Το σκοτεινό μυστικό της σαμπάνιας: Πεινασμένοι, εξαθλιωμένοι άστεγοι μαζεύουν τα σταφύλια
Έρευνα του Guardian διαπίστωσε ότι οι εργαζόμενοι στη βιομηχανία σαμπάνιας της Γαλλίας αμείβονται ελάχιστα και αναγκάζονται να κοιμούνται στους δρόμους, ακόμη και να κλέβουν φαγητό για να μην πεινάνε.
Εργαζόμενοι από τη δυτική Αφρική και την ανατολική Ευρώπη στην πόλη Épernay, όπου βρίσκονται τα κεντρικά γραφεία ορισμένων από τις πιο ακριβές μάρκες σαμπάνιας στον κόσμο, συμπεριλαμβανομένων των Moët & Chandon και Mercier, ισχυρίζονται ότι είτε δεν αμείβονται για την εργασία τους είτε αμείβονται παράνομα από τους αμπελώνες κοντά στην πόλη.
Το ρεπορτάζ της εφημερίδας βρήκε εργάτες στην πόλη να κοιμούνται στους δρόμους ή σε σκηνές καθώς οι αμπελώνες δεν παρείχαν κατάλυμα. Άλλοι εργαζόμενοι που έμεναν σε ένα κοντινό χωριό είπαν ότι αναγκάστηκαν να κλέβουν τρόφιμα από τους ντόπιους, καθώς δεν είχαν από πού να αγοράσουν προμήθειες.
Πέρυσι, 300 εκατομμύρια μπουκάλια σαμπάνιας από αμπελώνες της βόρειας Γαλλίας στάλθηκαν σε όλο τον κόσμο, αποφέροντας έσοδα 6 δισ. ευρώ. Ωστόσο, η βιομηχανία σαμπάνιας έχει πληγεί από μια σειρά αντιπαραθέσεων που σχετίζονται με τη μεταχείρισή της προς τους συλλέκτες σταφυλιών, με τέσσερις εργάτες να πεθαίνουν από επεισόδια ηλίασης κατά τη διάρκεια της συγκομιδής του περασμένου έτους. Σε μια υπόθεση που αναμένεται να φθάσει στο δικαστήριο στις αρχές του επόμενου έτους, τέσσερα άτομα, μεταξύ των οποίων ένας ιδιοκτήτης αμπελώνα, κατηγορήθηκαν για εμπορία ανθρώπων.
Στο Épernay, τα μεγάλα γραφεία των πιο πολυτελών εμπορικών σημάτων σαμπάνιας του κόσμου βρίσκονται δίπλα-δίπλα στη λεωφόρο Champagne της πόλης, όπου δεκάδες εκατομμύρια μπουκάλια σαμπάνιας φέρεται να φυλάσσονται υπόγεια με αποτέλεσμα η λεωφόρος να αποκαλείται ο «πλουσιότερος δρόμος στον κόσμο».
Μόλις λίγα λεπτά με τα πόδια, δεκάδες εργαζόμενοι που είναι υπεύθυνοι για τη συγκομιδή των σταφυλιών της σαμπάνιας κοιμούνται στην είσοδο του κινηματογράφου απέναντι από τον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης. Μια άλλη ομάδα ανθρώπων από τη γαλλόφωνη Αφρική συλλέγει αντικείμενα κρυμμένα σε θάμνους μετά την επιστροφή τους από τη συγκομιδή. Ένας από αυτούς, ο Γιουνίς, λέει ότι εργάζεται σε αμπελώνες εδώ και τρεις ημέρες, αλλά δεν ξέρει πού θα κοιμηθεί απόψε, λέγοντας «έξω».
Ο Γιουνίς, όπως και άλλοι εργάτες, είχε φθάσει στην περιοχή με την υπόσχεση μιας καλά αμειβόμενης δουλειάς, για να μαζέψει μερικά από τα πιο ακριβά σταφύλια στον κόσμο τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο. Ακόμη και το φθηνότερο μπουκάλι σαμπάνιας σπάνια πωλείται για λιγότερο από 20 λίρες.
Μια άλλη εργάτρια, η Νόρα, λέει ότι την άφησαν να κοιμηθεί σε ένα μουσκεμένο στρώμα σε μια σκηνή μετά από έντονες βροχοπτώσεις κατά τη φετινή συγκομιδή. Λέει ότι δέχθηκε πίεση να δουλεύει πιο γρήγορα. «Κάθε βράδυ αναρωτιόμασταν αν θα μας απολύσουν το επόμενο πρωί ή όχι». Το δελτίο μισθοδοσίας της έδειχνε ότι πληρωνόταν λιγότερο από το γαλλικό κατώτατο ωρομίσθιο, και όχι υπερωρίες.
