Το Άουσβιτς ΙΙ - Μπίρκεναου κεντρικό θέμα της έκθεσης «Γκέρχαρντ Ρίχτερ -100 Έργα για το Βερολίνο»
«Δεν μπορεί να γίνει ζωγραφική απεικόνιση του Άουσβιτς» είχε πει κάποτε σε μία από τις σπάνιες συνεντεύξεις του ο Γκέρχαρντ Ρίχτερ, ο σημαντικότερος εν ζωή Γερμανός ζωγράφος, τον οποίο έχουν αποκαλέσει Πικάσο του 21ου αιώνα. Όμως, τέσσερις μεγάλοι, αφηρημένης τέχνης, πίνακές του, ο κύκλος «Μπίρκεναου/Birkenau», εκτίθενται κατ΄επιθυμίαν του στο κέντρο της έκθεσης «Γκέρχαρντ Ρίχτερ-100 Έργα για το Βερολίνο» της Νέας Πινακοθήκης της γερμανικής πρωτεύουσας και έχουν προκαλέσει το γενικό ενδιαφέρον.
Ο καλλιτέχνης δεν επιθυμεί την πώλησή τους, αν και τα έργα του στις δημοπρασίες πωλούνται σε αστρονομικές τιμές και τους δώρισε ώστε «να εκτίθενται στο μέλλον στην πόλη όπου αποφασίστηκε η "τελική λύση" για την εξολόθρευση των Εβραίων».
Τους πίνακες φιλοτέχνησε ο Ρίχτερ βασισμένος σε τέσσερις φωτογραφίες που τράβηξε κρυφά -σε συνεργασία με συγκρατούμενούς του- το καλοκαίρι του 1944 ο λοχαγός του Ελληνικού Στρατού Αλβέρτος Ερρέρα. Ο Άλεξ ή Αλέκος Μιχαηλίδης, όπως λεγόταν στην Κατοχή, είχε εκτοπισθεί μαζί με άλλους 225 Εβραίους της Λάρισας στο Άουσβιτς ΙΙ-Μπίρκεναου. Κατάφερε να τις τραβήξει με κίνδυνο της ζωής του και διασώθηκαν -σύμφωνα με έρευνες- χάρη στη βοήθεια Πολωνέζας αντιστασιακής, η οποία εργαζόταν στο εστιατόριο των SS. Κανείς εκ των συγκρατουμένων του δεν επέζησε. Ο ίδιος ο Άλεξ στην προσπάθειά του να διαφύγει, λόγω της συμμετοχής του στην εξέγερση του εν λόγω στρατοπέδου συγκέντρωσης, μερικές εβδομάδες πριν την έλευση του σοβιετικού στρατού, συνελήφθη, βασανίστηκε και δολοφονήθηκε.
Οι τέσσερις θολές φωτογραφίες είναι οι μόνες γνωστές από τα κολαστήρια των ναζί. Δύο εξ αυτών δείχνουν γυναίκες και άνδρες να γδύνονται πριν οι ναζί τους στείλουν στον θάλαμο αερίων. Οι άλλες δύο, οι οποίες αξιοποιήθηκαν και στη δίκη της Νυρεμβέργης, δείχνουν σωρό πτωμάτων, τα οποία προορίζονται για υπαίθριο κάψιμο -πίσω από τα κρεματόρια- από τους ίδιους τους σκλάβους-φυλακισμένους. Εκ πρώτης, φευγαλέας και εξ αποστάσεως όψεως, νομίζει κανείς ότι βλέπει εργάτες να καίνε απορρίμματα. Η πραγματικότητα όμως, ήταν πολύ διαφορετική και άκρως φρικιαστική. Ο Ρίχτερ συγκλονίστηκε από την αντίθεση όταν τις είδε το 2008 σε ένα βιβλίο του Γάλλου φιλοσόφου και ιστορικού τέχνης Ζωρζ Ντιντί-Υμπερμάν, στο οποίο αναλύει τις δυνατότητες της εικαστικής απόδοσης του Ολοκαυτώματος.
Διερευνούσε μεν καλλιτεχνικά τον εθνικοσοσιαλισμό από το 1960, αλλά αμφέβαλε για το αν ήταν δυνατή η εικαστική αναπαράσταση του Άουσβιτς. Το 2014 κατέληξε όμως σε μια πολυεπίπεδη καλλιτεχνική σύλληψη, συγκεντρώνοντας το παγκόσμιο ενδιαφέρον. Ήταν το αποτέλεσμα της μακράς και σε βάθος ενασχόλησής του με το θέμα. Μετέφερε με κάρβουνο τα μοτίβα των φωτογραφιών από το Άουσβιτς ΙΙ-Μπίρκεναου σε τέσσερις μεμονωμένους καμβάδες και τα επιζωγράφισε αφηρημένα.
