Η Ευρώπη «γερνά»: Ιστορικά χαμηλό ρεκόρ γεννήσεων το 2023 - Γιατί οι νέοι δεν κάνουν μωρά
Η υπογεννητικότητα-ρεκόρ στην Ευρώπη αναμένεται να ασκήσει πίεση στα δημοσιονομικά, προειδοποιούν οι ειδικοί. Η μείωση των γεννήσεων είναι πιο έντονη στην Ιταλία, την Ισπανία, την Ελλάδα, την Πολωνία, τη Φινλανδία και τις χώρες της Βαλτικής
Ο αριθμός των μωρών που γεννήθηκαν στην ΕΕ έφτασε σε ιστορικό χαμηλό πέρυσι, σύμφωνα με επίσημα στοιχεία που υπογραμμίζουν τη σοβαρότητα των δημογραφικών προκλήσεων της περιοχής. Οι γεννήσεις στα 27 κράτη-μέλη του μπλοκ μειώθηκαν σε 3.665.000 το 2023, σύμφωνα με στοιχεία που ενημερώθηκαν τον περασμένο μήνα, το χαμηλότερο από τότε που συλλέχθηκαν για πρώτη φορά συγκρίσιμα δεδομένα το 1961.
Ο αριθμός αντιπροσώπευε επίσης πτώση της τάξης του 5,5% από το σύνολο των γεννήσεων του 2022- τη μεγαλύτερη ετήσια μείωση που έχει καταγραφεί. Οι αριθμοί συγκεντρώθηκαν από τα τελευταία στοιχεία των κρατών-μελών από τη Eurostat, τη στατιστική υπηρεσία της ΕΕ, και περιέχονταν σε περιοδική της ενημέρωση.
Το ποσοστό για το 2023 είναι χαμηλότερο από τις 4 εκατομμύρια γεννήσεις στην ΕΕ που προβλέπονταν πέρυσι στις μακροπρόθεσμες προβλέψεις πληθυσμού της Eurostat. Από τότε που έφτασε στο ανώτατο όριο των σχεδόν 7 εκατομμυρίων γεννήσεων στα μέσα της δεκαετίας του 1960, τα ποσοστά γεννήσεων στις χώρες που αποτελούν τώρα την ΕΕ έχουν μειωθεί απότομα και είναι περίπου στο ίδιο επίπεδο με τις ΗΠΑ.
Η έλλειψη παιδιών στην Ευρώπη αναμένεται να ασκήσει πίεση στις οικονομίες των χωρών, καθώς οι πληθυσμοί σε ηλικία εργασίας συρρικνώνονται και το κόστος των δαπανών σε τομείς όπως η υγειονομική περίθαλψη και οι συντάξεις αυξάνεται. Ειδικοί στο δημογραφικό πιστεύουν ότι η μακροχρόνια τάση των Ευρωπαίων να κάνουν όλο και λιγότερα μωρά μπορεί να έχει επιδεινωθεί από τις ανησυχίες για την κλιματική αλλαγή, την πανδημία και τη χειρότερη άνοδο του πληθωρισμού σε μια γενιά.
«Είναι πιθανό οι αντιληπτές αβεβαιότητες -όπως π.χ... η εργασιακή ανασφάλεια, το αυξανόμενο κόστος στη διαβίωσης και τις τιμές στέγασης και οι πολλαπλές παγκόσμιες κρίσεις, συμπεριλαμβανομένης της πανδημίας Covid-19, των γεωπολιτικών εντάσεων και της κλιματικής αλλαγής, θα μπορούσαν να επηρεάσουν αρνητικά τις ατομικές αναπαραγωγικές αποφάσεις», δήλωσε ο Γκουανγκιού Ζανγκ, υπεύθυνος πληθυσμιακών υποθέσεων στον ΟΗΕ.
«Οι νέοι έχουν μεγαλύτερη δυσκολία από πριν να εδραιωθούν στην αγορά εργασίας, στην αγορά κατοικίας και ίσως και στην αγορά γνωριμιών», δήλωσε από την πλευρά του ο Γουίλεμ Αντέμα, ανώτερος οικονομολόγος στον ΟΟΣΑ. «Αυτό είναι ένα μέρος της ιστορίας που είναι αρκετά ξεκάθαρο».
Η Μαρία Ρίτα Τέστα, καθηγήτρια δημογραφίας στο Πανεπιστήμιο Luiss της Ρώμης, είπε ότι ενώ πολλοί παράγοντες επηρεάζουν την απόφαση απόκτησης παιδιών, υπήρχαν νέοι λόγοι που σχετίζονται με πολιτικές και οικονομικές «εντάσεις σε διεθνές επίπεδο», καθώς και «ανησυχίες για την κλιματική αλλαγή».
Καθώς οι άνθρωποι καθυστερούν τη γονεϊκότητα, οι γυναίκες στην περιοχή γεννούν σε μεγαλύτερη ηλικία. Τα στοιχεία της Eurostat που δημοσιεύθηκαν νωρίτερα φέτος έδειξαν ότι η μέση ηλικία των γυναικών κατά τη γέννηση του πρώτου τους παιδιού αυξανόταν και ήταν σχεδόν 30 το 2022, από 28,8 το 2013.
Το ποσοστό των γεννήσεων στις μητέρες ηλικίας 40 ετών και άνω έχει υπερδιπλασιαστεί την τελευταία δεκαετία από 2,5% σε 6% , αντανακλώντας μια καθυστέρηση στη γονεϊκότητα, με πολλές γυναίκες να επιλέγουν να κάνουν παιδιά πιο κοντά στο ανώτατο όριο της αναπαραγωγικής ηλικίας, το οποίο ο ΟΗΕ ορίζει ότι λήγει στα 49 έτη.
Η τάση των ανθρώπων να έχουν λιγότερα παιδιά παρατηρείται πιο έντονα στην Ιταλία, την Ισπανία, την Ελλάδα, την Πολωνία, τη Φινλανδία και τις χώρες της Βαλτικής — όπου οι γεννήσεις μειώθηκαν κατά τουλάχιστον ένα τέταρτο την τελευταία δεκαετία.
Ο Aντέμα είπε ότι οι κυβερνήσεις θα πρέπει να προετοιμαστούν για ένα μέλλον χαμηλής γονιμότητας και να εξετάσουν μέτρα για την ενίσχυση της μετανάστευσης, της παραγωγικότητας και των επιπέδων συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό, ιδιαίτερα μεταξύ των γυναικών. Ο Τέστα προέτρεψε τις κυβερνήσεις να στηρίξουν τους νέους, ζητώντας μια «προσέγγιση όπου οι νέοι άνδρες και γυναίκες θα λάβουν βοήθεια σε διάφορους τομείς ζωής: στην εκπαίδευση, στην αγορά εργασίας, στην ψυχική υγεία και στην πρόσβαση σε οικονομικά προσιτή στέγαση».