Άλεξ Μπάτι: «Είχα κουραστεί να μετακομίζουμε συνέχεια, η μάνα μου δεν είναι καλή μητέρα»
Ο Άλεξ Μπάτι, ο έφηβος ο οποίος μετά από έξι ολόκληρα χρόνια που ήταν εξαφανισμένος επέστρεψε την περασμένη εβδομάδα στο σπίτι του στη Μεγάλη Βρετανία, έδωσε την πρώτη του συνέντευξη, περιγράφοντας πώς πήρε την απόφαση να φύγει και να γυρίσει στη γιαγιά του αλλά και την ζωή του στο κοινόβιο που έμενε με την μητέρα του.
Ο 17χρονος σήμερα Άλεξ, ήταν 11 ετών, όταν η μητέρα του τον απήγαγε το 2017 και φέρεται να ζούσε νομαδική ζωή μέχρι που αποφάσισε να επιστρέψει στην πατρίδα του.
Ένας διανομέας τον εντόπισε και τον πήρε μαζί του, καθώς ανησύχησε για τον ανήλικο και τότε ο έφηβος χρησιμοποιώντας το κινητό του διανομέα επικοινώνησε με τη νόμιμη κηδεμόνα του, την γιαγιά του Σούζα Καρουάνα για να της πει ότι θέλει να γυρίσει σπίτι του. Η μητέρα του, και φερόμενη απαγωγέας του, η 48χρονη Μέλανι Μπάτι δεν έχει συλληφθεί.
«Η μάνα μου δεν είναι καλή μητέρα»
Ο Άλεξ έδωσε συνέντευξη στην εφημερίδα The Sun και εξήγησε πώς αποφάσισε να εγκαταλείψει τον νομαδικό τρόπο ζωής. «Είχα έναν καυγά με τη μητέρα μου και σκέφτηκα ότι ήρθε η ώρα να φύγω, γιατί δεν μπορούσα να ζω άλλο μαζί της. Είναι καλός άνθρωπος. Αλλά απλά δεν είναι καλή μητέρα. Απλά δεν κάνει τα μητρικά πράγματα που υποτίθεται ότι πρέπει να κάνεις. Δεν είναι πολύ ζεστή και ανοιχτή».
Είπε ακόμη ότι είχε πείσει τη μητέρα του να μετακομίσει σε μία αγροικία, αντί να ζει στα βουνά, αφού είχε κουραστεί να μετακομίζει συνεχώς και να εργάζεται για λίγο φαί και ένα μέρος να κοιμάται, ενώ ανέφερε πως η μόνη φίλη της ηλικίας του που έκανε αυτά τα 6 χρόνια που έλειπε ήταν μία Ισπανίδα που γνώρισε σε μία καφετέρια.
Ο Άλεξ μάθαινε μόνος του γλώσσες και διάβαζε μαθηματικά και πληροφορική από διάφορα εγχειρίδια, όμως δεν πήγαινε σχολείο. Στα 14 του, ήταν που άρχισε να αμφιβάλλει για τον εναλλακτικό τρόπο ζωής του και άρχισε να σκέφτεται το μέλλον του. «Συνειδητοποίησα ότι δεν ήταν ένας καλός τρόπος ζωής για το μέλλον μου. Άρχισα να ζυγίζω τα πάντα – τα υπέρ και τα κατά της Αγγλίας. Δεν ήξερα τι θα συνέβαινε στο μέλλον μου αν έμενα με την μητέρα μου, αλλά από τα τελευταία χρόνια μπορούσα να έχω μια εικόνα για το πώς θα ήταν η ζωή μου» είπε.
«Μετακομίσεις διαρκώς. Χωρίς φίλους, χωρίς κοινωνική ζωή. Δουλειά, δουλειά, δουλειά και όχι σπουδές. Αυτή είναι η ζωή που φανταζόμουν ότι θα ζούσα εάν έμενα με τη μητέρα μου. Στα βουνά, στη μέση του πουθενά. Χωρίς ανθρώπους της ηλικίας μου. Έτσι, όταν ήμουν περίπου 16 ετών, μίλησα στον παππού για να γυρίσω στην Αγγλία. Η μητέρα μου ήταν αντίθετη με την ιδέα. Ήταν πολύ αντικυβερνητική, κατά των εμβολίων. Ανησυχούσε ότι αν επέστρεφα και έπαιρνα την ταυτότητά μου, θα με έβαζαν σε ίδρυμα. Το σύνθημά της ήταν ότι θα γινόμουν "σκλάβος του συστήματος"» πρόσθεσε.
Ο 17χρονος «το έσκασε» από τη μητέρα του τα μεσάνυχτα της Δευτέρας 11 Δεκεμβρίου, την ώρα που εκείνη κοιμόταν. Πήρε μαζί του μόνο ένα skateboard και ένα σακίδιο γεμάτο με ρούχα και είδη πρώτης ανάγκης και έβαλε μπρος για την πιο κοντινή πόλη, στην προκειμένη την Τουλούζη, 110 χιλιόμετρα μακριά.
Μαζί του είχε τέσσερα μπλουζάκια, τρία παντελόνια, κάλτσες, έναν φακό, 100 ευρώ και έναν ελβετικό σουγιά.
