Ανεξιχνίαστες υποθέσεις: Ο μυστήριος θάνατος της Cindy James
Η σορός της 44χρονης Cindy James βρέθηκε στην αυλή ενός εγκαταλελειμμένου σπιτιού το 1989. Η υπόθεσή της δεν εξιχνιάστηκε ποτέ, ενώ αναφέρεται πως είναι μια από τις πιο ανατριχιαστικές υποθέσεις που συγκλόνισε το Βανκούβερ.
Στις 8 Ιουνίου του 1989 η ήσυχη πόλη του Ρίτσμοντ στο Βανκούβερ συγκλονίστηκε από την μυστήρια υπόθεση του θανάτου της 44χρονης Cindy James.
Η γυναίκα βρέθηκε νεκρή στην αυλή ενός εγκαταλελειμμένου σπιτιού. Ήταν χτυπημένη, με τα χέρια της δεμένα πίσω από την πλάτη ενώ γύρω από το λαιμό της ήταν τυλιγμένο ένα μαύρο καλσόν.
Ωστόσο, οι ιατροδικαστές δεν κατάφεραν ποτέ να καταλήξουν στο αν επρόκειτο για δολοφονία ή αυτοκτονία, ενώ όλα όσα είχε περάσει τα τελευταία επτά χρόνια της ζωής της μάλλον έκαναν την υπόθεση ακόμη πιο περίπλοκη.
Η ζωή της Cindy James
H James γεννήθηκε το 1944 στον Καναδά. Ήταν το δεύτερο από τα έξι παιδιά μιας οικογένειας. Με την οικογένειά της μετακόμιζαν συχνά καθώς ο πατέρας της ήταν στρατιωτικός. Ο πατέρας της ήταν πολύ αυστηρός και απόλυτος, ενώ όπως εκμυστηρεύτηκε αργότερα σε φίλους της ήταν και αλκοολικός και είχε βίαια ξεσπάσματα. Η ανασφάλεια που ένιωθε από μικρή είχε ως αποτέλεσμα να έχει άγχος και να παθαίνει κρίσεις πανικού.
Το 1962 που η Cindy τελείωνε το λύκειο, ο πατέρας της μετατέθηκε στη Γαλλία. Εκείνη έχοντας σχέση με ένα αγόρι αρνούταν κατηγορηματικά να πάει μαζί τους και καθώς είχε κλείσει τα 18 οι γονείς της δεν μπορούσαν να την αναγκάσουν να τους
ακολουθήσει. Έτσι η Cindy μετακόμισε στο Βανκούβερ και πήγε σε νοσηλευτική σχολή.
Όλα φαίνονταν να κυλάνε ομαλά στη ζωή έως το καλοκαίρι του 1965 που η Cindy έστειλε στους γονείς της ένα γράμμα 10 σελίδων στο οποίο τους έλεγε ότι βρίσκεται σε πολύ άσχημη ψυχολογική κατάσταση και ότι είχε αρραβωνιαστεί κρυφά με έναν άνδρα, ο οποίος αργότερα φέρεται να αυτοκτόνησε. Παρά το γεγονός ότι είχε πολύ καλή σχέση μαζί τους και την επισκέπτονταν συχνά κανείς δεν είχε αντιληφθεί τίποτα.
Το καλοκαίρι του 1965, στα 21 της, γνώρισε τον 39χρονο ψυχίατρο Roy Makepeace, με τον οποίο έκανε σχέση. Εκείνος ήταν παντρεμένος με παιδιά, ωστόσο λίγο αργότερα χώρισε και πήγαν να ζήσουν μαζί. Τον Δεκέμβριο του 1966 παντρεύτηκαν και η James το ανακοίνωσε στους γονείς της μέσω μιας επιστολής, κάτι που έκανε έξαλλο τον πατέρα της.
Όταν τα πρώτα σύννεφα ήρθαν στη σχέση του ζευγαριού, ξεκίνησε και η περίεργη συμπεριφορά της Cindy. Μια επιστολή που υποτίθεται ότι έλαβε από τη μητέρα της, στην οποία εξέφραζε την απογοήτευση της για το γάμο της κόρης της, παραδέχτηκε
αργότερα ότι την έγραψε η ίδια.
Όσο περνούσε ο καιρός τόσο κλεινόταν στον εαυτό της, παρουσίαζε συμπτώματα κατάθλιψης, είχε νεύρα και ξεσπάσματα, έβαζε τα κλάματα με το παραμικρό και γενικά έδινε την εντύπωση ότι δεν ήταν ευτυχισμένη. Επίσης, από κάποια στιγμή και έπειτα
απέκτησε μια ανεξήγητη φοβία στο νερό.
