2024: Η χρονιά που άλλαξε τη Μέση Ανατολή - Από το «Μαύρο Σάββατο» στο χάος της Συρίας μετά Άσαντ

To 2024 ήταν μία χρονιά τεκτονικών αλλαγών στη Μέση Ανατολή, με πρωτοφανείς συγκρούσεις, ανθρώπινες τραγωδίες και μεγάλες γεωπολιτικές αλλαγές, από τη δοκιμαζόμενη Γάζα, μέχρι τη Συρία που οδεύει πλέον σε αχαρτογράφητα νερά, μετά από μισό αιώνα διακυβέρνησης της δυναστείας Άσαντ 
AP
38'

Η Μέση Ανατολή διολισθαίνει στο χάος για πολλοστή φορά στην ιστορία της και ο κίνδυνος ενός ολοκληρωτικού πολέμου παραμένει ορατός. Ο πόλεμος στη Γάζα συνεχίζεται, με το Ισραήλ να έχει εξολοθρεύσει μεγάλο μέρος της ηγεσίας της Χαμάς αλλά με σημαντικό οικονομικό, στρατιωτικό και ανθρώπινο κόστος.

Η επίθεση με βαλλιστικούς πυραύλους της Τεχεράνης στο Ισραήλ στις αρχές Οκτωβρίου, τα αντίποινα του τελευταίου κατά της ιρανικής στρατιωτικής υποδομής και η εισβολή του Ισραήλ στο Νότιο Λίβανο όπως και οι επιθέσεις σε στόχους της Χεζμπολάχ προκάλεσαν ανησυχίες ότι η Μέση Ανατολή βρίσκεται στα πρόθυρα ενός ευρύτερου, καταστροφικού πολέμου. Όλα τα βλέμματα στρέφονται πλέον στη Συρία και την επόμενη ημέρα μετά την πτώση του καθεστώτος Άσαντ, με το Ιράν, το Ισραήλ την Τουρκία και τη Ρωσία να διεκδικούν ρόλο στη νέα εποχή

Παράλληλα με τον πόλεμο στη Γάζα, που ξεκίνησε μετά τη συντονισμένη επίθεση της Χαμάς σε πόλεις του νότιου Ισραήλ στις 7 Οκτωβρίου του 2023, το Ισραήλ πραγματοποίησε χερσαία εισβολή στον Λίβανο. Είχε προηγηθεί η συντονισμένη επίθεση σε συσκευές επικοινωνίας της Χεζμπολάχ, καθώς και μία σειρά από αεροπορικές επιδρομές που «αποκεφάλισαν» την οργάνωση, σκοτώνοντας τον ηγέτη της Χασάν Νασράλα και πολλούς υψηλόβαθμους διοικητές.

Λίγο πριν την εκπνοή του 2024, το Ιράν και το Ισραήλ πέρασαν επίσης την «κόκκινη γραμμή» της άμεσης αντιπαράθεσης. Την 1η Οκτωβρίου, με την αιτιολογία ότι εκδικείται για τις δολοφονίες του Νασράλα και του ηγέτη της Χαμάς, Ισμαήλ Χανίγια που δολοφονήθηκε στην Τεχεράνη τον Ιούλιο, το Ιράν εκτόξευσε μπαράζ πυραύλων προς το Ισραήλ.

Το Ισραήλ φαινόταν βέβαιο ότι θα απαντήσει. Για μεγάλο μέρος του έτους, η Χεζμπολάχ και άλλοι ισχυροί «παίκτες» του φιλοιρανικού «άξονα αντίστασης» έπλητταν ισραηλινούς και αμερικανικούς στρατιωτικούς στόχους για να στηρίξουν τη Χαμάς και την παλαιστινιακή υπόθεση γενικότερα. Τον Οκτώβριο του 2023, αντάρτες Χούθι στην Υεμένη μπήκαν στη μάχη, εγκαινιάζοντας σειρά επιθέσεων σε πλοία που συνδέονταν με ισραηλινά συμφέροντα στην Ερυθρά Θάλασσα και τον Κόλπο του Άντεν.

Παρά την κλιμακούμενη αντιπαράθεση σε ολόκληρη την περιοχή μέχρι σήμερα έχει αποφευχθεί μια ευρύτερη σύγκρουση ανάμεσα στο Ισραήλ και το Ιράν- με την εμπλοκή των ΗΠΑ- κυρίως επειδή καμία πλευρά δεν επιθυμεί δραματική κλιμάκωση παρά τις προκλήσεις . Η Τεχεράνη δεν θέλει να συρθεί σε έναν πόλεμο που δύσκολα θα μπορούσε να κερδίσει, την ώρα μάλιστα που παλεύει με την αυξανόμενη εσωτερική δυσαρέσκεια και την επικείμενη διαδοχή του Αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ, του ανώτατου ηγέτη της Ισλαμικής Δημοκρατίας.

ΗΟυάσιγκτον την ίδια στιγμή θα ήθελε να μειώσει κι άλλο το αποτύπωμά της στη Μέση Ανατολή, όχι να το διευρύνει. Όμως, το άνοιγμα νέων μετώπων -όπως η νέα εποχή στη Συρία που βρίσκεται πλέον σε αχαρτογράφητα νερά- και η ανταλλαγή πυρών μεταξύ Ιράν και Ισραήλ δυσκολεύουν τον περιορισμό της σύγκρουσης, ειδικά καθώς οι προοπτικές για κατάπαυση του πυρός στη Γάζα εξασθενούν και η εκεχειρία στον Λίβανο αποδείχθηκε εύθραυστη.

Με τον πιο δύσκολο χρόνο στην πρόσφατη ιστορία της Μέσης Ανατολής να φθάνει στο τέλος του και τις ισορροπίες να αλλάζουν για πολλοστή φορά, ο παγκόσμιος μη κερδοσκοπικός οργανισμός Crisis Group αναλύει τις εξελίξεις στις χώρες της περιοχής. Εν μέσω της απειλής κλιμάκωσης μεταξύ Ιράν και Ισραή, ειδικοί αξιολογούν τις επιπτώσεις της σύγκρουσης στην εσωτερική και την εξωτερική πολιτική, τις αντιδράσεις των χωρών στη συνέχιση του πολέμου και τις ανησυχίες τους σε ένα εύφλεκτο γεωπολιτικό περιβάλλον.

Ο πλανήτης «κρατάει την ανάσα» του για τη Συρία

Το καθεστώς Άσαντ που κυβέρνησε τη Συρία για περισσότερα από 50 χρόνια με σιδερένια πυγμή κατέρρευσε. Ο Μπασάρ αλ Άσαντ έγινε πρόεδρος το 2000 μετά τον θάνατο του πατέρα του Χαφέζ, ο οποίος κυβέρνησε για σχεδόν τρεις δεκαετίες. Το 2011, κατέπνιξε βάναυσα μια ειρηνική εξέγερση, πυροδοτώντας έναν καταστροφικό εμφύλιο πόλεμο στον οποίο περισσότεροι από μισό εκατομμύριο άνθρωποι σκοτώθηκαν και 12 εκατομμύρια άλλοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους.

Πριν από λίγες ημέρες, οι Ισλαμιστές της οργάνωσης Χαγιάτ Ταχρίρ αλ-Σαμ (HTS) -πρώην θυγατρικής της Αλ Κάιντα - και οι συμμαχικές ομάδες ανταρτών εξαπέλυσαν μια μεγάλη επίθεση στη βορειοδυτική Συρία. Οι αντάρτες κατέλαβαν γρήγορα τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της χώρας, το Χαλέπι, και στη συνέχεια προωθήθηκαν προς την πρωτεύουσα Δαμασκό, καθώς ο στρατός κατέρρεε.

Η Ρωσία ανακοίνωσε ότι ο Άσαντ παραιτήθηκε και έφυγε εσπευσμένα από τη Συρία, ώρες αφότου οι αντάρτες μπήκαν στη Δαμασκό και πλήθη συγκεντρώθηκαν στους δρόμους για να γιορτάσουν την απομάκρυνσή του. Αργότερα αποκαλύφθηκε ότι ο Άσαντ είχε βρει καταφύγιο στη Μόσχα, εγκαταλείποντας φίλους και συμμάχους. Την ίδια στιγμή, ο αρχηγός της HTS Aμπού Μοχάμεντ αλ Τζολάνι έφτανε στη Δαμασκό υποσχόμενος στους Σύρους: «Το μέλλον είναι δικό μας».

