ΗΠΑ: Εντολή για ανάπτυξη Εθνοφρουράς στα σύνορα με το Μεξικό - Ενώπιον μείζονος κρίσης στη μεθόριο
Να αναπτυχθεί η Εθνοφρουρά των ΗΠΑ στα σύνορα με το Μεξικό, έδωσε εντολή η κυβερνήτρια της Αριζόνας Κέιτι Χομπς υπογραμμίζοντας ότι η πρόσφατη απόφαση της ομοσπονδιακής κυβέρνησης να κλείσει συνοριακό σταθμό ελέγχου στην πολιτεία της «έχει οδηγήσει σε ανεξέλεγκτη ανθρωπιστική κρίση».
Πρόκειται για αξιοσημείωτη επίπληξη του προέδρου των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν από στέλεχος των Δημοκρατικών, καθώς η ασφάλεια των συνόρων αναδεικνύεται σε μείζον ζήτημα της προεκλογικής εκστρατείας. Στις προεδρικές εκλογές του 2024 ο πρόεδρος Μπάιντεν θα διεκδικήσει την επανεκλογή του στον Λευκό Οίκο.
«Για άλλη μια φορά η ομοσπονδιακή κυβέρνηση αρνείται να κάνει τη δουλειά της για να διασφαλίσει τα σύνορά μας και να διατηρήσει τις κοινότητές μας ασφαλείς», ανέφερε η Χομπς σε δελτίο Τύπου.
Η κυβερνήτρια της Αριζόνας δεν διευκρίνισε πόσα μέλη της Εθνοφρουράς θα κινητοποιηθούν, αναφέροντας ότι θα αναπτυχθούν κοντά στον συνοριακό σταθμό ελέγχου του Λούκβιλ και στην περιοχή Σαν Μιγκέλ.
Στις 4 Δεκεμβρίου, η ομοσπονδιακή Υπηρεσία Τελωνείων και Προστασίας των Συνόρων (CBP) έκλεισε μέχρι νεοτέρας τον συνοριακό σταθμό ελέγχου του Λούκβιλ, επικαλούμενη αναδιανομή πόρων για την αντιμετώπιση της παράνομης διακίνησης μεταναστών σε άλλα σημεία των συνόρων.
Στο εκτελεστικό διάταγμα για την κινητοποίηση της Εθνοφρουράς, η Κέιτι Χομπς αναφέρει ότι η «κρίση» έχει θέσει σε κίνδυνο τη δημόσια ασφάλεια και το εμπόριο. Είχε ζητήσει προηγουμένως από τον πρόεδρο Μπάιντεν να αναθέσει στην Εθνοφρουρά της Αριζόνας να ανοίξει εκ νέου τον συνοριακό σταθμό ελέγχου του Λούκβιλ.
«Με αυτό το εκτελεστικό διάταγμα, αναλαμβάνω δράση εκεί που δεν το κάνει η ομοσπονδιακή κυβέρνηση», υπογραμμίζει και επισημαίνει ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν δεν ανταποκρίθηκε στο αίτημά της να αποζημιώσει την πολιτεία για τις δαπάνες περιφρούρησης των συνόρων.
Ο πρόεδρος Μπάιντεν έχει δεχθεί πιέσεις και από άλλους Δημοκρατικούς για το μεταναστευτικό. Μεταξύ αυτών είναι οι δήμαρχοι του Σικάγου, του Ντένβερ, του Χιούστον, του Λος Άντζελες και της Νέας Υόρκης, που έχουν ζητήσει μεγαλύτερη χρηματοδότηση προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις αυξημένες εισροές μεταναστών.