Ο άντρας της προσπαθούσε να τη βοηθήσει αλλά δεν τον άφηνε. Τον έδιωχνε κάθε φορά που αυτός προσπαθούσε να την πλησιάσει και έλεγε στους φίλους της ότι την κακοποιεί συστηματικά, κάτι που αυτός αρνούταν.
Το ζευγάρι πήγε τελικά διαζύγιο τον Οκτώβριο του 1982, μετά από 16 χρόνια γάμου. Η Cindy μετακόμισε σε ένα μικρότερο σπίτι κοντά στη δουλειά της, σε μια κλινική για παιδιά με ψυχολογικά προβλήματα.
Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή της που έμενε μόνη της και τότε άρχισαν όλα.
Τα μυστήρια τηλεφωνήματα
Στις 7 Οκτωβρίου 1982 αργά το βράδυ η Cindy δέχτηκε ένα τηλεφώνημα από έναν άντρα, ο οποίος γνώριζε το όνομά της και άρχισε να την απειλεί. Οι απειλές ήταν κυρίως σεξουαλικού χαρακτήρα και εκείνη φοβισμένη έκλεισε το τηλέφωνο. Λίγα λεπτά αργότερα το τηλέφωνο ξαναχτύπησε και αυτή τη φορά ακουγόταν κάποιος να βαριανασαίνει.
Τις επόμενες ημέρες τα τηλεφωνήματα συνεχίστηκαν πάντα από τον ίδιο άντρα. Κάποια
στιγμή μάλιστα ένιωσε ότι κάποιος την παρακολουθεί και έκλεισε τις κουρτίνες στο σπίτι και τότε δέχτηκε ξανά τηλεφώνημα, στο οποίο ο άγνωστος άντρας της είπε ότι με το να τραβάει τις κουρτίνες δεν θα τον κάνει να πιστέψει πως δεν βρίσκεται σπίτι.
Η Cindy φοβισμένη ειδοποίησε την αστυνομία, τους περιέγραψε τι συνέβαινε τις τελευταίες μέρες και ζήτησε τη βοήθεια των αστυνομικών, καθώς δεν ένιωθε ασφαλής. Οι αστυνομικοί ερεύνησαν την περιοχή χωρίς να βρουν κάτι ύποπτο και την συμβούλευσαν να αλλάξει αριθμό τηλεφώνου και να είναι απόρρητος.
Παρόλα αυτά όμως τα τηλεφωνήματα δεν σταμάτησαν. Ο άντρας ξανακάλεσε και της είπε ότι όσα μέτρα και να έπαιρνε θα ήταν μάταιο, καθώς αυτός θα την ξανάβρισκε. Η κατάσταση αυτή όχι μόνο συνεχίστηκε, αλλά επιδεινώθηκε. Ό,τι και να έκανε η Cindy,
όσες φορές κι αν άλλαξε αριθμό ή ακόμα και σπίτι, ο άντρας πάλι την έβρισκε.
Πολλές φορές γύριζε σπίτι της και έβρισκε σπασμένα τζάμια και κομμένα τα καλώδια του τηλεφώνου.
Μια μέρα με τη βοήθεια ενός γείτονα, ο οποίος μπήκε στο σπίτι και έψαξε τα δωμάτια, μπήκαν στην κρεβατοκάμαρα και έπεσαν πάνω σε ένα ανατριχιαστικό θέαμα. Το μαξιλάρι της ήταν σκισμένο, πιθανώς από κάποιο μαχαίρι από ότι είπαν και οι αστυνομικοί αργότερα.
Τα περιστατικά συνεχίστηκαν με την ίδια να βρίσκει νεκρές γάτες στην αυλή της και απειλητικά σημειώματα. Οι συνεχείς καταγγελίες της κοπέλας θορύβησαν την αστυνομία, που βρισκόταν πλέον καθημερινά στο σπίτι της. Ωστόσο, όσο βρίσκονταν εκεί αστυνομικοί και όσο παρακολουθούσαν το σπίτι τίποτα παράξενο ή ύποπτο δεν συνέβαινε. Μόλις σταματούσαν την παρακολούθηση τα τηλεφωνήματα ξανάρχιζαν.
Εκτός από τη Cindy ο μόνος που είδε κάτι ήταν ο γείτονας της, ο οποίος ανέφερε ότι είδε κάποιον να τριγυρνάει στην αυλή της και να κρυφοκοιτάζει από τα παράθυρα τουλάχιστον τρεις φορές.