Τα τελευταία τέσσερα χρόνια, ο εμφύλιος πόλεμος φαινόταν να έχει ουσιαστικά τελειώσει. Η κυβέρνηση Άσαντ είχε ανακτήσει τον έλεγχο των περισσότερων πόλεων της Συρίας με τη βοήθεια της Ρωσίας, του Ιράν και πολιτοφυλακών που υποστηρίζονται από το Ιράν, όπως η Χεζμπολάχ, και οι γραμμές του μετώπου είχαν «παγώσει» σε μεγάλο βαθμό.

Ωστόσο, μεγάλα τμήματα της χώρας ήταν ακόμα εκτός ελέγχου της κυβέρνησης. Το τελευταίο προπύργιο των ανταρτών ήταν στις επαρχίες Χαλέπι και Ιντλίμπ, που συνορεύουν με την Τουρκία και όπου ζούσαν περισσότερα από τέσσερα εκατομμύρια άνθρωποι, πολλοί από τους οποίους εκτοπίστηκαν. Το τέλος του Άσαντ θα αναδιαμορφώσει την ισορροπία δυνάμεων της περιοχής. Ο Iσραηλινός πρωθυπουργός Μπενιαμίν Νετανιάχου και ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ανταγωνίζονται για την πρωτοκαθεδρία στη Μέση Ανατολή, βλεποντας νέες ευκαιρίες μετά την πτώση του καθεστώτος Άσαντ στη Συρία

Μια ανώτερη αντιπροσωπεία Αμερικανών διπλωματών έφτασε πριν απο λίγες ημέρς; στη Συρία για να μιλήσει απευθείας με τους νέους ισλαμιστές ηγέτες, ελπίζοντας να ενθαρρύνει μια μετριοπαθή πορεία χωρίς αποκλεισμούς και να αναζητήσει πληροφορίες για τους αγνοούμενους Αμερικανούς. Είναι η πρώτη επίσημη διπλωματική αποστολή των ΗΠΑ στη Δαμασκό μετά τις πρώτες μέρες του βάναυσου εμφυλίου πολέμου που ξέσπασε το 2011 και κορυφώθηκε με την αιφνιδιαστική επίθεση που ανέτρεψε τον Μπασάρ αλ Άσαντ.

Λίβανος: «η χώρα των Κέδρων» καίγεται

Ο Λίβανος ήταν το δεύτερο επίκεντρο του πολέμου, μετά τη Γάζα από την αρχή των εχθροπραξιών και το «Μαύρο Σάββατο» της 7ης Οκτωβρίου. Την επομένη κιόλας των συντονισμένων επιθέσεων της Χαμάς, η Χεζμπολάχ άρχισε να εκτοξεύει ρουκέτες κατά των ισραηλινών δυνάμεων στην περιοχή Φάρμες Σεμπάα -μια λεπτή λωρίδα αμφισβητούμενης επικράτειας κατά μήκος των λιβανέζικων συνόρων στα Υψίπεδα του Γκολάν- ανοίγοντας «μέτωπο υποστήριξης» για τη «σύμμαχο» Χαμάς. Ακολούθησαν τα ισραηλινά αντίποινα.

Στους μήνες που ακολούθησαν, η Χεζμπολάχ και το Ισραήλ συνέχισαν έναν πόλεμο φθοράς σταθερά αυξανόμενης έντασης, ο οποίος, αν και περιορισμένος σε εύρος, είχε βαρύ τίμημα για τον Λίβανο, σκοτώνοντας έως και 600 ανθρώπους και εκτοπίζοντας 110.000, κυρίως από το νότο (εκτόπισε επίσης περίπου 80.000 Ισραηλινούς από το βόρειο Ισραήλ).

Από τα μέσα Σεπτεμβρίου του 2024, το Ισραήλ επέκτεινε μαζικά τη στρατιωτική του εκστρατεία: πρώτα με δύο κύματα επιθέσεων σε βομβητές και άλλες συσκευές επικοινωνίας που ακρωτηρίασαν και σκότωσαν μέλη της Χεζμπολάχ -καθώς και αρκετούς αμάχους-, και στη συνέχεια με αεροπορικές επιδρομές σε όλες σχεδόν τις περιοχές της χώρας με σιιτική πλειονότητα. Στόχος του να καταστρέψει όπλα και άλλα περιουσιακά στοιχεία της Χεζμπολάχ, τα οποία σύμφωνα με το Ισραήλ βρίσκονται κυρίως σε κατοικημένες περιοχές.

Την 1η Οκτωβρίου, το Ισραήλ εισέβαλε στον Λίβανο με στόχο να διαλύσει τις υποδομές της Χεζμπολάχ, όπως εκτοξευτές πυραύλων και σήραγγες, στην μεθόριο. Τα στρατεύματά του υπέστησαν απώλειες, προφανώς αφού έπεσαν σε ενέδρες της Χεζμπολάχμ, από τα μέσα Σεπτεμβρίου όμως η ισραηλινή επίθεση φαίνεται να έχει αποδυναμώσει τη Χεζμπολάχ, αλλά με μεγάλο κόστος για τον Λίβανο.

Σύμφωνα με το υπουργείο Υγείας του Λιβάνου, οι επιθέσεις άφησαν πίσω περισσότερους από 2.000 νεκρούς ανάμεσά τους 127 παιδιά και 261 γυναίκες και πάνω από 10.000 τραυματίες. Πολλοί από τους νεκρούς και τους τραυματίες είναι πολίτες. Μετά την αρχική χερσαία εισβολή, ο ισραηλινός στρατός εξέδωσε προειδοποιήσεις στους κατοίκους περιοχών του νότιου Λιβάνου να μετακινηθούν βόρεια του ποταμού Λιτάνι, ο οποίος εκτείνεται περίπου 60 χιλιόμετρα βόρεια των συνόρων.

Σύμφωνα με τις αρχές του Λιβάνου, περισσότεροι από ένα εκατομμύριο άνθρωποι έχουν εκτοπιστεί. Σύμφωνα με το Συμβούλιο του Νότιου Λιβάνου, από τον Οκτώβριο του 2023 έως τον Σεπτέμβριο του 2024 το Ισραήλ κατέστρεψε περισσότερα από 4.000 κτήρια κατοικιών κοντά στα σύνορα και 20.000 ακόμη σπίτια, καθώς επίσης επιχειρήσεις, γεωργικές εκτάσεις και δημόσιες υποδομές.

Η κυβέρνηση δεν έχει επιρροή στις αποφάσεις και τις τακτικές της Χεζμπολάχ. Η σύγκρουση υπογράμμισε ωστόσο για άλλη μια φορά την ανικανότητα της κυβέρνησης του Λιβάνου, αλλά και την ισχύ της Χεζμπολάχ, παρά τα καταστροφικά χτυπήματα που έχει υποστεί.

Η κατεστραμμένη οικονομία της χώρας, μετά τη μακροχρόνια κρίση και τις σοβαρές απώλειες στον τομέα της μεταποίησης και της γεωργίας, αναγκάζουν τους εκτοπισμένους να στραφούν σε άτυπα δίκτυα για υποστήριξη. Μέχρι την πρόσφατη κλιμάκωση, η Χεζμπολάχ προσέφερε στους ξεριζωμένους μηνιαίες αποδοχές, προμήθειες σε βασικά είδη και ιατρικές υπηρεσίες. Η οργάνωση παραμένει προσηλωμένη στη διατήρηση του «μέτωπου υποστήριξής» της μέχρι το Ισραήλ να σταματήσει την εκστρατεία του στη Γάζα.

Για μήνες, η οργάνωση άφηνε να εννοηθεί ότι προτιμά να μην εμπλακεί σε μια ευρύτερη αντιπαράθεση με το Ισραήλ. Το ότι δεν αντέδρασε άμεσα μαζικά μετά τη δολοφονία του Νασράλα πιθανώς δείχνει ότι το Ισραήλ έχει υποβαθμίσει τη στρατιωτική της ικανότητα, έχοντας αποδεκατίσει την ηγεσία της και θέτοντας σε κίνδυνο τις εσωτερικές της επικοινωνίες.

