Γιατί το να είσαι αναποφάσιστος σε κάνει πιο έξυπνο
Η αναποφασιστικότητα μπορεί να φαίνεται σαν ένα εντελώς ανεπιθύμητο χαρακτηριστικό. Αλλά μια έρευνα δείχνει ότι μπορεί πραγματικά να οδηγήσει στη λήψη πιο έξυπνων αποφάσεων.
Στην τηλεοπτική σειρά The Good Place, ο χαρακτήρας Chidi Anagonye ορίζεται από την αδυναμία του να πάρει ακόμη και τις πιο απλές αποφάσεις – από την επιλογή του τι θα φάει, μέχρι να εκφράσει την αγάπη του στην αδελφή ψυχή του. Η ίδια η ιδέα του να πάρει μια απόφαση του προκαλεί συχνά σοβαρό στομαχόπονο. Ο ήρωας της σειράς είναι κολλημένος σε μια συνεχιζόμενη «παράλυση λόγω ανάλυσης».
Στη σειρά, συναντούμε τον Chidi στη μετά θάνατον ζωή και μαθαίνουμε πως αιτία του θανάτου του ήταν η ίδια η αναποφασιστικότητά του. Εκεί που στεκόταν στο πεζοδρόμιο, χωρίς να μπορεί να αποφασίσει σε ποιο μπαρ θα πήγαινε με τον καλύτερό του φίλο, ένα κλιματιστικό έπεσε στο κεφάλι του και σκοτώθηκε ακαριαία.
«Ξέρεις τον ήχο που κάνει ένα πιρούνι στον σκουπιδοφάγο; Αυτόν τον ήχο κάνει συνέχεια ο εγκέφαλός μου», λέει ο Chidi σε ένα επεισόδιο της σειράς. Η έλλειψη εμπιστοσύνης στην ίδια του την κρίση, εκτός του ότι κάνει τον ίδιο δυστυχισμένο, τρελαίνει και τους γύρω του.
Εάν αυτό κάτι σας θυμίζει, δεν είστε μόνοι. Η αναποφασιστικότητα αποτελεί συχνό χαρακτηριστικό προσωπικότητας. Ενώ κάποιοι άνθρωποι βγάζουν γρήγορα συμπεράσματα, άλλοι παλεύουν ζυγίζοντας τις επιλογές τους ή προσπαθούν να μην επιλέξουν καν.
Οι ψυχολόγοι μετρούν την αναποφασιστικότητα με διάφορα εργαλεία. Ένα από τα πιο κοινά ερωτηματολόγια -η κλίμακα αναποφασιστικότητας του Φροστ (Frost Indecisiveness Scale)– ζητάει από τους συμμετέχοντες να βαθμολογήσουν μια σειρά από δηλώσεις, βάσει μιας κλίμακας από το 1 («διαφωνώ πολύ») έως το 5 («συμφωνώ πολύ»).
Κάποιες από τις δηλώσεις είναι οι εξής:
• Προσπαθώ να αναβάλλω τη λήψη αποφάσεων
• Δυσκολεύομαι να οργανώσω τον ελεύθερο χρόνο μου
• Συχνά ανησυχώ μήπως κάνω λάθος επιλογή
• Νιώθω ότι χρειάζομαι πολύ χρόνο για να αποφασίσω για τα πιο απλά πράγματα
Χρησιμοποιώντας αυτή την κλίμακα, οι ψυχολόγοι έχουν καταδείξει πως η αναποφασιστικότητα αποτελεί συχνά προϊόν της τελειομανίας. Οι τελειομανείς αναβάλλουν τη λήψη αποφάσεων μέχρι να νιώσουν σίγουροι πως κάνουν το σωστό – και, σε κάποιες περιπτώσεις, δεν φτάνουν ποτέ σε αυτό το σημείο.
Γενικά, όσο υψηλότερη βαθμολογία πιάνει κάποιος στην κλίμακα αναποφασιστικότητας, τόσο χαμηλότερη θα πιάνει σε μετρήσεις σχετικά με το πόσο ικανοποιημένος είναι από τη ζωή σύμφωνα με μελέτη του Έρικ Ρασίν, καθηγητή Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Erasmus στην Ολλανδία.
Τι δείχνει πρόσφατη έρευνα
Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα, η δυσκολία να καταλήξουμε εύκολα σε συμπεράσματα, όση δυσφορία κι αν προκαλεί, ίσως έχει και πλεονεκτήματα, καθώς μας προστατεύει από κάποιες σημαντικές γνωσιακές προκαταλήψεις.