Η ίδια ζήτησε από τον αστυνομικό που είχε αναλάβει την υπόθεσή της να μετακομίσει μαζί της για να νιώθει ασφαλής, ενώ στην πορεία σύναψαν και σχέση. Το διάστημα που έμειναν μαζί έβρισκαν συχνά τα καλώδια του τηλεφώνου κομμένα χωρίς να έχει μπει κάποιος στο σπίτι πέρα από τους δύο τους. Επίσης ένα βράδυ ο πρώην άντρας της βρέθηκε μέσα στο αυτοκίνητό του να παρακολουθεί το σπίτι. Ο ίδιος ισχυρίστηκε ότι ήθελε να πιάσει αυτόν που απειλούσε την πρώην γυναίκα του.
Η Cindy είχε εκμυστηρευτεί σε κάποιους φίλους της αλλά και σε αστυνομικούς ότι η συμπεριφορά του ήταν περίεργη κατά καιρούς και ότι ήταν πολύ πιθανό να κρυβόταν αυτός πίσω από όλα αυτά όμως ο ίδιος όταν κλήθηκε στην αστυνομία για κατάθεση το
αρνήθηκε κατηγορηματικά και καθώς δεν υπήρχαν ενοχοποιητικά στοιχεία αυτή η εκδοχή δεν ερευνήθηκε περαιτέρω.
Οι επιθέσεις
Μια μέρα η Cindy βρέθηκε πεσμένη στο έδαφος, χτυπημένη με μελανιές στο πρόσωπο και στο σώμα και είχε βαθιά τραύματα, τα οποία όπως είπε αργότερα ο ιατροδικαστής προκλήθηκαν από κάποιο ξυράφι ή νυστέρι, ενώ η ίδια ανέφερε ότι ένιωσε μια βελόνα στο μπράτσο της και μετά έχασε τις αισθήσεις της. Παρόλα αυτά στο αίμα της δεν εντοπίστηκαν άλλες ουσίες πέρα από τα φάρμακα που έπαιρνε για το άγχος.
Η υπόθεση άρχισε να προβληματίζει τους αστυνομικούς για το κατά πόσο ήταν αληθινή. Υπέβαλαν σε τεστ αλήθειας τη Cindy δύο φορές. Και τις δύο φορές βρέθηκε να λέει ψέματα. Οι αστυνομικοί είχαν την εντύπωση ότι κάτι τους έκρυβε.
Λίγο καιρό αργότερα η Cindy βρέθηκε πάλι χτυπημένη και αναίσθητη, με ένα μαχαίρι καρφωμένο στο χέρι της και ένα σημείωμα που έλεγε «τώρα πρέπει να πεθάνεις». Στον λαιμό της είχε τυλιγμένο ένα μαύρο καλσόν και ήταν σε άθλια κατάσταση.
Η κοπέλα οδηγήθηκε στο νοσοκομείο και όταν συνήλθε μετά από μέρες οι αστυνομικοί την υπέβαλαν ξανά σε τεστ αλήθειας ρωτώντας την αν όλο αυτό το είχε προκαλέσει η ίδια στον εαυτό της. Η απάντησή της ήταν «όχι» και αυτή τη φορά πέρασε το τεστ αλήθειας.
Στις 15 Δεκεμβρίου του 1985 βρέθηκε στην άκρη του δρόμου χτυπημένη και ζαλισμένη με ένα μαύρο καλσόν και πάλι τυλιγμένο γύρω από το λαιμό της. Στο πόδι της φορούσε μία ανδρική μπότα και στο ένα της χέρι ένα μαύρο ανδρικό γάντι, ενώ στο μπράτσο της είχε ένα σημάδι από τσίμπημα βελόνας.
Ωστόσο, στο αίμα της και πάλι βρέθηκαν μόνο ίχνη της φαρμακευτικής αγωγής που έπαιρνε. Κατά τη διάρκεια ύπνωσης φέρεται να αποκάλυψε ότι πίσω από όλες τις επιθέσεις βρισκόταν ο πρώην άντρας της. Μάλιστα, ανακάλεσε ένα περιστατικό το οποίο υποτίθεται ότι είχε συμβεί πριν χρόνια. Ισχυρίστηκε ότι είδε τον άντρα της να σκοτώνει ένα ζευγάρι σε μία καλύβα στο δάσος να τεμαχίζει τα πτώματα και να τα πετάει στο νερό. Έτσι εξήγησε και την περίεργη φοβία της για το νερό.
Στις 15 Απριλίου του 1985 ένα φιλικό ζευγάρι θα έμενε το βράδυ στο σπίτι μαζί της για να νιώθει πιο ασφαλής. Στο ισόγειο του σπιτιού ξέσπασε φωτιά χωρίς να υπάρχει προφανής αιτία και στην προσπάθεια να καλέσουν την Πυροσβεστική συνειδητοποίησαν ότι και πάλι τα καλώδια του τηλεφώνου είχαν κοπεί. Έσπευσαν σε
γειτονικό σπίτι και κάλεσαν την Πυροσβεστική, ενώ η αστυνομία κατηγόρησε την James ότι προκάλεσε η ίδια τη φωτιά.
