Η επόμενη μέρα στη Συρία: Ο κρίσιμος ρόλος της Ευρώπης στη μετά – Άσαντ εποχή
Πώς η Ευρώπη μπορεί να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο όσον αφορά την επόμενη μέρα στη Συρία, μετά την ανατροπή του καθεστώτος του Μπασάρ αλ Άσαντ και την ανάληψη της εξουσίας από τους τζιχαντιστές.
Ύστερα από περισσότερα από πενήντα χρόνια διακυβέρνησης της οικογένειας Άσαντ στη Συρία, οι δυνάμεις της Τζιχάντ «εξαπέλυσαν» ταχεία και απροσδόκητη επίθεση που ανέτρεψε το καθεστώς, το περασμένο Σαββατοκύριακο.
Ενώ ο Μπασάρ αλ Άσαντ κατέφυγε στη Ρωσία και τού χορηγήθηκε άσυλο, το μέλλον της Συρίας «κρέμεται» από μία κλωστή. Μεταβατική κυβέρνηση έχει αναλάβει την εξουσία, ωστόσο, παραμένει η αβεβαιότητα για αυτόν που θα αναλάβει τη σκυτάλη.
Η Ευρώπη βρίσκεται υπό πίεση να συμφωνήσει για τη θέση και τη στάση της, σχετικά με την επόμενη μέρα στη Συρία. Αντιπροσωπεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης προσπαθεί να έλθει σε επαφή με τις ομάδες των τζιχαντιστών που κατέλαβαν τη Δαμασκό, προκειμένου να αξιολογήσει τις σχέσεις που μπορεί να δημιουργήσει με τη νέα ηγεσία της χώρας, περισσότερο από μία δεκαετία μετά τον τερματισμό των διπλωματικών σχέσεων με το προηγούμενο καθεστώς.
Συγκεκριμένα, οι 27 Υπουργοί Εξωτερικών θα συντονίσουν τις απόψεις σε συνάντηση στις Βρυξέλλες, την προσεχή Δευτέρα (16/12), σχετικά με τη συμμετοχή του μπλοκ στο πολιτικό μέλλον της Συρίας, ειδικότερα ελλείψει ισχυρής ηγεσίας των Ηνωμένων Πολιτειών έως ότου η κυβέρνηση Τραμπ αναλάβει καθήκοντα, τον Ιανουάριο.
Η Ευρώπη έχει τη δυνατότητα να επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό την παγκόσμια απάντηση στα εξελισσόμενα γεγονότα στη Συρία. «Οι Ευρωπαίοι έχουν ένα σπάνιο “παράθυρο” ευκαιρίας να διαμορφώσουν τη μετάβαση της Συρίας», υπογράμμισε ο Ντιλέινι Σάιμον, ανώτερος αναλυτής για το πρόγραμμα των Ηνωμένων Πολιτειών στο International Crisis Group.
Μετά τη βίαιη καταστολή των διαδηλωτών από το συριακό καθεστώς το 2011, η Ένωση διέκοψε τις διπλωματικές σχέσεις με τη Δαμασκό και επέβαλε μεγάλο αριθμό κυρώσεων, συμπεριλαμβανομένου του ενεργειακού και τραπεζικού τομέα της Συρίας.
Αυτοί οι περιορισμοί αποτελούν σημαντικό εμπόδιο στη συνεργασία με τη χώρα, όπου πάνω από το 80% του πληθυσμού ζει κάτω από το όριο της φτώχειας. Υπάρχουν φόβοι για περαιτέρω διάσπαση και εσωτερικές διαμάχες, εάν δεν μπορούν να καλυφθούν οι βασικές ανάγκες των ανθρώπων.