Ανεξιχνίαστες υποθέσεις: Ο «αδύνατος» φόνος στο κλειδωμένο δωμάτιο
Η δολοφονία της Julia Wallace είναι ένα από τα πιο παλιά ανεξιχνίαστα εγκλήματα του Λίβερπουλ και εδώ και 91 χρόνια προβληματίζει τους ντετέκτιβ το τι πραγματικά συνέβη.
Η Julia βρέθηκε νεκρή μέσα σε μια λίμνη αίματος στο σπίτι της. Το παράξενο όμως ήταν ότι όλες οι πόρτες ήταν κλειδωμένες. Τι συνέβη λοιπόν τον Ιανουάριο του 1931;
Η Julia και ο William Wallace, παντρεμένοι για 16 χρόνια, μετακόμισαν στο Λίβερπουλ λίγους μήνες μετά το γάμος τους, το 1914. Ήταν γενικά κλειστοί άνθρωποι και μεταξύ τους δεν ήταν ιδιαίτερα αγαπημένοι, ωστόσο στον έξω κόσμο φαίνονταν ότι είναι καλά μαζί. Η Julia, ειδικά, δεν ήταν πολύ κοινωνική, προτιμούσε να μένει στο σπίτι και ήταν ιδιαίτερα καχύποπτη με τους ανθρώπους. Ο William από την άλλη είχε κοινωνική ζωή καθώς πήγαινε σε μια λέσχη σκακιστών.
Μέχρι τις αρχές του Ιανουαρίου του 1931 η ζωή τους κυλούσε κανονικά, όμως ξαφνικά άρχισαν να συμβαίνουν κάποια παράξενα πράγματα, με αποκορύφωμα τον μυστηριώδη θάνατο της Julia.
Πώς ξεκίνησαν όλα
Στις 19 Ιανουαρίου του 1931 υπάλληλος στη λέσχη σκακιστών που πήγαινε ο Wallace δέχτηκε ένα τηλεφώνημα στο οποίο ζητούσαν να μιλήσουν με τον William, ο οποίος αν και είχε δηλώσει ότι θα πάει τη συγκεκριμένη μέρα, δεν ήταν εκείνη την ώρα εκεί. Ο άνδρας στην άλλη γραμμή άφησε μήνυμα ότι θα περιμένει τον William την επόμενη μέρα στις 19:30 στο σπίτι του, δίνοντας μάλιστα και διεύθυνση.
Όταν ο William πήρε το μήνυμα απόρησε, καθώς αν κάποιος πελάτης τον έψαχνε για δουλειά θα έπρεπε να πάρει τηλέφωνο στην εταιρεία του. Επίσης, πώς ο άγνωστος άνδρας ήξερε ότι ο William θα πήγαινε στη λέσχη εκείνη τη μέρα; Είχε μήνες να εμφανιστεί στη λέσχη και αυτό προξένησε την περιέργειά του.
Όντως την επόμενη μέρα πήρε το τραμ και πήγε στην διεύθυνση που του είχαν δώσει. Το αξιοπερίεργο εδώ ήταν η συμπεριφορά του William. Σύμφωνα με μαρτυρίες, ήταν κάπως περίεργος και ενοχλητικός προς τους άλλους επιβάτες. Έλεγε συνέχεια ότι έχει ένα ραντεβού στις 19:30 αλλά δεν έχει ξαναπάει στην περιοχή. Ρωτούσε συνεχώς σε ποια στάση να κατέβει και όταν πια κατέβηκε τόνισε ξανά ότι πρώτη φορά βρισκόταν στην περιοχή.
Φτάνοντας στη διεύθυνση συνειδητοποίησε πως η οδός που του είχαν δώσει δεν υπήρχε. Έτσι αποφάσισε να επιστρέψει σπίτι του.
Όταν έφτασε στο σπίτι, γύρω στις 9 το βράδυ, διαπίστωσε ότι δεν μπορούσε να ξεκλειδώσει για να μπει. Η πόρτα ήταν κλειδωμένη από μέσα και σύμφωνα με τα λεγόμενά του δεν μπορούσε να ανοίξει με το κλειδί του απ' έξω. Τότε προσπάθησε να μπει από την πίσω πόρτα, η οποία επίσης δεν άνοιγε. Το ακόμα πιο περίεργο ήταν ότι όλα τα φώτα ήταν σβησμένα, ενώ η Julia βρισκόταν σίγουρα στο σπίτι γιατί ήταν άρρωστη.
Μετά από αρκετές προσπάθειες να μπει στο σπίτι ο William είδε κάποιους γείτονες και ζήτησε τη βοήθειά τους. Τους ρώτησε αν είδαν κάτι περίεργο και στη συνέχεια πήγαν όλοι μαζί να προσπαθήσουν να ξεκλειδώσουν. Ο William έβαλε το κλειδί στην πίσω πόρτα και ως δια μαγείας άνοιξε.
Η νεκρή Julia
Η Julia βρέθηκε νεκρή στο σαλόνι, πεσμένη μπρούμυτα μπροστά από το τζάκι, μέσα σε μια λίμνη αίματος. Έφερε πολύ βαριά τραύματα στο κεφάλι, ενώ υπήρχε αίμα ακόμα και στους τοίχους του δωματίου.