Ωστόσο, ο βαθμός στον οποίο το Ισραήλ έχει μειώσει και υποβαθμίσει το οπλοστάσιο της ομάδας παραμένει ασαφής. Στις 30 Σεπτεμβρίου, ο προσωρινός γενικός γραμματέας Ναΐμ Κασέμ δήλωσε ότι η Χεζμπολάχ θα συνεχίσει να πολεμά, παρά τις τεράστιες αποτυχίες. Στις 8 Οκτωβρίου, η Χεζμπολάχ εκτόξευσε 100 ρουκέτες στη Χάιφα και τα περίχωρά της, στο μεγαλύτερο μπαράζ μέχρι σήμερα στην παρούσα σύγκρουση.

Μετά από εντατικές διαβουλεύσεις, στις 26 Νοεμβρίου Ισραήλ και Χεζμπολάχ -με τη μεσολάβηση των ΗΠΑ και της Γαλλίας- συμφώνησαν σε μία 60ήμερη κατάπαυση του πυρός μετά από 13 μήνες συγκρούσεων και δύο μήνες χερσαίων επιχειρήσεων και εντατικών βομβαρδισμών, επειδή και οι δύο πλευρές βρέθηκαν, με διαφορετικό τρόπο η καθεμία, σε θέση αδυναμίας. Το Ισραήλ θα θεωρήσει τον πόλεμο του 2024 εναντίον της Χεζμπολάχ ως μεγάλη επιτυχία.

Κατάφερε να εξαλείψει την ανώτατη ηγεσία της Χεζμπολάχ, συμπεριλαμβανομένου του Χασάν Νασράλα. Κατέστρεψε πολλές στρατιωτικές τοποθεσίες κοντά στα ισραηλινά σύνορα και υποβάθμισε μεγάλο μέρος των αποθεμάτων όπλων της Χεζμπολάχ, συμπεριλαμβανομένων στρατηγικών πυραύλων.

Αλλά η Χεζμπολάχ δεν έχει εξουδετερωθεί, καθώς ακόμη και μετά από δύο μήνες και παρά τις ισραηλινές νίκες, ήταν ακόμη σε θέση να εκτοξεύσει μέχρι πρότινος εκατοντάδες πυραύλους, ενώ την τελευταία εβδομάδα του πολέμου ανάγκασε ακόμη και το αεροδρομίο Ben Gurion στο Τελ Αβίβ να αναστείλει τη λειτουργία του. Αλλά η Χεζμπολάχ δεν είναι η οργάνωση που ήταν στις 8 Οκτωβρίου του 2023, όταν άρχισε να επιτίθεται στο Ισραήλ για να υποστηρίξει τις επιθέσεις της Χαμάς την προηγούμενη μέρα.

Το γεγονός άλλωστε ότι έχει συμφωνήσει σε κατάπαυση του πυρός με το Ισραήλ πριν από το τέλος του πολέμου στη Γάζα υπογραμμίζει ότι η μειωμένη στρατιωτική του ικανότητα αντικατοπτρίζεται στους πιο μετριοπαθείς πολιτικούς του στόχους. Το σημαντικότερο επίτευγμα του Μπέντζαμιν Νετανιάχου με την κατάπαυση του πυρός είναι η αποσύνδεση του πολέμου της Γάζας από το μέτωπο του Λιβάνου

Το Ιράν και ο «άξονας της αντίστασης»

Ο πόλεμος στη Γάζα αύξησε δραματικά την ένταση μεταξύ του Ιράν και του Ισραήλ, κλιμακώνοντας μία μακροχρόνια σύρραξη που στο παρελθόν πραγματοποιούνταν σε μεγάλο βαθμό είτε κρυφά είτε έμμεσα. Στη Μέση Ανατολή, η Τεχεράνη επιδιώκει παραδοσιακά να προβάλει την ισχύ και να αμφισβητήσει τους αντιπάλους της - συμπεριλαμβανομένου του Ισραήλ - μέσω του «άξονα της αντίστασης», ενός δικτύου μη κρατικών συμμάχων που εκπαιδεύει, εξοπλίζει και χρηματοδοτεί.

Μετά την επίθεση της Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου του 2023 και την έναρξη της επίθεσης του Ισραήλ στη Γάζα, αυτοί οι «πληρεξούσιοι» εκτόξευσαν ρουκέτες, πυραύλους και μη επανδρωμένα αεροσκάφη τόσο στο Ισραήλ όσο και στις δυνάμεις των ΗΠΑ για να δείξουν κοινό σκοπό και να προσπαθήσουν να αποτρέψουν το Ισραήλ από την επέκταση της στρατιωτικής του εκστρατείας, ενώ το Ισραήλ ενίσχυε χτυπήματα σε στόχους και προσωπικό που συνδέονται με το Ιράν, ειδικά στη Συρία.

Μια σειρά από ισραηλινά χτυπήματα στο τέλος του 2023 και στις αρχές του 2024 σε μέλη του Σώματος των Φρουρών της Ισλαμικής Επανάστασης κορυφώθηκαν με μια επίθεση τον Απρίλιο που σκότωσε αρκετούς από τους ανώτερους διοικητές του στο ιρανικό προξενείο στη Δαμασκό. Ο συνδυασμός των αυξανόμενων απωλειών και του συμβολισμού να χτυπά το Ισραήλ μια διπλωματική εγκατάσταση οδήγησε το Ιράν, για πρώτη φορά, να απαντήσει άμεσα, με μια μαζική και απροκάλυπτη επίθεση με πυραύλους και drone στο Ισραήλ.

Η Τεχεράνη είχε ενημερώσει για τις προθέσεις της εκ των προτέρων και η αεράμυνα του Ισραήλ, των ΗΠΑ και των συμμάχων κατάφεραν να καταρρίψουν τα περισσότερα από τα βλήματα. Αυτά που προσγειώθηκαν δεν προκάλεσαν σημαντικές ζημιές. Ωστόσο, ο Χοσεϊν Σαλάμι, διοικητής των Φρουρών της Επανάστασης, δήλωσε ότι το μπαράζ γέννησε μια «νέα εξίσωση»: «Από εδώ και στο εξής, εάν το σιωνιστικό καθεστώς επιτεθεί στα συμφέροντά μας, τα περιουσιακά στοιχεία, τις προσωπικότητες και τους πολίτες μας σε οποιοδήποτε σημείο, θα επιτεθούμε από την Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν».

Εάν η ιρανική κυβέρνηση ήλπιζε ότι τα αντίποινα της θα απέτρεπαν τις μελλοντικές ισραηλινές επιχειρήσεις, οι προσδοκίες διαψεύστηκαν γρήγορα. Λίγες μέρες μετά τις επιθέσεις του Απριλίου, το Ισραήλ απάντησε πλήττοντας ένα ιρανικό σύστημα αεράμυνας και ξανά στο τέλος Ιουλίου με το drone που σκότωσε τον Χανίγια ο οποίος βρισκόταν στην Τεχεράνη για την ορκωμοσία του Ιρανού προέδρου Mασούντ Πεζεσκιάν.

Ιρανοί αξιωματούχοι απείλησαν για άλλη μια φορά με αντίποινα και οι ανησυχίες για μια πιο γενικευμένη επίθεση ανάγκασαν τις ΗΠΑ να στείλουν πρόσθετα στρατιωτικά μέσα στην περιοχή. Η Ουάσιγκτον ενίσχυσε επίσης τη διπλωματική οδό για να αποτρέψει μια κλιμάκωση που θα ήταν δύσκολο να περιοριστεί και, όπως υποστήριξαν Αμερικανοί αξιωματούχοι, θα εκτροχίαζε επίσης τις συνομιλίες για κατάπαυση του πυρός στη Γάζα που τότε φαίνονταν «σε τελικό στάδιο».

