Κένυα: 39 νεκροί από τις διαδηλώσεις κατά του φορολογικού νομοσχεδίου
Οι πρόσφατες αντικυβερνητικές διαδηλώσεις που ξέσπασαν στην Κένυα σε ένδειξη διαμαρτυρίας για ένα νομοσχέδιο που προβλέπει την επιβολή νέων φόρων έχουν προκαλέσει τον θάνατο 39 ανθρώπων, ανακοίνωσε σήμερα ο επίσημος οργανισμός προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
"Σύμφωνα με τα δεδομένα που διαθέτουμε, 39 άνθρωποι σκοτώθηκαν και άλλοι 361 τραυματίστηκαν στο πλαίσιο των διαδηλώσεων στη χώρα", δήλωσε η κενυατική Εθνική επιτροπή για τα ανθρώπινα δικαιώματα (KNHRC), σε ανακοίνωση της.
Εξάλλου, η Επιτροπή δήλωσε ότι κατέγραψε 32 περιπτώσεις "εξαναγκαστικών ή ακούσιων εξαφανίσεων" και 627 συλλήψεις διαδηλωτών.
Ο απολογισμός αυτός ανακοινώνεται την παραμονή μιας νέας ημέρας κινητοποίησης με πρωτοβουλία της νεολαίας της χώρας κατά της κυβέρνησης του προέδρου Ουίλιαμ Ρούτο.
Μια έντονη διαμαρτυρία κατά του νομοσχεδίου του προϋπολογισμού, που γεννήθηκε στα μέσα Ιουνίου στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, κινητοποίησε σε μεγάλο βαθμό τη νεολαία, πριν παρασύρει στο πέρασμά της τους Κενυάτες κάθε ηλικίας.
Το σύνθημα κατά των φόρων εξελίχθηκε σε διαμαρτυρία κατά του προέδρου Ρούτο ο οποίος, μετά την άνοδό του στην εξουσία το 2022, δημιούργησε και αύξησε αρκετούς φόρους και τέλη που έπληξαν σκληρά την αγοραστική δύναμη των Κενυατών.
Παρά το γεγονός ότι αρκετές διαδηλώσεις πραγματοποιήθηκαν από τις 18 Ιουνίου χωρίς να σημειωθούν σοβαρά περιστατικά, η ημέρα κινητοποίησης της 25ης Ιουνίου βύθισε στο χάος: διαδηλωτές έκαναν έφοδο στο Κοινοβούλιο, το οποίο μόλις είχε ψηφίσει το νομοσχέδιο προϋπολογισμού 2024-2025 για το οποίο υπάρχουν οι επικρίσεις και η αστυνομία άνοιξε πυρ εναντίον του πλήθους κάνοντας χρήση αληθινών σφαιρών.
«Η Επιτροπή συνεχίζει να καταδικάζει με τον πιο έντονο τρόπο την αδικαιολόγητη βία κατά των διαδηλωτών, του ιατρικού προσωπικού, των δικηγόρων, των δημοσιογράφων, και μέσα σε ασφαλείς χώρους όπως οι εκκλησίες, τα ιατρικά κέντρα επειγόντων περιστατικών και τα ασθενοφόρα», πρόσθεσε.
«Διατηρούμε την άποψη ότι η βία που χρησιμοποιήθηκε κατά των διαδηλωτών ήταν υπερβολική και δυσανάλογη», κατέληξε.