Ο William αντικρίζοντας το θέαμα έτρεξε έξω και φώναξε στους γείτονες «Ελάτε τώρα. Σκοτώθηκε».
Κάλεσαν αμέσως την αστυνομία, η οποία φτάνοντας στο σπίτι βρήκε αρκετά περίεργα στοιχεία. Συγκεκριμένα, από το σαλόνι έλειπαν δύο αντικείμενα, ένα εργαλείο για το τζάκι και μια σιδερένια μπάρα. Εικάζεται ότι ένα από τα δύο αντικείμενα ήταν και το όπλο του φόνου. Επίσης, έλειπαν χρήματα από ένα κουτάκι, στο οποίο ο William έβαζε τις εισπράξεις από τους πελάτες του. Σύμφωνα με τον ίδιο, από το κουτί έλειπαν 4 λίρες. Ωστόσο, από πουθενά αλλού δεν έλειπαν χρήματα, ούτε κοσμήματα.
Οι αρχές κατέληξαν στο ότι δεν πρόκειται για ληστεία.
Ένα ακόμα περίεργο στοιχείο ήταν πως ο δολοφόνος της Julia δεν είχε ανοίξει καμία βρύση. Η αστυνομία κατά την έρευνά της είχε ελέγξει ακόμα και τις αποχετεύσεις, διαπιστώνοντας ότι όποιος σκότωσε την γυναίκα δεν είχε προσπαθήσει να πλύνει το αίμα από πάνω του. Επομένως, όποιος το έκανε θα έπρεπε να είχε φύγει από το σπίτι με ματωμένα ρούχα, κάτι που δεν θα περνούσε απαρατήρητο από γείτονες και περαστικούς στο δρόμο. Επίσης, το σώμα της Julia βρέθηκε ξαπλωμένο πάνω σε ένα παλτό, κάτι που ήταν αρκετά περίεργο.
Καμία πόρτα ή παράθυρο δεν βρέθηκαν παραβιασμένα, ενώ το σπίτι ήταν κλειδωμένο, κάτι που δείχνει ότι ίσως ο δολοφόνος είχε κλειδί. Τα φώτα ήταν αναμμένα μόνο στο υπνοδωμάτιο και στο μπάνιο, όπου βρέθηκε μια κηλίδα αίματος.
Η νεκροψία της Julia έδειξε ότι έφερε 11 χτυπήματα στο κεφάλι από αιχμηρό αντικείμενο, ωστόσο δεν βρέθηκε ποτέ το αντικείμενο. Τότε οι έρευνες στράφηκαν στο σύζυγο.
Το άλλοθι του William Wallace
Οι υποψίες για το θάνατο της Julia στράφηκαν γρήγορα στο σύζυγό της, αλλά σύμφωνα με το άλλοθί του φαινόταν ότι βρισκόταν σε άλλο μέρος του Λίβερπουλ όταν έγινε η δολοφονία. Ο φόνος προσδιορίστηκε πως έγινε την ώρα που ο William είχε πάει στη διεύθυνση που του είχε πει ο άγνωστος άνδρας.
Ωστόσο, η συμπεριφορά του ήταν τόσο περίεργη που προκάλεσε περισσότερες υποψίες, καθώς έκανε σαν να ήθελε ο κόσμος να τον προσέξει όταν βρισκόταν στο τραμ και άρα μακριά από το σπίτι του τη δεδομένη χρονική στιγμή.
Ξεκίνησαν επίσης έρευνες για τον άνδρα που είχε τηλεφωνήσει, χωρίς όμως να βρεθεί κάτι. Το μόνο στοιχείο που είχαν ήταν ότι η κλήση έγινε από έναν τηλεφωνικό θάλαμο κοντά στο σπίτι των Wallace.
Όλα τα στοιχεία έδειχναν τον William ως βασικό ύποπτο και έτσι οι αρχές τον συνέλαβαν για το φόνο της Julia. Αυτό που δεν «κολλούσε» όμως ήταν οι καταθέσεις των μαρτύρων. Ένας 13χρονος είχε δει τη Julia ζωντανή στις 7 παρά τέταρτο το απόγευμα εκείνης της μέρας, ενώ ο William επιβιβάστηκε στο τραμ στις 19:06, που σημαίνει ότι χρονικά είναι πολύ λίγος χρόνος για να την έχει σκοτώσει να στήσει τη σκηνή του εγκλήματος και να φύγει για το ραντεβού του. Επίσης, η στάση του τραμ ήταν τουλάχιστον 15 λεπτά μακριά από το σπίτι των Wallace.
Η δίκη για το φόνο
Ο συγγραφέας Έντουαρντ Λάστγκαρτεν περιέγραψε τον William ως «ήρεμο, με καλή διάθεση, ευγενικό άτομο... Η ακεραιότητα και η σταθερότητα ήταν τα διακριτικά σημεία της σεμνής και αξιοσέβαστης καριέρας του».
