Ισλανδία: Τι θα γίνει αν εκραγεί το ηφαίστειο - Τρέμουν «πλημμύρα λάβας» 8 μηνών όπως το 1783

Η Ισλανδία προετοιμάζεται για μια ηφαιστειακή έκρηξη μέσα στις επόμενες ημέρες. Γιατί συμβαίνει αυτό και ποιος θα μπορούσε να είναι ο αντίκτυπος εντός και εκτός συνόρων;
Φωτογραφία αρχείου από το ηφαίστειο Fagradalsfjall το 2022
ΑΡ
4'

Η σεισμική δραστηριότητα επικεντρώνεται γύρω από την ηφαιστειακή περιοχή του Fagradalsfjall στα νοτιοδυτικά της Ισλανδίας, με τους επιστήμονες να προβλέπουν οτι μπορεί να εκραγεί ανά πάσα στιγμή. Αν σημειωθεί έκρηξη, θα μπορούσε να προκληθεί σημαντική ζημιά στις τοπικές υποδομές και απελευθέρωση τοξικών αναθυμιάσεων, αν και οι αρχικές ανησυχίες για πολύ ευρύτερη διαταραχή υποχωρούν.

Από το τέλος Οκτωβρίου, η περιοχή που περιβάλλει την ισλανδική πρωτεύουσα, το Ρέικιαβικ, στα νοτιοδυτικά, παρουσιάζει αύξηση της σεισμικής δραστηριότητας. Αυτό οφείλεται σε έναν υπόγειο «ποταμό» από μάγμα -καυτό υγρό ή ημι-υγρό βράχο - μήκους περίπου 15 χιλιομέτρων που κινείται ανοδικά, κάτω από την επιφάνεια της γης.

Το «καυτό ποτάμι» τρέχει κάτω από την Ισλανδία και μέρος του Ατλαντικού Ωκεανού, και ο αντίκτυπος μιας έκρηξης στη χώρα - και εκτος αυτής σε σχέση με την αεροπορία - θα εξαρτηθεί από το πού ακριβώς θα διαπεράσει το μάγμα την επιφάνεια. Η πόλη Γκρίνταβικ, η οποία βρίσκεται ακριβώς πάνω από το μάγμα, έχει ήδη εκκενωθεί, λόγω του κινδύνου έκρηξης και επιβλαβών αερίων.

«Το Γκρίνταβικ είναι πολύ κοντά στη θέση του νέου ρήγματος και η επιβίωσή του δεν είναι καθόλου εξασφαλισμένη. Όλα εξαρτώνται από το πού τελικά θα φτάσει το μάγμα στην επιφάνεια, αλλά η κατάσταση δεν φαίνεται καλή για τους κατοίκους της πόλης» λέει ο δρ Μπιλ Μαγκουάιρ ομότιμος καθηγητής Γεωφυσικής και Κλιματικών Κινδύνων στο UCL.

Εάν ένα ηφαίστειο εκραγεί στην ανοικτή θάλασσα, ή εκραγεί στην ξηρά και στη συνέχεια αρχίσει να ρέει στη θάλασσα, τότε υπάρχει ο κίνδυνος ενός εκρηκτικού νέφους τέφρας καθώς ο εξαιρετικά καυτός βράχος έρχεται σε επαφή με το νερό.

Τον Απρίλιο του 2010, η έκρηξη του Eyjafjallajokull, προκάλεσε το μεγαλύτερο κλείσιμο του ευρωπαϊκού εναέριου χώρου από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, ως αποτέλεσμα ενός εκτεταμένου νέφους τέφρας, με απώλειες που εκτιμώνται μεταξύ 1,5 και 2,5 δισεκατομμυρίων ευρώ Οι συνθήκες αυτής της ηφαιστειακής δραστηριότητας είναι πολύ διαφορετικές και επομένως δεν αναμένεται μια τέτοια εκτεταμένη επίδραση.

«Η έκρηξη του Eyjafjallajokull το 2010 ήταν αρκετά διαφορετική καθώς συνδέθηκε με ένα ηφαίστειο στην κορυφή ενός παγετώνα. Ήταν η αλληλεπίδραση του μάγματος με τον πάγο και το λιωμένο νερό που έκανε αυτό το γεγονός τόσο εκρηκτικό και επικίνδυνο για την αεροπορία. Αυτό δεν ισχύει για το Fagradalsfjall», εξηγεί ο δρ Mισέλ Παουλάτο, ηφαιστειολόγος στο Imperial College του Λονδίνου.

Το ισλανδικό μετεωρολογικό γραφείο εκτιμά ότι αυτή τη στιγμή το μάγμα απέχει 800 μέτρα από το έδαφος και ως εκ τούτου η πιθανότητα έκρηξης του ηφαιστείου Fagradalsfjall είναι «υψηλή» και θα μπορούσε να συμβεί τις επόμενες ημέρες. Τις τελευταίες ώρες οι σεισμοί ήταν πιο αδύναμοι, αλλά η παραμόρφωση του εδάφους συνεχίστηκε, με ρήγματα και ρωγμές βάθους ενός μέτρου σε δρόμους που υποδηλώνουν ότι το μάγμα θα μπορούσε να είναι ακόμα πιο κοντά στην επιφάνεια - ένα σημάδι ότι τα πράγματα μπορεί να εκτραχυνθούν.

«Τα τελευταία χρόνια είχαμε μείωση και παύση των σεισμών πριν συμβούν ηφαιστειακές εκρήξεις», λένε αναλυτές. Η Ισλανδία είναι πολύ συνηθισμένη στην ηφαιστειακή δραστηριότητα και έχει οικοδομήσει με επιτυχία μια τουριστική βιομηχανία πάνω της - επειδή βρίσκεται πάνω από τη Μεσοατλαντική Κορυφογραμμή. Ο φλοιός της Γης διασπάται σε διαφορετικές πλάκες και στην κορυφογραμμή οι πλάκες της Ευρασίας και της Βόρειας Αμερικής απομακρύνονται λίγα εκατοστά το χρόνο. Αυτό επιτρέπει στο μάγμα να ανεβαινει στην επιφάνεια, το οποίο εκρήγνυται ως λάβα ή/και στάχτη.

Η φύση των ηφαιστειακών εκρήξεων ποικίλλει ανάλογα με τον τύπο του βράχου και τον τρόπο με τον οποίο κινούνται οι πλάκες. Μία από τις πιο ισχυρές εκρήξεις στην Ισλανδία ήταν το 1783 όταν υπήρξε μια πλημμύρα λάβας που διήρκεσε οκτώ μήνες και παρήγαγε εκτεταμένα σύννεφα θείου που κρεμούσαν πάνω από τη Βόρεια Ευρώπη για περισσότερους από πέντε μήνες και εκτιμάται ότι προκάλεσαν ψύξη περίπου 1,3 βαθμών Κελσίου για τα επόμενα δύο χρόνια.