Ρεμπέκα Βάρντι για τους Ιεχωβάδες: «Έπεσα θύμα βιασμού στα 12 και το κρύβανε»
Η σύζυγος του ποδοσφαιριστή της Λέστερ Τζέιμι Βάρντι, Ρεμπέκα σε συνέντευξη που παραχώρησε μίλησε με λεπτομέρειες για τα δύσκολα παιδικά χρόνια που έζησε ως μάρτυρας του Ιεχωβά.
Η 41χρονη σήμερα Ρεμπέκα Βάρντι η οποία έχει αποκτήσει με τον σύζυγό της πέντε παιδιά είχε στο παρελθόν αποκαλύψει ότι από τα 12 της χρόνια κακοποιούνταν σεξουαλικά συστηματικά.
Όπως λέει σαν παιδί δεν έζησε γενέθλια ή Χριστούγεννα, δεν έβλεπε τηλεόραση και τα βιβλία λογοκρίνονταν. Της έλεγαν ακόμα ότι αν έκανε κάποια αταξία ο Θεός θα εξοργίζονταν μαζί της. Ως μάρτυρας του Ιεχωβά, δεν μπορούσε να προσκαλέσει άλλα παιδιά για να παίξουν ή να τραγουδήσει στο σχολείο με τους συμμαθητές της.
Η ζωή της αλλά και της ευρύτερης οικογένειάς της διέπονταν από παντοδύναμους «πρεσβυτέρους» που είχαν το δικαίωμα να ελέγχουν τα πάντα στη ζωή τους. Η επιρροή που ασκούσαν οι άνδρες αυτοί στους μάρτυρες ήταν τόσο εκφοβιστική που όταν η Ρεμπέκα είπε στη μητέρα της ότι την βίαζαν από τα 12, οι γονείς της το αποσιώπησαν - από τον φόβο, ότι μια τέτοια αποκάλυψη θα έφερνε ντροπή στην οικογένεια.
Μιλώντας για τα όσα βίωσε λέει στη dailymail: «Το αποκαλώ προσηλυτισμός. Οι άνθρωποι χειραγωγούνται, υφίστανται πλύση εγκεφάλου, πρόκειται για μια καταναγκαστική συμπεριφορά που μεταβιβάζεται από γενιά σε γενιά. Όταν είσαι μέσα σε όλο αυτό είναι πολύ δύσκολο να καταλάβεις πόσο ανήθικο είναι όλο αυτό. Πέρασα την παιδική μου ηλικία φοβισμένη, καθώς μου έλεγαν ότι θα πεθάνουμε στον Αρμαγεδδώνα αν δεν προσευχόμασταν αρκετά. Ένιωθα ότι έπρεπε να προσπαθώ συνεχώς για την τελειότητα, ώστε ο Θεός να μην θυμώσει μαζί μου».
Στο ντοκιμαντέρ της η Ρεμπέκα σε ρόλο δημοσιογράφου συνομιλεί με πρώην μάρτυρες και δίνει ακόμα περισσότερες λεπτομέρειες. «Οι μάρτυρες του Ιεχωβά αποκαλούν κάποιον που δεν είναι μάρτυρας "κοσμικό άτομο". Εγώ είμαι το χειρότερο είδος κοσμικού ατόμου επειδή είχα το θάρρος - μαζί με όλους τους ανθρώπους που είχαν το θάρρος να μου μιλήσουν για το ντοκιμαντέρ μου - να μιλήσω εναντίον αυτής της θρησκείας και να πω ότι είναι επικίνδυνη».