Η αστυνομία, παρά τα στοιχεία που αθώωναν τον William, αποφάσισε ότι είχε αρκετό χρόνο, αν κινούταν βιαστικά, να διαπράξει τη δολοφονία και να εμφανιστεί σε διαφορετικό σημείο της πόλης λίγο αργότερα.
Στη δίκη, οι ένορκοι συμφώνησαν με την εκδοχή της αστυνομίας, παρόλο που δεν υπήρχαν ιατροδικαστικά στοιχεία που να συνδέουν τον Wallace με το θάνατο της συζύγου του. Καταδικάστηκε εξ ολοκλήρου με έμμεσες αποδείξεις και η ποινή του ήταν απαγχονισμός.
Η ετυμηγορία ανατράπηκε σε έφεση
Ο William δήλωνε την αθωότητά του καθ' όλη τη διάρκεια της διαδικασίας και σε έφεση που κατατέθηκε το Εφετείο συμφώνησε μαζί του. Το Εφετείο ανέτρεψε την ετυμηγορία των ενόρκων λέγοντας ότι «δεν υποστηρίζεται από το βάρος των αποδεικτικών στοιχείων» και έτσι ο William αφέθηκε ελεύθερος.
Ο William μετακόμισε σε άλλη περιοχή του Λίβερπουλ, αλλά η υγεία του ήταν ήδη επιβαρυμένη και τελικά πέθανε το 1933. Κανείς άλλος δεν έχει κατηγορηθεί επίσημα από τότε για τη δολοφονία της Julia.
Αργότερα, ειπώθηκε ότι ίσως εμπλεκόταν ένας συνάδελφος του William, τον οποίο φαίνεται να είχε καταδείξει και ο ίδιος ο Wallace. Ο Richard Gordon Parry πολλές φορές «μαγείρευε» τα λογιστικά της εταιρείας και γνώριζε που φυλάει τα χρήματα ο William, καθώς έκαναν παρέα. Ο Parry όμως είχε ισχυρό άλλοθι για τη μέρα και την ώρα του φόνου.
Ήταν ο τέλειος φόνος;
Ο Βρετανός συγγραφέας James Agate έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την υπόθεση και έγραψε: «Σχεδιάστηκε με εξαιρετική προσοχή και εξαιρετική φαντασία. Ή ο δολοφόνος ήταν ο Wallace ή δεν ήταν. Αν δεν ήταν, τότε επιτέλους εδώ είναι ο τέλειος φόνος».
Επίσης, ο συγγραφέας του εγκλήματος Raymond Chandler κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα. Ανέφερε στο βιβλίο του το 1997: «Την αποκαλώ την αδύνατη δολοφονία γιατί ο Wallace δεν θα μπορούσε να το κάνει, ούτε και κανένας άλλος».
Η Dorothy L. Sayers εξέφρασε τη γνώμη της ότι η δολοφονία «παρέχει στον συγγραφέα αστυνομικών ένα ασυναγώνιστο πεδίο για εικασίες».
Ωστόσο, ο συγγραφέας John Gannon ισχυρίζεται ότι έχει αποκαλύψει το μυστήριο. Στο βιβλίο του το 2012, The Killing of Julia Wallace, ο Gannon γράφει ότι ο Richard Parry ήταν ο ένοχος.
Ο Gannon υποστηρίζει ότι ο Parry και ένας συνεργός του έκαναν το τηλεφώνημα στη λέσχη σκακιστών για να απομακρύνει τον Wallace από το σπίτι και στη συνέχεια σκότωσε τη Julia για να κλέψει το μικρό ποσό των ασφαλίστρων που είχε συγκεντρώσει ο William εκείνη την ημέρα.
Plot twist
Μια θεωρία υποστηρίζει ότι δολοφόνοι της Julia ήταν οι γείτονες του ζευγαριού. Εκείνοι που ο William φώναξε για βοήθεια τη μέρα του φόνου, όταν δεν μπορούσε να ξεκλειδώσει την πόρτα.
Οι John και Florence Johnston, σύμφωνα με φήμες που δεν επιβεβαιώθηκαν ποτέ, ήθελαν να ληστέψουν τους Wallace. Λέγεται μάλιστα ότι ο ίδιος ο John ομολόγησε το έγκλημα λίγο πριν πεθάνει. Σύμφωνα με τα όσα ακούγονταν, το ζευγάρι είχε κλειδί για το σπίτι των Wallace, ωστόσο το σχέδιό τους στράβωσε όταν βρήκαν τη Julia μέσα στο σπίτι.
Την επόμενη μέρα του φόνου οι Johnston μετακόμισαν, κάτι που σύμφωνα με τους ίδιους ήταν προγραμματισμένο πολύ καιρό πριν το περιστατικό.
Ακολουθήστε το Newsbomb και στο κανάλι μας στο YouTube.
Διαβάστε ακόμα:
Ανεξιχνίαστες υποθέσεις: Το σπίτι με τους τοίχους που έσταζαν αίμα
Ανεξιχνίαστες υποθέσεις: Η γυναίκα του Όσλο
Ανεξιχνίαστες υποθέσεις: Μυστήριο στο δωμάτιο 1046