Ο ψυχολόγος που την παρακολουθούσε αποφάνθηκε ότι η κοπέλα έπρεπε να νοσηλευθεί σε κλινική καθώς η όλη κατάσταση της είχε προκαλέσει σοβαρή κατάθλιψη και για πρώτη φορά εξέφρασε την επιθυμία να βάλει ένα τέλος στη ζωή της για να σταματήσει όπως έλεγε το μαρτύριο της. Στην ψυχιατρική κλινική που μεταφέρθηκε
οι γιατροί διαπίστωσαν ότι επρόκειτο για ένα άτομο που έπασχε από παράνοια, σχιζοφρένεια, ψυχοπάθεια και μανία, κάτι που φυσικά ενίσχυσε την υποψία των αστυνομικών ότι πίσω από όλες τις επιθέσεις ήταν η ίδια.
Από τη στιγμή που γύρισε σπίτι της τα τηλεφωνήματα και οι επιθέσεις συνεχίστηκαν. Όμως, η αστυνομία δεν την έπαιρνε πια στα σοβαρά και πολλές φορές ούτε καν έστελναν κάποιον να ερευνήσει τα περιστατικά.
Στις 11 Οκτωβρίου 88 αργά το βράδυ χτύπησε το τηλέφωνο του πρώην συζύγου της και όταν το σήκωσε άκουσε κάποιον να λέει τη φράση «Cindy dead meat». Στις 26 του ίδιου μήνα βρέθηκε και πάλι χτυπημένη και ζαλισμένη το αυτοκίνητο της με τα χέρια και τα πόδια της δεμένα πίσω από την πλάτη. Στο περιστατικό αυτό οι αστυνομικοί εκτίμησαν ότι δεν θα μπορούσε να έχει δεθεί μόνη της.
Στις 25 Μαΐου, ήταν και η μέρα που εξαφανίστηκε. Οι φίλοι της ειδοποίησαν την αστυνομία καθώς δε μπορούσαν να τη βρουν. Μετά από έρευνα το αυτοκίνητο της βρέθηκε σε κοντινή απόσταση από το σπίτι της στο parking ενός εμπορικού κέντρου. Στην πόρτα του οδηγού βρέθηκε αίμα, καθώς και η τσάντα της, ψώνια από το σούπερ μάρκετ και ένα δώρο που είχε αγοράσει για τον γιο μιας φίλης της.
Στις 9 Ιουνίου του 1989 βρέθηκε το πτώμα της. Ήταν σε κοντινή απόσταση από το εμπορικό κέντρο. Τα χέρια και τα πόδια της ήταν δεμένα πίσω από την πλάτη της με ένα μαύρο καλσόν, φορούσε το ένα της παπούτσι, ενώ ένα μαύρο καλσόν ήταν τυλιγμένο και γύρω από το λαιμό της. Οι ιατροδικαστές είπαν πως μάλλον αιτία του
θανάτου της δεν ήταν η ασφυξία αλλά η υπερβολική δόση ηρεμιστικών και μορφίνης και ότι θα μπορούσε να τα είχε κάνει όλα μόνη της.
Ένας άστεγος που βρισκόταν στην περιοχή είπε στην αστυνομία ότι τις προηγούμενες ημέρες το πτώμα της Cindy δεν ήταν εκεί. Η αστυνομία δεν κατέληξε πουθενά. Η υπόθεση της Cindy James παραμένει ανοιχτή ακόμα και σήμερα και οι δικοί της άνθρωποι επιμένουν ότι δολοφονήθηκε.
Τα σενάρια γύρω από τον θάνατό της
Η πιο διαδεδομένη θεωρία ακόμα και στους κύκλους της αστυνομίας είναι ότι η ίδια τα προκαλούσε όλα αυτά στον εαυτό της, είτε ηθελημένα, με πλήρη συνείδηση για να τραβήξει την προσοχή των γύρω της, είτε χωρίς να το συνειδητοποιεί καθώς έπασχε από σχιζοφρένεια και πολλοί είπαν ότι θα μπορούσε να πάσχει και από σύνδρομο πολλαπλών προσωπικοτήτων. Ωστόσο, κανείς δεν την θυμάται να συμπεριφέρεται περίεργα ή ύποπτα.
Μια άλλη θεωρία είναι ότι πίσω από τον θάνατό της κρύβεται ο πρώην άντρας της, ο οποίος είχε όντως κάνει τον φόνο που η ίδια αποκάλυψε στην ύπνωση.
To τρίτο σενάριο είναι ότι η Cindy δεχόταν πραγματικά απειλές από κάποιον ψυχοπαθή και είχε δίκιο εξαρχής.