Η Τεχεράνη αντιμετώπισε έκτοτε ένα μεγάλο δίλημμα: αξίζει τον κόπο να αντιδράσει διακινδυνεύοντας την άμεση αντιπαράθεση με έναν υπολογίσιμο αντίπαλο που υποστηρίζεται από τον ισχυρότερο στρατό του κόσμου; Ή θα πρέπει να επικεντρωθεί στην υποστήριξη του «άξονα της αντίστασης», ενώ εκφράζει εκκλήσεις για κατάπαυση του πυρός στη Γάζα για να εκτονωθεί η σύγκρουση στον πυρήνα της; Αυτό το δίλημμα εντάθηκε από τα μέσα Σεπτεμβρίου, όταν το Ισραήλ άρχισε τα στοχευμένα πλήγματα στις ανώτερες τάξεις της Χεζμπολάχ στον Λίβανο, τον σημαντικότερο μη κρατικό σύμμαχο του Ιράν, με την κατάπαυση του πυρός στη Γάζα να φαίνεται όλο και πιο μακρινή.

Η στρατηγική της ισχυροποίησης μη κρατικών συμμάχων είχε πάντα σκοπό να αποτρέψει τους αντιπάλους αλλά και να μην σύρει την Ισλαμική Δημοκρατία σε πόλεμο, εκτός εάν απειλούνταν σημαντικά τα δικά της συμφέροντα. Μια άμεση σύγκρουση με το Ισραήλ θα μπορούσε επίσης να φέρει την Τεχεράνη σε αντιπαράθεση με τις ΗΠΑ, κάτι που θα ήθελε φυσικά να αποφύγει.

Η Τεχεράνη μπορεί να προτιμήσει να απομονώσει το Ισραήλ χρησιμοποιώντας τη διπλωματία. Νωρίτερα τον Οκτώβριο, ο υπουργός Εξωτερικών Aμπάς Αραγκτσί πραγματοποίησε περιοδεία σε πολλές αραβικές χώρες, όπως το Μπαχρέιν, η Αίγυπτος, η Ιορδανία, το Ιράκ, το Κουβέιτ, το Κατάρ και η Σαουδική Αραβία, σε μια προσπάθεια να ενισχύσει τους δεσμούς με άλλους περιφερειακούς παράγοντες και να αμβλύνει τις εντάσεις, περιθωριοποιώντας το Ισραήλ

Οι αναλυτές εξακολουθούν να φοβούνται ότι το Ιράν και το Ισραήλ θα εγκλωβιστούν σε έναν επικίνδυνο «φαύλο κύκλο» που είναι πιθανό να συμπαρασύρει τις ΗΠΑ και να αποσταθεροποιήσει περαιτέρω την περιοχή.

Yέμενη και Χούθι, ο «τρόμος των θαλασσών»

Μετά τη Χεζμπολάχ, οι αντάρτες Χούθι στην Υεμένη ήταν το μέλος του «άξονα αντίστασης» που ενεπλάκη περισσότερο στη σύρραξη μετά την 7η Οκτωβρίου του 2023. Μετά το ξέσπασμα του πολέμου στη Γάζα, εξέφρασαν αλληλεγγύη με τους Παλαιστίνιους και ξεκίνησαν μια εκστρατεία επιθέσεων σε φορτηγά πλοία στην Ερυθρά Θάλασσα και στον Κόλπο του Άντεν, αναγκάζοντας τις εταιρείες σε όλο τον κόσμο να αλλάξουν δρομολόγια και προκαλώντας τριγμούς στην παγκόσμια αλυσίδα εφοδιασμού.

Κλιμακώνοντας σταδιακά τη δράση τους, οι Χούθι ξεκίνησαν εκτοξεύοντας drones και μικρούς πυραύλους σε πλοία που συνδέονται με το Ισραήλ και διέσχιζαν ύδατα ανοιχτά της Χοντέιντα, το κύριο λιμάνι της Ερυθράς Θάλασσας της Υεμένης, πριν επεκταθούν σε επιδρομές τόσο σε ισραηλινά και μη σκάφη με προορισμό λιμάνια στην Ερυθρά Θάλασσα, τον Κόλπο του Άντεν και τον Ινδικό Ωκεανό.

Οι Χούθι έχουν χτυπήσει πολεμικά πλοία των ΗΠΑ με drones και βαλλιστικούς πυραύλους. Ξεκίνησαν επίσης μια άμεση επίθεση στο Τελ Αβίβ τον Ιούλιο, χρησιμοποιώντας επίσης drones και βαλλιστικούς πυραύλους, σκοτώνοντας έναν Ισραηλινό και τραυματίζοντας άλλους εννέα, με αποτέλεσμα το Ισραήλ να απαντήσει με αεροπορικές επιδρομές στη Χοντέιντα. Αυτός ο τελευταίος κύκλος βίας επαναλήφθηκε στο τέλος Σεπτεμβρίου.

Η ναυτική εκστρατεία των Χούθι ενίσχυσε την ομάδα πολιτικά, τόσο εντός της Υεμένης όσο και στην ευρύτερη περιοχή. Η ομάδα ελέγχει μεγάλο μέρος της βόρειας και κεντρικής Υεμένης μετά την εκδίωξη της κυβέρνησης στη Σαναά το φθινόπωρο του 2014. Ερίζει με μια σειρά πολιτικών δυνάμεων στο νότο και την ανατολή, με τις οποίες περιστασιακά συγκρούεται. Οι επιθέσεις στη ναυτιλία βοήθησαν να εκτονωθεί η λαϊκή οργή για την κακή διοίκηση των Χούθι στις περιοχές που ελέγχουν, καθώς εκμεταλλεύθηκαν τη συμπάθεια των κατοίκων της Υεμένης για τους Παλαιστινίους.

Η εκστρατεία τους επέτρεψε επίσης να επιδείξουν τις στρατιωτικές τους ικανότητες και ισχυροποίησε τη θέση τους στον «άξονα»: τελικά, οι Χούθι κατάφεραν να χτυπήσουν τόσο το Ισραήλ όσο και το ναυτικό των ΗΠΑ και να διαταράξουν τη ναυτιλία στην Ερυθρά Θάλασσα, ασκώντας πίεση στο Ισραήλ, όσο στις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους, ενώ είναι ένας σχετικά «δευτερεύων» παίκτης. Οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους αντιμετωπίζουν πλέον τους Χούθι ως κάτι περισσότερο από ένα πρόβλημα της Υεμένης, για το οποίο υπάρχουν λίγες επιλογές. Οι κυρώσεις των ΗΠΑ, σε συνδυασμό με τις αεροπορικές επιδρομές της Δύσης, έχουν κάνει ελάχιστα για να περιορίσουν τα πυρά των ανταρτών.

Η εκστρατεία των Χούθι την ίδια ώρα έχει μειώσει σημαντικά τις προοπτικές για ειρήνη στην Υεμένη. Πάγωσε την προγραμματισμένη ανακοίνωση πολιτικής συνεννόησης με τον συνασπισμό υπό την ηγεσία της Σαουδικής Αραβίας που παρενέβη για την επανεγκατάσταση της ανατραπείσας κυβέρνησης της Υεμένης το 2015. Οι ΗΠΑ και η Σαουδική Αραβία φοβήθηκαν ότι οποιαδήποτε συμφωνία με τη θαλάσσια κυκλοφορία να κινδυνεύει θα ήταν αναποτελεσματική: θα ήταν αδύνατο να υπάρξει επίσημη κατάπαυση του πυρός μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών στην Υεμένη όσο συνεχίζεται η εκστρατεία.

Ουάσιγκτον και Ριάντ φοβήθηκαν επίσης ότι οι Χούθι θα χρησιμοποιούσαν τα κεφάλαια που πήραν στη συμφωνία -βάσει της οποίας η Σαουδική Αραβία θα πλήρωνε τους μισθούς των υπαλλήλων του δημόσιου τομέα σε περιοχές που διοικούνται από τους Χούθι- για να κατασκευάσουν περισσότερα και καλύτερα βλήματα. Από την πλευρά τους, οι Χούθι πιστεύουν ότι βρίσκονται σε ισχυρότερη θέση από τους Σαουδάραβες.