«Ποτέ δεν ξέρεις τι συμβαίνει πίσω από τις κλειστές πόρτες ενός σπιτιού μαρτύρων», λέει αρχικά για να συνεχίσει αποκαλύπτοντας τον τρόπο που ζούσαν: «Δεν μπορώ να σας περιγράψω πόσο τραυματικό ήταν… Στο σχολείο μας έβγαζαν από την τάξη επειδή δεν μπορούσαμε να τραγουδήσουμε τους ύμνους ή να είμαστε παρόντες σε οποιαδήποτε αναφορά στη θρησκεία, στις χριστιανικές πεποιθήσεις. Αν ήταν τα γενέθλια κάποιου και όλοι τραγουδούσαν το "Happy Birthday to You", έπρεπε να φύγουμε. Ήταν ταπεινωτικό. Εξευτελιστικό. Η οικογενειακή ζωή ήταν επίσης ένα ναρκοπέδιο»
Σε άλλο σημείο συνεχίζει: «Όταν μου ήρθε περίοδος τρομοκρατήθηκα και έκρυβα τα εσώρουχά μου. Νόμιζα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με μένα, ότι ήμουν αηδιαστική, ότι είχα κάνει κάτι κακό».
Και αν κάποιος έβριζε στην τηλεόραση, η οθόνη έκλεινε αμέσως, με τη Ρεμπέκα να πιστεύει ότι θα «έπρεπε να προσευχηθεί περισσότερο εκείνο το βράδυ για να εξευμενίσει τον Θεό. Λέει: «Όταν ακούω τέτοια πράγματα να βγαίνουν από το στόμα μου σήμερα, σκέφτομαι, "τι κόσμος...". Δεν νομίζω ότι θα συνέλθεις ποτέ από αυτό».
Στην ηλικία των 11 ετών ένιωσε πως η οικογένειά της ήταν υπό τον πλήρη έλεγχο των γερόντων. Η μητέρα της εγκατέλειψε ξαφνικά την κοινότητα των μαρτύρων του Ιεχωβά στην πόλη τους, το Νόργουιτς, παίρνοντας τη Ρεμπέκα για να ζήσει στο Ρέντινγκ και στη συνέχεια στο Οξφορντσάιρ.
Τρεις δεκαετίες αργότερα η Ρεμπέκα δεν γνωρίζει ακόμα ακριβώς γιατί η μητέρα της εγκατέλειψε τα σπίτια της, αλλά πιστεύει ότι μπορεί να είχε σχέση. Κάποια στιγμή η μητέρα της έφτασε στο σημείο να αποκηρυχθεί από τη σέκτα.
Όταν πήγαν να ζήσουν στο Οξφορντσάιρ, η Ρεμπέκα κακοποιούνταν επί τρία χρόνια από έναν άνδρα που ήταν γνωστός στην οικογένεια, αλλά δεν ήταν μάρτυρας του Ιεχωβά. Το εκμυστηρεύτηκε στη μητέρα της, η οποία απευθύνθηκε σε έναν πρεσβύτερο των Μαρτύρων για συμβουλές.
Η ίδια λέει στο ντοκιμαντέρ: «Αυτό που μου συνέβη κατά τη διάρκεια της παιδικής μου ηλικίας εξακολουθεί να με επηρεάζει κάθε μέρα. Από την ηλικία των 12 ετών περίπου, με κακοποιούσαν. Και αντί να με στηρίξουν, με κατηγορούσαν, με χειραγωγούσαν ώστε να πιστέψω ότι δεν ήταν το καλύτερο πράγμα να πάω στην αστυνομία. Είπα στη μητέρα μου για την κακοποίηση που βίωνα και έκλαψε. Αλλά δεν με πίστεψε. Το είπε σε πολλά μέλη της κοινότητας των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Εκείνοι μου είπαν ότι είχα παρερμηνεύσει ένα στοργικό άγγιγμα. Ήξερα ότι δεν το είχα κάνει. Είχα πλήρη επίγνωση του τι ήταν σωστό και τι λάθος. Και μου εξήγησαν ότι θα μπορούσα ενδεχομένως να ντροπιάσω την οικογένειά μου».
Λέει ότι «βασικά τη χειραγωγήσουν ώστε να πιστέψει ότι δεν ήταν το καλύτερο πράγμα να το προχωρήσει περαιτέρω και να το πάει στην αστυνομία. Ο αντίκτυπος σε μένα ήταν άγριος».
«Απλώς κατηγορούσα τον εαυτό μου. Ένιωθα ότι δεν ήμουν αρκετά καλή, ότι μου άξιζε. Όλα επιστρέφουν σε εκείνο το παιδικό μοτίβο της αναζήτησης της τελειότητας».