Guardian για Γλυπτά του Παρθενώνα: Οι 3 λόγοι που αλλάζουν τη συζήτηση
Η Ελλάδα και το Ηνωμένο Βασίλειο έχουν ξεκινήσει συνομιλίες για το μέλλον των γλυπτών του Παρθενώνα. Τι θα συμβεί στη συνέχεια, αναρωτιέται με τη σειρά του και ο Guardian, συνοψίζοντας όλες τις τελευταίες εξελίξεις για το θέμα που φαίνεται να λαμβάνει πλέον νέες διαστάσεις. Η εφημερίδα φιλοξενεί δηλώσεις της υπεύθυνης του πολιτιστικού ρεπορτάζ, η οποία μιλά για την πιθανότητα επιστροφής των Γλυπτών στην Αθήνα
«Οι ισχυρισμοί του λόρδου Έλγιν ότι τα γλυπτά αποκτήθηκαν νόμιμα παραμένουν έντονα αμφισβητούμενοι πολύ μετά τον θάνατό του και, ακόμη και το 1816, αντιμετωπίστηκε τόσο με υποστήριξη όσο και με κριτική. Αργότερα πούλησε τα γλυπτά στο Βρετανικό μουσείο, όπου παραμένουν και σήμερα παρά την αυξανόμενη διαφωνία, μεταξύ άλλων και από την Ελλάδα.
Η πράξη του Έλγιν είπε ο Στίβεν Φράι αυτή την εβδομάδα είναι παρόμοια με την «αφαίρεση του Πύργου του Άιφελ από το Παρίσι ή του Στόουνχεντζ από το Σάλσμπερι». Ο Φράι, ο οποίος υποστήριξε την επιστροφή των γλυπτών, έκανε τα σχόλια καθώς αυτή η επίμαχη συζήτηση διάρκειας δύο αιώνων φάνηκε να παίρνει άλλη τροπή, μετά την είδηση ότι φέρεται να διεξάγονται συνομιλίες τον περασμένο χρόνο μεταξύ Βρετανίας και Ελλάδας για την τύχη τους» αναφέρει το εν λόγω άρθρο που φέρει την υπογραφή της δημοσιογράφου Νάιμο Όμερ.
Καθώς έχουν προκύψει ευρύτερες συζητήσεις σχετικά με την κληρονομιά της βρετανικής αυτοκρατορίας σε όλο τον κόσμο, το ζήτημα της αποκατάστασης σε όλα τα πλαίσιά του φαίνεται πιο οδυνηρό από ποτέ, αναφέρει η υπογράφουσα που μίλησε με την υπεύθυνη για το πολιτιστικό ρεπορτάζ της βρετανικής εφημερίδας, Σαρλότ Χίγκινς για τις παραμέτρους που αλλάζουν τη συζήτηση, αλλά και το τι μπορεί να συμβεί στη συνέχεια.
Αν και τα μάρμαρα του Παρθενώνα δεν είναι όπως τα χάλκινα του Μπενίν - τεχνουργήματα που λεηλατήθηκαν αναμφισβήτητα σε μια βίαιη επίθεση εναντίον μιας χώρας - η συζήτηση γύρω από τα γλυπτά φέρνει στο προσκήνιο ζητήματα ιδιοκτησίας, νομιμότητας και διατήρησης, σημειώνει η αρθρογράφος του Guardian.
Καθώς οι συζητήσεις αυτού του είδους μετατρέπονται σε πράξεις σε πολλά μέρη - με τον Πάπα να διατάσσει την επιστροφή τριών θραυσμάτων του Παρθενώνα από το Βατικανό και τη Γερμανία να παραδίδει 22 χάλκινα του Μπενίν στα τέλη του περασμένου έτους - η Βρετανία δέχεται περαιτέρω πιέσεις να επαναπατρίσει τα αντικείμενα που κατέχει εδώ και αιώνες, συνεχίζει.
Γιατί αλλάζει το κλίμα;
«Για πολλά χρόνια η συζήτηση αυτή βρισκόταν σε αδιέξοδο - η Ελλάδα αρνούνταν να αναγνωρίσει την κυριότητα της Βρετανίας, ενώ η Βρετανία δεν φαινόταν να ενδιαφέρεται για το ζήτημα και κρατούσε σταθερή θέση. Όμως ένας αναπάντεχος πρωταγωνιστής αναζωπύρωσε τη συζήτηση: ο Τζορτζ Όσμπορν.
Ο πρώην υπουργός Οικονομικών της Βρετανίας, ο οποίος από το 2021 έχει ρόλο ως πρόεδρος του Βρετανικού Μουσείου, άρχισε συνομιλίες με τον Έλληνα πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη για την πιθανή επιστροφή των γλυπτών. (Η υπουργός Πολιτισμού Μισέλ Ντόνελαν δεν συμφωνεί, ωστόσο, λέγοντας ότι η επιστροφή των μαρμάρων θα ήταν ένας «επικίνδυνος» και «ολισθηρός» δρόμος - επειδή άλλοι μπορεί να αποφασίσουν ότι θέλουν κι αυτοί τα πράγματά τους πίσω)» προσθέτει η αρθρογράφος του Guardian.