Ο επικεφαλής του Ανώτατου Πολιτικού Συμβουλίου της ομάδας επέκρινε το Ριάντ για την καθυστέρηση της συμφωνίας και ζήτησε πρόσθετες πολεμικές αποζημιώσεις και κονδύλια ανοικοδόμησης ως μέρος οποιωνδήποτε νέων συνομιλιών. Οι Χούθι αισθάνονται επίσης ενισχυμένοι σε σχέση με τους αντιπάλους τους στην Υεμένη, καθώς οι επιτυχίες τους στη θάλασσα ενίσχυσαν τη στρατολόγηση και τους επέτρεψαν να αναπτύξουν περισσότερους μαχητές σε διάφορα μέτωπα, ενισχύοντας την ετοιμότητά τους. Εν τω μεταξύ, η κυβέρνηση της Υεμένης, αποδυναμωμένη από εσωτερικές διαφωνίες, πιστεύει –λανθασμένα προς το παρόν απ' ότι φαίνεται– ότι η κρίση της Ερυθράς Θάλασσας αποτελεί ευκαιρία για να κερδίσει ανανεωμένη ξένη υποστήριξη για μια νέα χερσαία επιχείρηση με στόχο να νικήσει την ομάδα.

Μια κατάπαυση του πυρός στη Γάζα θα αφαιρούσε το βασικό κίνητρο των Χούθι για τις θαλάσσιες επιθέσεις, αλλά δεν θα μπορούσε να εγγυηθεί πιο ήρεμα νερά. Η ομάδα έχει καταγράψει σημαντικά κέρδη από την εκστρατεία της στην Ερυθρά Θάλασσα και, μετά την άμεση αντιπαράθεση με το Ισραήλ τον Ιούλιο, δήλωσε ότι οι ενέργειές της δεν εξαρτώνται πλέον από την πορεία του πολέμου στη Γάζα. Ωστόσο, όσο συνεχίζεται η ισραηλινή εκστρατεία στη Γάζα, οι Χούθι θα έχουν λόγο να κλιμακώνουν τη δράση τους.

Πράγματι, στις 27 Σεπτεμβρίου, ανέλαβαν την ευθύνη για τις επιθέσεις στο Τελ Αβίβ και την Ασκελόν στο Ισραήλ, καθώς σε τρία πολεμικά πλοία του αμερικανικού ναυτικού. Η συνέχιση της δράσης τους πιθανότατα θα τορπιλίσει τις πιθανότητες ειρήνευσης και στην Υεμένη. Τέλος, εάν η σύγκρουση Ιράν-Ισραήλ κλιμακωθεί, οι Χούθι είναι πιθανό να πραγματοποιήσουν περισσότερες επιθέσεις, μεταξύ άλλων σε συντονισμό με άλλες ομάδες του «άξονα», όπως οι ιρακινές πολιτοφυλακές. Μπορεί επίσης να υιοθετήσουν νέες τακτικές καταφεύγοντας σε υβριδικό πόλεμο, όπως είναι το σαμποτάζ σε υποθαλάσσια καλώδια στην Ερυθρά Θάλασσα.

Αίγυπτος, υπό το φόβο νέας «νάκμπα»

Όταν ξέσπασε ο πόλεμος στη Γάζα, η Αίγυπτος διοχέτευσε όλες τις προσπάθειές της για να αποτρέψει τη μαζική μετακίνηση Παλαιστινίων στη χερσόνησο του Σινά. Με τους Ισραηλινούς αξιωματούχους και τα μέσα ενημέρωσης να μιλούν για «εθελοντική μετανάστευση» από τη Γάζα, το Κάιρο τόνισε με κάθε τρόπο στους δυτικούς συμμάχους, τόσο σε δημόσιες δηλώσεις όσο και σε διμερείς συνομιλίες, ότι δεν θα δεχόταν αυτό το αποτέλεσμα.

Η Αίγυπτος πίστευε ότι ένας τέτοιος εκτοπισμός - το ισοδύναμο μιας νέας «νάκμπα», όπως αποκαλούν οι Παλαιστίνιοι τη φυγή και την απέλασή τους το 1948 - θα ήταν μια καταστροφή για το παλαιστινιακό εθνικό κίνημα. Θα έκανε ακόμη πιο δύσκολη τη δημιουργία ενός παλαιστινιακού κράτους, που αποτελεί ήδη μακρινή προοπτική. Επιπλέον θα απειλούσε την αιγυπτιακή εθνική ασφάλεια, επιβαρύνοντας το Κάιρο με έναν μη διαχειρίσιμο αριθμό προσφύγων και ενδεχομένως επιτρέποντας στους Παλαιστίνιους μαχητές να εισέλθουν σε μια περιοχή που πλήττεται από μια δεκαετή ισλαμιστική εξέγερση. Υπό την πίεση από Αιγύπτιους διπλωμάτες, Ευρωπαίοι και Αμερικανοί αξιωματούχοι ώθησαν τους Ισραηλινούς ηγέτες να αρνηθούν δημόσια οποιαδήποτε πρόθεση απέλασης των Παλαιστινίων από τη Γάζα.

Αλλά η απειλή μαζικών εκτοπισμών δημιούργησε επίσης ανοίγματα για το Κάϊρο. Η αιγυπτιακή κυβέρνηση εργαλειοποίησε τους ευρωπαϊκούς φόβους για αυξημένη μετανάστευση στη Μεσόγειο Θάλασσα και τις ανησυχίες των χωρών του Κόλπου σχετικά με την περιφερειακή τάξη, τις άμεσες επενδύσεις και τα δάνεια με ευνοϊκούς όρους.

Ο πόλεμος στη Γάζα είχε σημαντικό αντίκτυπο στην ήδη ταλαιπωρημένη οικονομία της Αιγύπτου, πλήττοντας σκληρά την τουριστική βιομηχανία, μειώνοντας προσωρινά τις εισαγωγές φυσικού αερίου από το Ισραήλ και σχεδόν εξαλείφοντας τα έσοδα από τη Διώρυγα του Σουέζ, καθώς οι Χούθι έπληξαν τη ναυτιλία στην Ερυθρά Θάλασσα. Ωστόσο, το Κάιρο κατάφερε να αξιοποιήσει στο έπακρο τη δύσκολη θέση του, πείθοντας τους ξένους εταίρους να του παράσχουν έκτακτη οικονομική στήριξη.

Καθώς οι οικονομικοί κίνδυνοι απομακρύνονταν και συνεχίζονταν οι διαπραγματεύσεις για την κατάπαυση του πυρός στη Γάζα, με την Αίγυπτο να διαδραματίζει βασικό μεσολαβητικό ρόλο, το Κάϊρο ανησυχούσε όλο και περισσότερο για τον διακηρυγμένο στόχο του Ισραήλ να καταλάβει μόνιμα τον «διάδρομο της Φιλαδέλφειας» (άξονας Salah al-Din σύμφωνα με τα αραβόφωνα μέσα ενημέρωσης) μία στενή λωρίδα αιγυπτιακής γης μεταξύ Σινά και Γάζας.

Μετά την επίθεση του Μαΐου στη νοτιότερη πόλη της Γάζας τη Ράφα, οι ισραηλινές δυνάμεις κινήθηκαν στον διάδρομο. Το Ισραήλ κατηγόρησε την Αίγυπτο ότι απέτυχε να ασφαλίσει πλήρως την περιοχή, αφήνοντας όπλα και άλλο στρατιωτικό εξοπλισμό να εισέρχεται στη Γάζα μέσα από σήραγγες που φέρεται να ανακάλυψαν οι Ισραηλινοί στρατιώτες.

Το Κάϊρο απέρριψε αυτόν τον ισχυρισμό, υπονοώντας ότι το Ισραήλ είχε ανακαλύψει παλιούς, αχρησιμοποίητους άξονες που είχαν σφραγιστεί εδώ και πολύ καιρό. Η Αίγυπτος τόνισε επίσης την παραβίαση της ειρηνευτικής συνθήκης του 1979 από το Ισραήλ, η οποία απαγορεύει οποιαδήποτε μονομερή αλλαγή του status quo στην περιοχή. Αλλά η διαπραγματευτική ισχύς της Αιγύπτου στο Ισραήλ είναι περιορισμένη.

