος σημαίνει ότι ο κόκκινος λύκος απειλείται με εξαφάνιση στη φύση για δεύτερη φορά στην ιστορία του : τον Φεβρουάριο του 2021, υπήρχαν μόλις 10 ελεύθερα ζώα.
Τακτικός «θαμώνας» της βρετανικής εξοχής κάποτε, το δενδροκούναβο, γνωστό και ως καθαροκούναβο, ένα είδος αρπακτικού που ανήκει στην οικογένεια Ικτίδες των σαρκοφάγων, άρχισε να εξαφανίζεται από τα βρετανικά δάση τον 20ο αιώνα – γεγονός που οδήγησε στην άνθιση του πληθυσμού των γκρίζων σκίουρων, το κύριο θήραμα του δεντροκούναβου.
Αυτά ήταν άσχημα νέα για τον εγγενή κόκκινο σκίουρο, ο οποίος στη συνέχεια έδινε τη δική του χαμένη μάχη για τον τόπο κατοικίας του και τα τρόφιμα. Από το 2015 έως το 2017, περισσότερα από 50 ζώα μεταφέρθηκαν με επιτυχία από το προπύργιο τους στη Σκωτία, στην Ουαλία. Το 2019, το σκηνικό επαναλήφθηκε στην Αγγλία με 18 κουνάβια να απελευθερώνονται στο δάσος του Gloucestershire.
Οι τάρανδοι ζούσαν στη Σκωτία πριν από χιλιάδες χρόνια, και πριν από την πρόσφατη «αναβίωσή» τους, πιστεύεται ότι είχαν εμφανιστεί για τελευταία φορά γύρω στο 1200.
Το 1952, ένας βοσκός ταράνδων o Mikel Utsi, έφερε ένα μικρό κοπάδι από τον παγωμένο βορά της Σουηδίας στο δροσερό κλίμα των βουνών της Σκωτίας σε μια ανεπίσημη επανεισαγωγή του είδους.
Το κοπάδι έχει αυξηθεί σε 150 είδη τα τελευταία χρόνια, αλλά οι ερευνητές εξακολουθούν να διερευνούν τις επιπτώσεις τους στο περιβάλλον.
Οι κάστορες -που κυνηγήθηκαν ιδιαίτερα για τη γούνα τους, η οποία χρησιμοποιήθηκε εκτενώς στην παραγωγή καπέλων- εξαφανίστηκαν από τα ποτάμια της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, είχαν να εμφανιστούν στην άγρια φύση εδώ και 400 χρόνια. Αλλά τα αμφίβια τρωκτικά παίζουν ζωτικό ρόλο στο οικοσύστημα, δημιουργώντας φράγματα που μειώνουν τις πλημμύρες και ρυθμίζουν τη ροή του νερού.
Οι αλλαγές στη στάθμη του νερού μπορούν επίσης να βοηθήσουν στην αύξηση των αποθεμάτων ψαριών. Στο Ντέβον, στα δυτικά της Αγγλίας, μια δοκιμή επανεισαγωγής κάστορα διάρκειας μιας δεκαετίας ολοκληρώθηκε πέρυσι. Δεκεπάντε οικογένειες προήλθαν από ένα ζευγάρι.
Τον 20ο αιώνα, οι αριθμοί των «τσίτα» (γατόπαρδοι) μειώθηκαν κατά 93% λόγω της απώλειας κυνηγιού και ενδιαιτημάτων. Τα μεγάλα αιλουροειδή εξαφανίστηκαν σε πολλές από τις ιστορικές περιοχές τους, ανάμεσά τους η Ινδία, και το 90% των πρώην «κατοικιών» τους στην Αφρική.
Ένα πρόγραμμα επανεισαγωγής τους στο Εθνικό Πάρκο Liwonde του Μαλάουι (2017) οδήγησε στην επανεμφάνιση του θηλαστικού για πρώτη φορά στη χώρα μετά απο 20 χρόνια. Ο αριθμός τους παραμένει χαμηλός ενώ τα ζώα αντιμετωπίζουν έλλειψη γενετικής ποικιλομορφίας που τα καθιστά ευάλωτα σε ασθένειες.