Σύμφωνα με τη Σαρλότ Χίγκινς, υπάρχουν τρεις βασικοί λόγοι για τους οποίους τα πράγματα αλλάζουν: η διάθεση του κοινού, η στάση του Βρετανικού Μουσείου και ο ρόλος των μουσείων στην κοινωνία. «Η όλη συζήτηση σχετικά με την πολιτιστική αποκατάσταση έχει γίνει γενικότερα πιο καυτή και νομίζω ότι το ευρύτερο κοινό, εκτός των πυλών του μουσείου, έχει αρχίσει να σκέφτεται αρκετά διαφορετικά γι' αυτό», λέει.
Μια δημοσκόπηση της YouGov που ανατέθηκε από το Parthenon Project, μια ομάδα που κάνει εκστρατεία για την επιστροφή τους, έδειξε ότι το 53% υποστήριξε την επιστροφή, το 20% δήλωσε ότι δεν έχει ισχυρή γνώμη ούτε προς τη μία ούτε προς την άλλη κατεύθυνση και το 21% ήταν αντίθετο. Φαίνεται επίσης ότι υπάρχει πλέον πραγματική βούληση στο Βρετανικό Μουσείο να διευθετηθεί το ζήτημα αυτό. «Νομίζω ότι ο Τζορτζ Όσμπορν αποφάσισε ότι κάτι πρέπει να αλλάξει επί των ημερών του», προσθέτει.
Γενικότερα, υπάρχει μια επαναξιολόγηση προς το παρόν του τι σημαίνει να είσαι μουσείο στον σύγχρονο κόσμο. Για πολλούς, δεν θεωρούνται πλέον ως ουδέτεροι χώροι, που φρουρούν ή φροντίζουν ιερούς, αρχαίους θησαυρούς, αλλά ως «θεσμοί που έχουν τις ρίζες τους, πολύ συχνά, στις ιστορίες του ιμπεριαλισμού και επομένως έχουν κάποιου είδους ευθύνη να γίνουν τόποι συμφιλίωσης και εξιλέωσης», λέει η Σάρλοτ. Η (ίσως απρόθυμη) αναγνώριση αυτής της ηθικής ευθύνης άλλαξε το νόημα αυτής της συζήτησης.
Γιατί διήρκεσε τόσο πολύ η συζήτηση;
Για μεγάλο χρονικό διάστημα πολλοί προσέβλεπαν στη νομοθεσία ως τρόπο για να μεταφερθούν τα γλυπτά πίσω στην Ελλάδα, αλλά αυτή ήταν μια όλο και πιο μάταιη προσπάθεια. Το Βρετανικό Μουσείο έλεγε ότι τα χέρια του ήταν δεμένα νομικά και ότι η κυβέρνηση θα έπρεπε να αλλάξει τη νομοθεσία της, ενώ η κυβέρνηση έριχνε το βάρος πίσω στο διοικητικό συμβούλιο του μουσείου ως νόμιμους ιδιοκτήτες των μαρμάρων.
Αυτό το «αδιέξοδο», λέει η Χίγκινς, «λειτούργησε με πολύ βολικό τρόπο, διότι διατήρησε το status quo». Αλλά έχει γίνει σαφές ότι αυτός ο τρόπος κατανόησης της ιδιοκτησίας είναι εξαιρετικά περιοριστικός. «Τα αντικείμενα αυτά δημιουργήθηκαν πολύ πριν εφευρεθεί οποιοδήποτε βρετανικό νομικό πλαίσιο. Υπάρχει η αίσθηση ότι, προκειμένου να ξεφύγουμε από αυτό, πρέπει να αναπτυχθεί ένας διαφορετικός τρόπος σκέψης», προσθέτει.
Τι γίνεται λοιπόν μετά;
Αυτή το σίριαλ αιώνων μάλλον θα συνεχιστεί για λίγο ακόμα. Δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι η Βρετανία σχεδιάζει –ή ακόμη και μπορεί– να εκχωρήσει οριστικά την ιδιοκτησία των μαρμάρων του Παρθενώνα. Ωστόσο, ο Όζμπορν φέρεται να έχει συντάξει μια συμφωνία που διευκολύνει κάποιου είδους μακροπρόθεσμη «πολιτιστική ανταλλαγή». Δεν θα είναι δάνειο γιατί αυτό θα απαιτούσε από την Ελλάδα να αναγνωρίσει ότι η Βρετανία είναι η ιδιοκτήτρια των τεχνουργημάτων 2.500 ετών.
«Στο όχι και τόσο μακρινό μέλλον, ο άδειος χώρος στο μουσείο της Ακρόπολης για τα υπόλοιπα τμήματα των γλυπτών μπορεί τελικά να γεμίσει» καταλήγει η αρθρογράφος. Αλλά αν, ή πότε, έρθει εκείνη η μέρα, δεν χρειάζεται να ανησυχεί κανείς ότι το Βρετανικό Μουσείο θα έχει άδειο χώρο. Υπάρχουν κυριολεκτικά εκατομμύρια άλλα αντικείμενα – πολλά με τις δικές τους αντικρουόμενες ιστορίες – που μπορεί να εμφανίσει.