Καθώς οι διαπραγματεύσεις για την κατάπαυση του πυρός έχουν «παγώσει», το Ισραήλ φαίνεται απρόθυμο να υποκύψει στα αιτήματα της Αιγύπτου. Ο έλεγχος της συνοριακής διέλευσης της Ράφα είναι ένα άλλο σημείο της διαμάχης Ισραήλ-Αιγύπτου. Οι ισραηλινές δυνάμεις κατέλαβαν την παλαιστινιακή πλευρά της διάβασης τον Μάιο. Στη συνέχεια, η Αίγυπτος έκλεισε την πλευρά της και οδήγησε τις αποστολές ανθρωπιστικής βοήθειας σε άλλα περάσματα.

Στις διαπραγματεύσεις με το Ισραήλ, Αιγύπτιοι αξιωματούχοι έχουν επανειλημμένα ζητήσει να παραδοθεί η Ράφα στην Παλαιστινιακή Αρχή ή σε άλλο παλαιστινιακό κυβερνητικό όργανο στη Γάζα. Το Ισραήλ απορρίπτει αυτή την ιδέα, γιατί θα άνοιγε μια «τρύπα» στη ζώνη ασφαλείας που θέλει να διατηρήσει σε όλη τη Γάζα.

Παρά την οργή της Αιγύπτου για όσα συνέβησαν τον περασμένο χρόνο, φαίνεται απίθανο να αποχωρήσει από τη Συνθήκη ειρήνης με το Ισραήλ. Από το 1979, η Αίγυπτος βασίζει την εξωτερική της πολιτική στην εξομάλυνση με το Ισραήλ, η οποία έχει αποφέρει σημαντικά γεωπολιτικά και οικονομικά οφέλη για το Κάϊρο, συμπεριλαμβανομένων ισχυρότερων δεσμών με την Ουάσιγκτον και 1,3 δισ. δολαρίων σε βοήθεια από τις ΗΠΑ κάθε χρόνο.

Αν και η απειλή μαζικού εκτοπισμού και η οικονομική κρίση έχουν ατονήσει, το Ισραήλ εξακολουθεί να αγνοεί τις ανησυχίες της Αιγύπτου, προδικάζοντας ότι το Κάιρο δεν έχει άλλη επιλογή από το να ζήσει με τα τετελεσμένα στη Ράφα και την Διάδρομο της Φιλαδέλφεια. Το Κάιρο προσπαθεί να πείσει τους διεθνείς εταίρους του να πιέσουν το Ισραήλ να αλλάξει πορεία – μέχρι στιγμής χωρίς αποτέλεσμα. Χωρίς άλλη διαθέσιμη επιλογή, πιθανότατα θα πρέπει να ζήσει με το νέο status quo, καθώς η αποχώρηση από τη Συνθήκη Ειρήνης θα ήταν πολύ δαπανηρή από γεωπολιτική, ασφάλεια και οικονομική σκοπιά.

Ο κεντρικός ρόλος του Καΐρου στη διπλωματία κατάπαυσης του πυρός έχει αναζωογονήσει κάπως την περιφερειακή του επιρροή, ενισχύοντας τους δεσμούς του με την Ουάσιγκτον, καθώς και με τους Ευρωπαίους εταίρους του και τις χώρες του Κόλπος. Ενώ η βελτιωμένη σχέση με τις ΗΠΑ είναι απίθανο να μεταφραστεί σε σημαντική πρόοδο στις διαπραγματεύσεις για τη Γάζα, οι στενότεροι δεσμοί της Αιγύπτου με τους συμμάχους έχουν βελτιώσει τις οικονομικές της προοπτικές.

Ο ρόλος της Ιορδανίας

Ο πόλεμος στη Γάζα δημιουργεί ένα αίνιγμα για την Ιορδανία, η οποία γειτνιάζει με το Ισραήλ, έχει πολλούς πολίτες Παλαιστινιακής καταγωγής (κυρίως πρόσφυγες από τους πολέμους του 1948 και 1967 και τους απογόνους τους) και εξαρτάται από την υποστήριξη των δυτικών συμμάχων του Ισραήλ για την πολιτική και οικονομική του σταθερότητα. Ο βραχυπρόθεσμος οικονομικός αντίκτυπος του πολέμου ήταν οδυνηρός.

Ο τουρισμός, ο οποίος συνεισφέρει το 14-15% του ΑΕΠ και ανέκαμψε στον απόηχο της πανδημίας του COVID-19, έχει πλέον υποχωρήσει σοβαρά, ενώ οι ξένες επενδύσεις έχουν μειωθεί κατακόρυφα. Στην εσωτερική πολιτική, ο πόλεμος επιδεινώνει το πρόβλημα εικόνας για την κυβέρνηση, η οποία υπέγραψε συνθήκη ειρήνης με το Ισραήλ το 1994 και διατηρεί τους διπλωματικούς και άλλους δεσμούς που προέκυψαν παρά τη σημαντική αντίθεση.

Η Ιορδανία ανησυχεί επίσης ότι περισσότεροι Παλαιστίνιοι θα μπορούσαν να εκτοπιστούν στη χώρα. Εάν ο πόλεμος της Γάζας οδηγήσει τους Παλαιστίνιους στο Σινά, φοβάται το Αμάν, θα μπορούσε να αποτελέσει προηγούμενο για την αναγκαστική μετεγκατάσταση Παλαιστινίων της Δυτικής Όχθης στην Ιορδανία, με τεράστιες οικονομικές και πολιτικές επιπτώσεις. Η ιδέα ότι οι Παλαιστίνιοι από τη Δυτική Όχθη θα μπορούσαν να μεταναστεύσουν στην Ιορδανία κυκλοφορεί εδώ και καιρό στους κόλπους της ισραηλινής δεξιάς, συμπεριλαμβανομένων πολλών προσκείμενων στη σημερινή κυβέρνηση.

Ιορδανοί αξιωματούχοι επέκριναν έντονα τη συμπεριφορά του Ισραήλ στον πόλεμο στη Γάζα, δηλώνοντας επανειλημμένα ότι παραβιάζει το διεθνές δίκαιο. Η χώρα έχει υποστηρίξει δημόσια την υπόθεση της Νότιας Αφρικής που κατηγορεί το Ισραήλ για γενοκτονία στο Διεθνές Δικαστήριο Δικαιοσύνης. Στο τέλος Σεπτεμβρίου, ο βασιλιάς Αμπντάλα Β' περιέγραψε τον πόλεμο ως επίθεση στον ΟΗΕ και επανέλαβε τις προηγούμενες εκκλήσεις του για έναν ανθρωπιστικό διάδρομο για την παροχή βοήθειας.

Η Ιορδανία έχει επίσης δραστηριοποιηθεί στην παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας στη Γάζα. Διατηρεί εδώ και καιρό ένα νοσοκομείο στη Γάζα και έχτισε ένα δεύτερο τον Οκτώβριο του 2023, και τα δύο ωστόσο έχουν χτυπηθεί από το Ισραήλ. Η κυβέρνηση έχει επίσης πραγματοποιήσει πολλές αεροπορικές ρίψεις με μεγάλη δημοσιότητα, εν μέρει σε μια προσπάθεια να προλάβει την έντονη κριτική για τη σχέση της με το Ισραήλ. Οι επιθέσεις των Χούθι στην Ερυθρά Θάλασσα οδήγησαν τα εμπορεύματα που προορίζονταν για το Ισραήλ να επαναδρομολογούνται μέσω του Κόλπου και στη συνέχεια μέσω της Σαουδικής Αραβίας και της Ιορδανίας στη γέφυρα του Βασιλιά Χουσεΐν στη Δυτική Όχθη. Πολλά φορτία βοήθειας με προορισμό τη Γάζα έχουν αποσταλεί από την Ιορδανία μέσω της ίδιας διάβασης.