Αυτό δείχνει πρόσφατη μελέτη στην οποία οι ερευνήτριες Χόνσμπεν και Σνάιντερ
αντί να χρησιμοποιήσουν την κλίμακα αναποφασιστικότητας του Φροστ, επικεντρώθηκαν στη μέτρηση του χαρακτηριστικού της αμφιθυμίας, εξετάζοντας τις σκέψεις και τα συναισθήματα που ορίζουν την κρίση μας και το πώς λαμβάνουμε αποφάσεις (ή δεν τις λαμβάνουμε).
Για παράδειγμα, από τους συμμετέχοντες ζητείται να βαθμολογήσουν δηλώσεις όπως:
• Οι σκέψεις μου είναι συχνά αντιφατικές.
• Συχνά νιώθω διχασμένος για ένα θέμα.
• Κάποιες φορές, όταν σκέφτομαι ένα ζήτημα, νιώθω σαν να μετακινούμαι από τη μια πλευρά στην άλλη.
«Εάν αυτές οι δηλώσεις μάς εκφράζουν, τότε μας χαρακτηρίζει σε μεγάλο βαθμό η αμφιθυμία», λέει η Χόνσμπεν.
Δράση αντί για αδράνεια
Εάν ποτέ νιώσατε ανυπομονησία με την ανικανότητά σας να λάβετε γρήγορα απόφαση, τα νέα από την έρευνα της Χόνσμπεν είναι καλά. «Η εμπειρία του να είναι κάποιος αμφίθυμος μπορεί να μας προσφέρει μια απαραίτητη παύση, να μας δώσει μια ένδειξη πως τα πράγματα είναι σύνθετα και πως χρειαζόμαστε περισσότερο χρόνο για να λάβουμε την απόφασή μας». Μόνο όταν ξεπερνιούνται τα όρια αντιμετωπίζουμε προβλήματα.
Ένα απλό βήμα για να σταματήσουμε να «βασανιζόμαστε» να θέσουμε χρονικά όρια για την τελική μας απόφαση, έτσι ώστε να μην αφιερώνουμε υπερβολικό χρόνο στο να σκεφτόμαστε διαφορετικές επιλογές, χωρίς στην ουσία να αποκτούμε επιπλέον γνώση επί του θέματος.
Εάν εξακολουθείτε να νιώθετε «παράλυση», ίσως σας εμπνεύσει μια μελέτη του Στίβεν Λέβιτ, οικονομολόγου στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου, ο οποίος εξέτασε τη γενική ευτυχία των ατόμων, αφότου προχώρησαν σε σημαντικές αλλαγές στη ζωή τους.
Ο Λέβιτ, συν-συγγραφέας του βιβλίου Freakonomics, δημιούργησε μια ιστοσελίδα όπου οι άνθρωποι περιέγραφαν διάφορα διλήμματα που αντιμετώπιζαν στη ζωή τους, από το να κάνουν τατουάζ έως το να μετακομίσουν, να επιστρέψουν στα θρανία ή να παραιτηθούν από τη δουλειά τους. Στη συνέχεια, οι συμμετέχοντες έπρεπε να στρίψουν ένα κέρμα για το εάν θα έπρεπε να κάνουν αυτή την αλλαγή.
Επικοινωνώντας με τους συμμετέχοντες τους μήνες που ακολούθησαν, ο Λέβιτ βρήκε πως πολλοί είχαν κάνει το βήμα. Εάν το κέρμα τους είχε «πει» να δράσουν, ήταν πιο πιθανόν να προχωρήσουν σε αυτή την αλλαγή στη ζωή τους. Οι ίδιοι ανέφεραν πως ήταν σημαντικά πιο ευτυχισμένοι από εκείνους που είχαν συνεχίσει όπως πριν (ανεξάρτητα από το τι είχε «πει» το κέρμα), χωρίς να παραιτηθούν, να μετακομίσουν ή να κάνουν τατουάζ.
Μπορούμε να υποθέσουμε πως, πριν από την έρευνα, οι περισσότεροι από τους συμμετέχοντες ήδη σκέφτονταν το συγκεκριμένο ζήτημα, όμως η ανησυχία τους για το αν θα έκαναν λάθος επιλογή, τους απέτρεπε από το να προχωρήσουν. Το κέρμα απλώς λειτούργησε ως μια μικρή παρακίνηση για να ξεπεράσουν την αμφιθυμία τους.
«Ένας καλός γενικός κανόνας, όταν δεν μπορούμε να πάρουμε μια απόφαση, είναι να επιλέγουμε τη δράση που οδηγεί στην αλλαγή, αντί να συνεχίζουμε όπως πριν», συμπέρανε ο Λέβιτ.
Πηγή: BBC