Καναδάς: Έξι νεκροί σε περιστατικό με πυροβολισμούς στο Τορόντο
Πέντε άνθρωποι σκοτώθηκαν και ακόμη ένας τραυματίστηκε χθες, Κυριακή, σε περιστατικό με πυροβολισμούς στο Τορόντο, στον ανατολικό Καναδά, ανακοίνωσε η αστυνομία. Ο δράστης έχει επίσης πέσει νεκρος έπειτα από ανταλλαγή πυρών με τις δυνάμεις της τάξης, δήλωσε στους δημοσιογράφους ο Τζιμ Μακσουίν, επικεφαλής της τοπικής αστυνομίας, ο οποίος διευκρίνισε ότι το περιστατικό σημειώθηκε σε κτήριο κατοικιών.
Η αστυνομία του Γιορκ ανακοίνωσε ότι το περιστατικό σημειώθηκε σε έναν πύργο διαμερισμάτων στο Βον το βράδυ της Κυριακής. Δεν είναι σαφές τι οδήγησε τη βία, αλλά ο Διευθυντής της Περιφερειακής Αστυνομίας του Γιορκ Τζιμ ΜακΣουίν είπε ότι πέντε άνθρωποι σκοτώθηκαν στο σημείο. Είπε ότι ένας έκτος άνθρωπος μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο, αλλά αναμένεται να επιβιώσει.
Ο ΜακΣουίν είπε ότι δεν υπάρχει άλλη απειλή για την κοινότητα αυτή τη στιγμή, καθώς εξέφρασε τα συλλυπητήριά του στις οικογένειες των θυμάτων. «Είμαστε στη διαδικασία αυτή τη στιγμή να κάνουμε ειδοποιήσεις σε αυτές τις οικογένειες, οπότε σε αυτό το σημείο δεν μπορώ να μοιραστώ πληροφορίες για τα θύματα ή το θέμα», είπε.
Το όνομα του υπόπτου σύμφωνα με πληροφορίες είναι Φραντσέσκο Βίλι και ανεπιβεβαίωτες πηγές αναφέρουν οτι δημοσίευε πολλά βίντεο καθημερινά στη σελίδα του στο Facebook για αδικίες.
Η πόλη Βόγκαν βρίσκεται στον περιφερειακό δήμο του Γιορκ, ακριβώς βόρεια του Τορόντο. Το περιστατικό έγινε σε ένα συγκρότημα διαμερισμάτων κοντά σε ένα από τα πιο γνωστά αξιοθέατα της περιοχής, τη «Χώρα των Θαυμάτων» του Καναδά.
Ενώ βιώνει πολύ λιγότερους μαζικούς πυροβολισμούς από τις ΗΠΑ , ο Καναδάς καταγράφει έξαρση της ένοπλης βίας, γεγονός που τον ώθησε να νομοθετήσει πρόσφατα για την απαγόρευση των όπλων. Τον Απρίλιο του 2020, ένας ένοπλος μεταμφιεσμένος σε αστυνομικό σκότωσε 22 ανθρώπους στην ανατολική επαρχία της Νέας Σκωτίας, τη χειρότερη μαζική επίθεση στον Καναδά.
Τον Σεπτέμβριο, ένας άνδρας σκότωσε 11 ανθρώπους και μαχαίρωσε άλλους 18, κυρίως σε μια απομονωμένη κοινότητα ιθαγενών στην επαρχία Σασκάτσουαν.