Παρά την κριτική, η Ιορδανία δεν έχει μειώσει τη στενή οικονομική, στρατιωτική και πολιτική συνεργασία της με το Ισραήλ, φοβούμενη σοβαρές οικονομικές και πολιτικές συνέπειες, μεταξύ άλλων από τις ΗΠΑ, τον κύριο ξένο προστάτη της. Το 2021, το Αμάν και η Ουάσιγκτον υπέγραψαν συμφωνία αμυντικής συνεργασίας και το 2022, η Ιορδανία ανανέωσε τη «στρατηγική της συνεργασία» με τις ΗΠΑ, δίνοντας στον στρατό των ΗΠΑ εκτεταμένα δικαιώματα να χρησιμοποιεί το έδαφος της Ιορδανίας για απροσδιόριστους σκοπούς με αντάλλαγμα έως και 10 δισεκατομμύρια δολάρια σε επτά χρόνια , «με την επιφύλαξη της διαθεσιμότητας κεφαλαίων των ΗΠΑ».

Οι ΗΠΑ κατάφεραν έτσι να καταρρίψουν ιρανικούς πυραύλους και μη επανδρωμένα αεροσκάφη που πετούσαν πάνω από την Ιορδανία προς το Ισραήλ τον Απρίλιο και τον Οκτώβριο. Η κυβέρνηση είπε ότι επέτρεψε στις ΗΠΑ να το κάνει για να προστατεύσει την ιορδανική κυριαρχία, υπό τον φόβο ότι η χώρα θα γίνει πεδίο μάχης Ιράν-Ισραήλ. Ωστόσο, η στρατιωτική παρουσία των ΗΠΑ έχει εκθέσει το έδαφος της Ιορδανίας σε επίθεση από μη κρατικούς συμμάχους του Ιράν. Στις 29 Ιανουαρίου, μια ιρακινή μαχητική ομάδα που υποστηρίζεται από το Ιράν εκτόξευσε ένα drone στον Πύργο 22, μια βάση παρατήρησης των ΗΠΑ στη βορειοανατολική Ιορδανία κοντά στα σύνορα με τη Συρία, σκοτώνοντας τρεις Αμερικανούς στρατιώτες, στην πρώτη επίθεση εναντίον αμερικανικών στρατευμάτων σε ιορδανικό έδαφος.

Παρά την προσπάθεια της κυβέρνησης να την σταματήσει, η δημόσια αντίθεση στον πόλεμο στη Γάζα ήταν έντονη από την αρχή. Τους πρώτους τρεις μήνες, ειδικότερα, ξέσπασαν διαδηλώσεις σε πολλές πόλεις, συμπεριλαμβανομένου του Αμάν, αν και οι διαδηλωτές απέφυγαν να περάσουν τις «κόκκινες γραμμές» του βασιλείου για να επικρίνουν τη μοναρχία και τις εσωτερικές της πολιτικές, στρέφοντας την οργή τους στο Ισραήλ και τις ΗΠΑ. Η κυβέρνηση προσπάθησε να περιορίσει περαιτέρω τις εκφράσεις δυσαρέσκειας συλλαμβάνοντας χιλιάδες ακτιβιστές.

Iράκ

Στα μέσα Οκτωβρίου 2023, ιρακινές μαχητικές ομάδες του «άξονα της αντίστασης» εξαπέλυσαν επιθέσεις σε στρατιωτικές δυνάμεις των ΗΠΑ στο Ιράκ και τη Συρία, αφενός για να τιμωρήσουν την Ουάσιγκτον για την υποστήριξη του Ισραήλ στον πόλεμο της Γάζας και αφετέρου για να προωθήσουν μέρος της εσωτερικής τους ατζέντας.

Ήθελαν να ασκήσουν πίεση στις κυβερνήσεις του Ιράκ και των ΗΠΑ με στόχο να επιταχύνουν τις συνομιλίες για την απόσυρση των ξένων δυνάμεων του συνασπισμού που παραμένουν στο Ιράκ, για να πολεμήσουν τα υπολείμματα του ISIS. Η Βαγδάτη και η Ουάσιγκτον συμφώνησαν να ξεκινήσουν αυτές τις συνομιλίες τον προηγούμενο Αύγουστο. Μετά τα αντίποινα των ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένου ενός πλήγματος στη Βαγδάτη τον Δεκέμβριο, η ιρακινή κυβέρνηση αισθάνθηκε επείγουσα ανάγκη για την επίτευξη συμφωνίας σχετικά με το χρονοδιάγραμμα αποχώρησης με τις ΗΠΑ.

Οι ανταλλαγές μεταξύ των ιρακινών ένοπλων ομάδων και του αμερικανικού στρατού έφτασαν σε σημείο καμπής στις 28 Ιανουαρίου, όταν οι πρώτες χτύπησαν τον Πύργο 22, μια εγκατάσταση των ΗΠΑ στην Ιορδανία, με ένα μη επανδρωμένο αεροσκάφος, σκοτώνοντας τρεις Αμερικανούς στρατιώτες. Οι ΗΠΑ απάντησαν με πολλαπλές επιθέσεις στις βάσεις των ιρακινών ομάδων, μία από τις οποίες σκότωσε έναν υψηλόβαθμο διοικητή της «Κατάϊμπ Χεζμπολάχ» στη Βαγδάτη στις 7 Φεβρουαρίου.

Η «Καταΐμπ Χεζμπολάχ» (Ταξιαρχίες του Κόμματος του Θεού) ανακοίνωσε πως η ίδια και άλλες ιρακινές ένοπλες παρατάξεις προσκείμενες στο Ιράν θα αναστείλουν περαιτέρω επιθέσεις στις Η.Π.Α, επιτρέποντας να συνεχιστούν οι συνομιλίες για την απομάκρυνση των δυνάμεων του συνασπισμού. Στις 28 Σεπτεμβρίου, ανακοίνωσαν ένα χρονοδιάγραμμα για την απόσυρση, το οποίο περιλαμβάνει το τέλος της αποστολής κατά του ISIS στο Ιράκ έως τον Σεπτέμβριο του 2025 και μια μικρή φρουρά για την υποστήριξη της αποστολής στη Συρία μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2026.

Από τον Φεβρουάριο, αντί να χτυπήσουν τις βάσεις των ΗΠΑ στο Ιράκ και τη Συρία, οι ιρακινές ομάδες «αντίστασης» στόχευσαν το Ισραήλ, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Το Ισραήλ φαίνεται ότι αναχαίτισε drones και πυραύλους κρουζ από το Ιράκ πάνω από τη Συρία ή την Ιορδανία. Από τότε που το Ισραήλ επιτάχυνε τα πλήγματά του στον Λίβανο και σκότωσε επίσης έναν διοικητή της Κατάιμπ Χεζμπολάχ στη Δαμασκό στις 20 Σεπτεμβρίου, η ένταση των επιθέσεων έχει αυξηθεί.

Στις 25 Σεπτεμβρίου, ένα drone από το Ιράκ φέρεται να έπληξε το ισραηλινό λιμάνι Εϊλάτ, τραυματίζοντας δύο άτομα. Την ίδια μέρα, ένας ανώτερος ηγέτης της Kατάϊμπ Χεζμπολάχ εξέδωσε μια δήλωση που προέτρεψε όλες τις ομάδες «αντίστασης» να εντείνουν τις επιθέσεις στο Ισραήλ για να υποστηρίξουν τον Λίβανο και την Παλαιστίνη. Απείλησε επίσης το Ισραήλ και τις ΗΠΑ με σημαντική ανταπόδοση εάν το Ισραήλ χτυπήσει απευθείας το Ιράκ. Οι ομάδες της «Αντίστασης» επανέλαβαν αυτό το μήνυμα μετά την επίθεση του Ιράν στο Ισραήλ την 1η Οκτωβρίου, απειλώντας να συνεχίσουν να πυροβολούν εναντίον αμερικανικών στόχων στην περιοχή εάν το Ισραήλ πλήξει το Ιράν.

Στις 4 Οκτωβρίου, το Ισραήλ ανακοίνωσε ότι ένα μη επανδρωμένο αεροσκάφος που εκτοξεύτηκε από το Ιράκ στα κατεχόμενα Υψίπεδα του Γκολάν την προηγούμενη ημέρα είχε σκοτώσει δύο στρατιώτες και τραυμάτισε δεκάδες. Οι ιρακινές ομάδες «αντίστασης» δεν ανέλαβαν την ευθύνη για την επίθεση, αν και θα ήταν η πιο επιτυχημένη μέχρι σήμερα σε ισραηλινό στόχο, πιθανότατα για να αποφύγουν τα ισραηλινά αντίποινα. Ιρακινοί αξιωματούχοι που γνωρίζουν τις δυνατότητες των ομάδων αμφισβητούν εάν το drone προερχόταν από το Ιράκ, λέγοντας ότι οι ομάδες θα έπρεπε να είναι πιο κοντά στον στόχο, ενδεχομένως στη Συρία.