Το πτηνό Guam rail (ή πουλί του Κόκο) όπως υποδηλώνει το όνομά του, ζούσε στο Γκουάμ του Ειρηνικού Ωκεανού, το μεγαλύτερο και νοτιότερο από τις Μαριάνες Νήσους. Eυρέως διαδεδομένο σε όλα τα δάση του Γκουάμ, μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του 1970 εξαφανίστηκε σχεδόν από ένα είδος φιδιού.
Το 1981 οι επιστήμονες -μετά από ένα οκταετές πρόγραμμα αναπαραγωγής- αρχισαν να το απελευθερώνουν στο νησί Ρότα που ήταν ελεύθερο από ερπετά. Μέσα στα επόμενα χρόνια θα επιστρέψει και στο Γκουάμ.
Εξαφανισμένος σε όλη την Κεντρική Ευρώπη από το 1800, ο ευρασιατικός λύγκας επέστρεψε σε διάφορες χώρες, όπως η Ελβετία, η Γαλλία, η Ιταλία, η Αυστρία και η Γερμανία, χάρη σε μια σειρά προγραμμάτων επαναφοράς που ξεκίνησαν τη δεκαετία του 1970.
Ωστόσο, ο κατακερματισμός αυτών των πληθυσμών εξακολουθεί να αποτελεί εμπόδιο και οι ειδικοί αναζητούν τώρα τρόπους σύνδεσης των ζώων που είναι διασκορπισμένα σε απομονωμένες ομάδες σε ολόκληρη την ήπειρο.
Ο διάβολος (δαίμονας) της Τασμανίας δεν ζούσε πάντοτε αποκλειστικά στην Τασμανία. Πριν από περίπου 3.000 χρόνια, τα χαριτωμένα μαρσιποφόρα περιπλανιούνταν σε ολόκληρη την Αυστραλία, αλλά αναγκάστηκαν να φύγουν όταν έφτασαν οι αγέλες ντίνγκο που άρχισαν να τα εξολοθρεύουν.
Ο αριθμός τους αποδεκατίστηκε περαιτέρω από μια μεταδοτική μορφή καρκίνου που σκότωσε το 90% του υπόλοιπου πληθυσμού.
Το 2020, τα πλάσματα επανήλθαν «θριαμβευτικά» σε ένα καταφύγιο άγριας φύσης στη Νέα Νότια Ουαλία της Αυστραλίας, βοηθώντας να επεκταθεί ο πληθυσμός τους πέρα από το ομώνυμο νησί και να ελεγχθεί ο αριθμός των άγριων γατών και των αλεπούδων.
Οι κινεζικοί αλιγάτορες που ζούσαν κάποτε στη λεκάνη του ποταμού Yangtze, απειλήθηκαν με εξαφάνιση όταν μεγάλο μέρος του οικοτόπου τους μετατράπηκε σε ορυζώνες.
Το 1999, ερευνητές εντόπισαν περίπου 100 ζώα στην άγρια φύση σε μόλις 10 τοποθεσίες, αλλά το 2001, χάρη στα προγράμματα αναπαραγωγής, αιχμαλωσίας και επαναφοράς άρχισαν να επιστρέφουν σε μικρούς αριθμούς στις προστατευόμενες περιοχές. Το 2019 απελευθερώθηκαν και άλλοι 120 αλιγάτορες με αποτέλεσμα να διπλασιαστεί ο πληθυσμός τους.
Ο βίσωνας της στέπας αποτελούσε σημαντικό μέρος του οικοσυστήματος της Αγγλίας έως ότου τα γιγαντιαία θηλαστικά εξαφανίστηκαν περίπου 10.000 χρόνια πριν. Η οργάνωση Kent Wildlife Trust ηγείται σήμερα ενός έργου για την επιστροφή του στενού συγγενή του, του ευρωπαϊκού βίσωνα.
Το Ηνωμένο Βασίλειο είναι μια από τις πιο χώρες με τους πιο κατεστραμμένους βιοτόπους του κόσμου και οι ειδικοί ελπίζουν οτι ως "μηχανικοί του οικοσυστήματος" οι βίσωνες θα βοηθήσουν στην αναβίωση της αρχαίας δασικής έκτασης του Κεντ.