Με κάθε νέα πινελιά εξαφανίζονταν τα φωτογραφικά πρότυπα μέχρι που δεν ήταν πλέον ορατά. Ολοκλήρωσε έτσι μια διαδικασία αφαίρεσης, έχοντας την πεποίθηση ότι η ρεαλιστική εικονογράφηση δεν μπορούσε να δώσει μια εικαστική απάντηση στην ανείπωτη, την αποτρόπαιη φρίκη του Ολοκαυτώματος. Η αφαίρεση του προτύπου δημιουργούσε έναν χώρο μεταξύ εμφανούς και μη εμφανούς, ανοίγοντας ένα πεδίο προβληματισμού στον θεατή.
Σε ερώτημα της εφημερίδας FAZ το 2016 απάντησε σχετικά: «Όπως το μπουκάλι ενός ναυαγού περιέχει ένα μήνυμα (προς τον κόσμο), με το να δώσω μια άλλη μορφή στη φωτογραφία μεταδίδω και το περιεχόμενο. Και στην περίπτωση αυτήν οι πίνακές μου παραπέμπουν τουλάχιστον στις φωτογραφίες». Στην έκθεση, παραπλεύρως των έργων του, είναι τοποθετημένες οι φωτογραφίες από το Άουσβιτς ΙΙ-Μπίρκεναου, ενώ απέναντι από τους τέσσερις πίνακές του είναι τοποθετημένοι καθρέφτες, οι οποίοι εμπλέκουν ενεργά τους επισκέπτες και τους καλούν να προβληματισθούν.
Μετά τον πόλεμο, ο γεννημένος το 1932 στη Δρέσδη Ρίχτερ, έφυγε με την πρώτη σύζυγό του Έμα από την (ανατολική) Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας λίγο πριν χτιστεί το τείχος και εγκαταστάθηκε στη (δυτική) Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας το 1961. Εκεί, ασχολήθηκε καλλιτεχνικά με διάφορα θέματα ποικίλης τεχνοτροπίας, αλλά και με την οικογενειακή του ιστορία. Πολλά σχετικά έργα συμπεριλαμβάνονται στην έκθεση. Δύο από αυτά είναι «Η θεία Μαριάνε» και «Ο κύριος Χέιντε».
«Ο κύριος Χέιντε», έργο του 1965, είναι ένα θολό επιζωγραφισμένο αντίγραφο φωτογραφίας, η οποία δημοσιεύτηκε στον γερμανικό Τύπο το 1959. Δείχνει τη σύλληψη του ψυχίατρου των SS Βέρνερ Χέιντε, του κύριου υπεύθυνου για την εφαρμογή του ναζιστικού προγράμματος ευθανασίας, της οργανωμένης μαζικής δολοφονίας ανθρώπων με σωματική και πνευματική αναπηρία, oι οποίοι κατά τους ναζί «δεν άξιζε να ζουν».
Μετά τον πόλεμο, ο Χέιντε συνέχισε να εργάζεται με άλλο όνομα στη Δυτική Γερμανία, αποκαλύφθηκε τυχαία, παραδόθηκε στις Αρχές και αυτοκτόνησε τελικά λίγες μέρες πριν την έναρξη της δίκης του. Ο Ρίχτερ έμαθε αργότερα ότι και ο πεθερός του από την πρώτη σύζυγό του, ο αξιωματικός των SS Χάινριχ Όιφινγκερ ήταν υπεύθυνος για εκατοντάδες αναγκαστικές στειρώσεις, συμμετείχε στο πρόγραμμα ευθανασίας και ήταν φίλος και συνεργάτης του Χέιντε.
«Η θεία Μαριάνε» είναι ένα ακόμα «οικογενειακό» έργο του. Ο Ρίχτερ έζησε από κοντά το δραματικό τέλος της ανάπηρης θείας του, η οποία στειρώθηκε βίαια και εν συνεχεία δολοφονήθηκε -λόγω διαγνωσμένης σχιζοφρένειας- στο πλαίσιο του ναζιστικού προγράμματος ευθανασίας. Την ιστορία της δεν την αποκάλυψε ο -ούτως ή άλλως πολύ λακωνικός- Ρίχτερ αλλά η εφημερίδα του Βερολίνου Tagesspiegel το 2004.
Με αυτά τα έργα έγινε ένας από τους πρώτους μεταπολεμικούς καλλιτέχνες που ασχολήθηκαν με την ευθανασία, υπενθυμίζοντας τα θύματα του ολοκληρωτικού καθεστώτος, αλλά και τους θύτες όπως «Ο κύριος Χέιντε». Το γεγονός ότι τα δύο αυτά έργα και ο κύκλος «Mπίρκεναου» θα εκτίθενται πλέον μόνιμα στο Βερολίνο και θα δίνουν την ευκαιρία για μια διαρκή αντιπαράθεση με το ναζιστικό παρελθόν χαρακτηρίστηκε από το τοπικό ραδιόφωνο (RBB) ως ένα «τεράστιο δώρο» για την πρωτεύουσα.
Στην έκθεση «Γκέρχαρντ Ρίχτερ. 100 Έργα για το Βερολίνο» παρουσιάζεται για πρώτη φορά μια επιλογή όλων των έργων του Ιδρύματος Τέχνης, το οποίο φέρει το όνομά του. Εκτός από τα προαναφερθέντα, εκτίθενται περισσότερα από 90 άλλα έργα του καλλιτέχνη από διάφορες δημιουργικές φάσεις του.