Ο Άλεξ άφησε ένα σημείωμα για τη μαμά του που έγραφε: «Γεια σου μαμά, θέλω να ξέρεις ότι σε αγαπώ πάρα πολύ. Είμαι πολύ ευγνώμων για τη ζωή που μου παρείχες τα τελευταία χρόνια. Μην ανησυχείς για εσάς – είμαι σίγουρος ότι δεν θα σας βρουν. Μην ανησυχείτε ούτε για μένα. Ξέρεις ότι μπορώ να φροντίσω τον εαυτό μου. Σε αγαπώ πάρα πολύ. Μην μου θυμώσεις. Με αγάπη Άλεξ».
Επειδή ανησυχούσε μήπως η μητέρα και ο παππούς του συλληφθούν από τις αρχές, ως ύποπτοι για την απαγωγή του, έλεγε ψέματα σε όσους συνάντησε στον δρόμο. Εξήγησε στην εφημερίδα ότι, χρησιμοποιώντας το όνομα Ζακ Έντουαρντας, επινόησε μία ιστορία ότι πέρασε 4 μέρες να περιπλανάται στα βουνά. Το πρώτο βράδυ το πέρασε σε ένα δάσος, μέσα στο κρύο και όταν έφτασε στην πόλη Quillan αγόρασε μία μπαγκέτα με τόνο για να φάει, όμως περίμενε μέχρι τις 6 το απόγευμα για να φύγει, γιατί ανησυχούσε μήπως περάσει η μητέρα του με το αυτοκίνητό της. Προσπάθησε να φανεί «έξυπνος» λέγοντας σε όσους συναντούσε ότι είχε χαθεί, όμως, όπως είπε «ήξερε ακριβώς πού πήγαινε».
Η στιγμή που τον βρήκε ο διανομέας
Αναφορικά με την στιγμή που τον εντόπισε ο διανομέας, είπε: «Κοιμόμουν έξω στο έδαφος. Έκανε παγωνιά. Αν χρειαζόμουν τουαλέτα χρησιμοποιούσα φύλλα και γρασίδι. Το σχέδιό μου ήταν να φτάσω στην Τουλούζη και να απομακρυνθώ όσο το δυνατόν περισσότερο. Αλλά ήμουν τόσο εξαντλημένος όταν με βρήκε ο οδηγός ντελίβερι που απλά ξεστόμισα μια ιστορία. Δεν έκανα καν οτοστόπ όταν με βρήκε. Περπατούσα σε μια μικρή γέφυρα. Είπε ότι σταμάτησε επειδή είδε ότι είχα ένα skateboard. Έβρεχε καταρρακτωδώς και ήταν 3 το πρωί».
Ακολούθησε η αστυνομία, όπου του πήραν δακτυλικά αποτυπώματα και έστειλαν φωτογραφίες στη γιαγιά του. Από την Τετάρτη έως την Παρασκευή, πέρασε τα βράδια του σε ανάδοχες οικογένειες και στη συνέχεια του είπαν ότι μπορούσε να επιστρέψει στο σπίτι του στην Αγγλία.
Η επιστροφή στην πατρίδα
Η περιγραφή της επανασύνδεσής του με τη γιαγιά του συγκλονίζει, με τον ίδιο να αναφέρει ότι «έτρεμε» όταν την είδε και της έκανε μία «τεράστια αγκαλιά». «Το σπίτι είναι διαφορετικό τώρα, αλλά εξακολουθεί να είναι το ίδιο. Νιώθω υπέροχα που επέστρεψα. Έχω λάβει μεγάλη βοήθεια από τις κοινωνικές υπηρεσίες και και την αστυνομία και θέλω να πάω στο κολέγιο. Καταλαβαίνω πολλά γαλλικά, οπότε δεν πρόκειται να τα αφήσω. Θέλω να σπουδάσω. Θέλω να ασχοληθώ με την επιστήμη των υπολογιστών ή την ασφάλεια στον κυβερνοχώρο ή την ανάπτυξη της αλυσίδας μπλοκ, οπότε θα είμαι απασχολημένος με το διάβασμά μου».
Μιλώντας για την μητέρα του, η οποία χρησιμοποιεί το ψεύτικο όνομα Ρόουζ, ο 17χρονος είπε πως θεωρεί ότι σχεδιάζει να ταξιδέψεισ τη Φινλανδία, στο Βόρειο Σέλας, ενώ είπε ότι συχνά τον εγκατέλειπε για να φύγει με τους φίλους της και τον άφηνε μόνο του με τον παππού του. Μία φορά μάλιστα αυτό διήρκεσε 7 ολόκληρους μήνες. Όπως είπε ακόμη ο Άλεξ, η μητέρα του είχε ιδιαίτερα έντονες αντικυβερνητικές και «αντιεμβολιαστικές απόψεις και πίστευε ότι πολλοί άνθρωποι ήταν «σκλάβοι».
Ο παππούς του, Ντέιβιντ, από την άλλη, άκουγε πάντα τις ανησυχίες του για τη ζωή τους.
Ο 17χρονος Άλεξ έχει αφήσει πίσω του πλέον το χίπικο lifestyle της μητέρας του και προσπαθεί να προσαρμοστεί στο σπίτι του, με την γιαγιά του και να οργανώσει τη ζωή του από εδώ και έπειτα.