Η πρώτη αγέλη πρόκειται να απελευθερωθεί σε δάσος κοντά στο Καντέρμπερι το 2022.
Προσαρμοσμένος στη ζωή της ερήμου, ο αραβικός όρυξ (είδος αντιλόπης) μπορεί να περάσει μεγάλες περιόδους χωρίς νερό στον σκληρό, άνυδρο βιότοπό του. Όμως, έχοντας κυνηγηθεί για το κρέας και τα κέρατά του, το είδος εξαφανίστηκε από τη φύση στη δεκαετία του 1970.
Έκτοτε, έχει εισαχθεί ξανά στο Ισραήλ, το Ομάν, τη Σαουδική Αραβία, την Ιορδανία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.
Η Διεθνής Ένωση Προστασίας της Φύσης (IUCN) εκτιμά ότι περισσότερες από 1.200 αντιλόπες της συγκεκριμένης κατηγορίας ζουν πλέον στην άγρια φύση και πάνω από 6.000 σε αιχμαλωσία. Η κατάστασή τους άλλαξε από "απειλούμενη" σε "ευάλωτη" το 2011, αντικατοπτρίζοντας την επιτυχία των προγραμμάτων επαναφοράς.
Ο πληθυσμός του μαύρου ρινόκερου αποδεκατίστηκε τον 20ο αιώνα, με λιγότερους από 2.400 να έχουν απομείνει στη φύση μέχρι τη δεκαετία του 1990. Τα τελευταία χρόνια, οι προσπάθειες διατήρησης έχουν υπερδιπλασιάσει τον αριθμό τους και τα προγράμματα επαν-εισαγωγής «επιστρέφουν» τον ρινόκερο σε χώρες και κοινότητες από τις οποίες εξαφανίστηκε εντελώς.
Η μετακίνηση ζώων 1400 κιλών όπως ο ρινόκερος δεν είναι εύκολη υπόθεση: την τελευταία δεκαετία, οι επιστήμονες άρχισαν να μετακινούν ορισμένα ζώα από περιοχές που δεν είναι προσβάσιμες οδικώς, με ελικόπτερο - κρεμώντας τα ανάποδα στον αέρα.
Ο Robin Radcliffe, ερευνητής στο Πανεπιστήμιο του Κορνέλ, μελέτησε πώς το ανάποδο κρέμασμα επηρεάζει τους ρινόκερους και διαπίστωσε ότι είναι καλύτερο για την υγεία τους από το να μεταφέρονται ξαπλωμένοι.
Από το 1995 έως το 1997, 41 γκρίζοι λύκοι επανεισήχθησαν στο Εθνικό Πάρκο Yellowstone. Η 70χρονη απουσία τους είχε τεράστια επίδραση σε ολόκληρο το οικοσύστημα του πάρκου: ο πληθυσμός των αλκών επεκτάθηκε ανεξέλεγκτος, διαπιστώθηκε υπερβολική βόσκηση σε δέντρα, και με τη σειρά τους, οι κάστορες δεν είχαν τροφή ή καταφύγιο και σχεδόν εξαφανίστηκαν από το πάρκο.
Από τον Ιανουάριο του 2020, υπήρχαν τουλάχιστον 94 λύκοι στο πάρκο και περισσότεροι από 500 στην ευρύτερη περιοχή, αλλά το πρόγραμμα επιχείρησε να διαχειριστεί τον πληθυσμό πέρα από τα σύνορα του πάρκου.
Εξακολουθεί να συναντά αντίσταση από τους κτηνοτρόφους που ανησυχούν για τα ζώα τους, παρά το γεγονός ότι μόνο το 2% των θανάτων βοοειδών το 2015 προκλήθηκαν από αρπακτικά ζώα, και από αυτά μόνο το 4,9% αφορούσε λύκους - λιγότερο από το μισό αριθμό βοοειδών που σκοτώθηκαν από σκύλους.
Πηγή: CNN
Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Newsbomb.gr.