Αυτές οι ομάδες έχουν επίσης γίνει πιο ενεργές υποστηρίζοντας αυτό που οι εταίροι του Ιράν στην περιοχή αποκαλούν «ενοποίηση των μετώπων» έξω από τη στρατιωτική αρένα. Με την υποστήριξη αυτών των ομάδων, η αντιπροσωπεία των Χούθι στη Βαγδάτη έγινε πιο ορατή και η Χαμάς άνοιξε γραφείο στην ιρακινή πρωτεύουσα. Η ιρακινή κυβέρνηση φαίνεται να νιώθει άβολα με αυτά τα βήματα, αλλά δεν μπορεί να κάνει πολλά για να τα σταματήσει.

Ο συντονισμός με άλλα τμήματα του «άξονα αντίστασης» δεν έφερε καμία σημαντική αλλαγή στις στρατιωτικές ενέργειες των ιρακινών ομάδων. Για μια σύντομη περίοδο, από τις 6 Ιουνίου έως τις 15 Ιουλίου, οι Χούθι και οι ιρακινές ομάδες ανακοίνωναν ότι είχαν εξαπολύσει κοινές επιθέσεις στο Ισραήλ. Σε περίπου δώδεκα περιπτώσεις, όπως φαίνεται, εκτόξευσαν drones και πυραύλους ταυτόχρονα από τις αντίστοιχες χώρες τους σε μια προσπάθεια να τραβήξουν την ισραηλινή αεράμυνα σε διάφορες κατευθύνσεις.

Καμία από αυτές τις απόπειρες χτυπημάτων δεν επιβεβαιώθηκε από το Ισραήλ. Οι συντονισμένες επιθέσεις ήταν οι πρώτες του είδους τους και θα μπορούσαν να επαναληφθούν σε περίπτωση μεγάλης κλιμάκωσης μεταξύ Ιράν και Ισραήλ. Είναι επίσης πιθανό οι ιρακινές ομάδες να στείλουν μαχητές στη βοήθεια της Χεζμπολάχ στον Λίβανο, καθώς έχουν δηλώσει προηγουμένως την ετοιμότητά τους να το πράξουν.

Τα κράτη του Κόλπου και οι λεπτές ισορροπίες

Τα αραβικά κράτη του Κόλπου, ιδιαίτερα το Κατάρ, η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, ήταν στην πρώτη γραμμή της διπλωματίας και της ανθρωπιστικής βοήθειας για τους κατοίκους της Γάζας τον τελευταίο χρόνο. Ενώ καταγγέλλουν τον πόλεμο του Ισραήλ και εκφράζουν την υποστήριξη των παλαιστινιακών δικαιωμάτων και του κράτους με αυξανόμενο επείγοντα χαρακτήρα, η ουσία της στρατηγικής τους παραμένει ίδια.

Το Κατάρ έχει καταβάλει σημαντικές προσπάθειες, μαζί με την Αίγυπτο και τις ΗΠΑ, για την επιδίωξη κατάπαυσης του πυρός μεταξύ της Χαμάς και του Ισραήλ. Η Σαουδική Αραβία έχει συγκαλέσει Άραβες και Μουσουλμάνους ηγέτες σε «ομάδες επαφής» για να συζητήσουν τρόπους για την επίτευξη λύσης δύο κρατών στην ισραηλο-παλαιστινιακή σύγκρουση, αν και με μικρό αποτέλεσμα. Τα ΗΑΕ, από την πλευρά τους, πρωτοστάτησαν σε πρωτοβουλίες βοήθειας για τη Γάζα καθ' όλη τη διάρκεια του πολέμου. Αυτές οι προσπάθειες οδήγησαν σε μικρές επιτυχίες κατά τη διάρκεια του έτους, όπως (στην περίπτωση του Κατάρ) η εβδομαδιαία εκεχειρία τον Νοέμβριο του 2023 που απελευθέρωσε περισσότερους από εκατό Ισραηλινούς και Παλαιστίνιους κρατούμενους. Καμία ωστόσο, δεν μπόρεσε να αλλάξει την τροχιά της σύγκρουσης.

Μαζί με τη δημόσια διπλωματική στρατηγική του, το Ριάντ επιδιώκει μια ιδιωτική, με την ενθάρρυνση της Ουάσιγκτον: να διαπραγματευτεί τον τερματισμό του πολέμου στη Γάζα και μια διαδικασία που θα οδηγήσει στην ίδρυση παλαιστινιακού κράτους με αντάλλαγμα την εξομάλυνση των σχέσεων μεταξύ Σαουδικής Αραβίας και Ισραήλ.

Αλλά καθώς ο πόλεμος άρχισε – με περισσότερους από 40.000 Παλαιστίνιους νεκρούς, η βοήθεια επιβραδύνθηκε και οι συνομιλίες για κατάπαυση του πυρός σταμάτησαν – αυτά τα σχέδια κατέρρευσαν, τουλάχιστον προς το παρόν. Στις 18 Σεπτεμβρίου του 2024, ο πρίγκιπας διάδοχος δήλωσε ότι δεν θα υπήρχε ομαλοποίηση χωρίς ένα παλαιστινιακό κράτος, μια λεπτή αλλά σημαντική αλλαγή από προηγούμενες εκκλήσεις «για να διευκολυνθεί η ζωή των Παλαιστινίων» κοκ.

Για τα αραβικά κράτη του Κόλπου, η επέκταση του πολέμου της Γάζας στον Λίβανο αυξάνει τον κίνδυνο να εμπλακούν στη διασταυρούμενη πυρά μεταξύ των ΗΠΑ και του Ισραήλ, από τη μια πλευρά, και του Ιράν και του «άξονα αντίστασής» του, από την άλλη. Οι βάσεις των ΗΠΑ σε όλη την Αραβική Χερσόνησο θα μπορούσαν να γίνουν στόχοι του Ιράν ή του «άξονα» εάν διευρυνθεί η σύγκρουση, ενώ οι Χούθι στην Υεμένη θα μπορούσαν να ξαναρχίσουν διασυνοριακές επιθέσεις στη Σαουδική Αραβία ή να χτυπήσουν τα ΗΑΕ, όπως έκαναν στο παρελθόν. Για να μετριάσουν τον κίνδυνο, τα κράτη του Κόλπου συμμαχούν με τις στις ΗΠΑ και δεσμεύονται με το Ισραήλ σε διάφορους βαθμούς, ενώ επιδιώκουν διάλογο με το Ιράν και τους εταίρους του.

Τον Απρίλιο, η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα φέρεται να αρνήθηκαν να επιτρέψουν στις ΗΠΑ ή το Ισραήλ να χρησιμοποιήσουν τον εναέριο χώρο τους για να αποκρούσουν την πυραυλική επίθεση του Ιράν στο Ισραήλ.

Τα κράτη του Κόλπου θα συνεχίσουν αυτή τη λεπτή πράξη εξισορρόπησης όσο διαφαίνεται ο κίνδυνος περιφερειακού πολέμου – αλλά μένει να φανεί για πόσο ακόμη θα μπορούν να βαδίζουν σε τεντωμένο σχοινί. Στις 3 Οκτωβρίου, οι υπουργοί Εξωτερικών των χωρών του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου συναντήθηκαν με τον Ιρανό Πρόεδρο Πεζεσκιάν στην πρωτεύουσα του Κατάρ, Ντόχα, στο περιθώριο του Διαλόγου για τη Συνεργασία για την Ασία, το πρώτο τέτοιο συνέδριο από το 2007.

Συζήτησαν τους κινδύνους περιφερειακής κλιμάκωσης, υπογραμμίζοντας την επιθυμία των κρατών του Κόλπου να συμμετάσχουν στη διπλωματία με όλες τις πλευρές και να παραμείνουν ουδέτερες στη σύγκρουση μεταξύ Ισραήλ και Ιράν.