Τα συνδικάτα κατηγορούν τους αμπελώνες ότι συνεχίζουν να δέχονται τυφλά φθηνό εργατικό δυναμικό και τον κλάδο συνολικά ότι δεν απαγόρευσαν τους παρόχους εργασίας που εκμεταλλεύονται τους υπαλλήλους. Λένε ότι ορισμένοι ιδιοκτήτες αμπελώνων προσπαθούν να δικαιολογηθούν με το επιχείρημα ότι «βοηθούν Αφρικανούς μετανάστες» δίνοντάς τους δουλειά, ακόμα κι αν είναι κακοπληρωμένη.
«Είναι απληστία. Τα σταφύλια πωλούνται από €10 έως €12 το κιλό, επομένως είναι σοκαριστικό να φέρεσαι στους ανθρώπους τόσο άσχημα», λέει ο José Blanco, γενικός γραμματέας του συνδικάτου της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργασίας (CGT) στην περιοχή της Καμπανίας. «Τους βλέπουν ως μηχανές και όχι ως ανθρώπους».
Ο Kανουτέ ζούσε στο Παρίσι όταν άκουσε για «μια δουλειά στην εξοχή» που θα πλήρωνε 80 ευρώ την ημέρα. Μετανάστης από το Μάλι, επιβίωνε για μια δεκαετία με μια σειρά από χαμηλά αμειβόμενες δουλειές καθαρισμού, οπότε άδραξε την ευκαιρία.
Λίγες μέρες μετά την έναρξη της εργασίας τον Σεπτέμβριο του 2023, ο 30χρονος Αφρικανός λέει ότι αυτός και περισσότεροι από 50 άλλοι εργαζόμενοι -οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν μετανάστες χωρίς έγγραφα από τη δυτική Αφρική- βρέθηκαν πεινασμένοι και ζούσαν σε ένα ερειπωμένο σπίτι στο χωριό Nesle-le- Repons, στην τουριστική Καμπανία στη βορειοανατολική Γαλλία. Ζούσαν με ένα σάντουιτς την ημέρα που τους έδιναν το μεσημέρι καθώς μεταφέρονταν ανάμεσα στους αμπελώνες της περιοχής, λέει ο Kανουτέ και ήταν τόσο απελπισμένοι που άρχισαν να κλέβουν φαγητό από τα γειτονικά χωράφια του χωριού.
Δουλέψαμε σκληρά και μας υποσχέθηκαν μισθό και μπόνους, αλλά δεν πήραμε τίποτα», λέει. «Πηγαίναμε και χτυπούσαμε τα κουδούνια των ανθρώπων που αναζητούσαν τσιγάρα. Μερικές φορές, ο κόσμος μας έβλεπε να ερχόμαστε και να κλείσουμε τις πόρτες. Ήταν δύσκολο για την αξιοπρέπειά μας».
Ο νόμιμος κατώτατος μισθός είναι 9,23 ευρώ την ώρα μετά τις κρατήσεις που σημαίνει ότι οι εργαζόμενοι θα έπρεπε να πληρώνονται μεταξύ 100 και 110 ευρώ κάθε μέρα – πολύ περισσότερα από τα 80 ευρώ που υποσχέθηκαν οι προσλήψεις. Ο Kανουτέ λέει ότι τελικά πληρώθηκε 200 ευρώ για μια εβδομάδα εργασίας. Οι περισσότεροι από τους άλλους εργάτες φέρεται να επέστρεψαν στο Παρίσι χωρίς καμία πληρωμή για την εργασία τους.
«Τους φέρονταν σαν σκυλιά», λέει ένας συνταξιούχος αμπελουργός που ζει απέναντι από το σπίτι των εργατών στο χωριό. «Οι άνθρωποι που το κάνουν αυτό δεν είναι αμπελουργοί: είναι εκμεταλλευτές. Είναι κρίμα, δεν δίνει καλή εικόνα για τη σαμπάνιας».
Τα συνδικάτα καταγγέλλουν ότι οι συνθήκες ειναι άθλιες στον τομέα της σαμπάνιας και ότι οι πάροχοι εργασίας προσφέρουν χαμηλές αμοιβές λόγω της επιμονής των αμπελουργών για φθηνό εργατικό δυναμικό. Αλλά είναι δύσκολο να θεωρήσεις συγκεκριμένους οίκους σαμπάνιας υπεύθυνους για την εκμετάλλευση των εργαζομένων, λέει ο Μπλάνκο, λόγω ενός συστήματος «ματριόσκα» όπου έχεις «μια εταιρεία να αναθέτει σε άλλη και ούτω καθεξής».
Στην περίπτωση του Kανουτέ, οι γείτονες ειδοποίησαν την αστυνομία. Το αφεντικό μίας εταιρείας παρόχου εργαζομένων, δύο από τους πράκτορές της και ένας από τους αμπελουργούς που χρησιμοποίησαν τον πάροχο έχουν πλέον κατηγορηθεί για εμπορία ανθρώπων, παροχή ακατάλληλης στέγασης και ανύπαρκτο ή ανεπαρκή μισθό. Θα εμφανιστούν στο δικαστήριο τον Μάρτιο.
Στο Épernay, το προσωπικό του κινηματογράφου Palace δίπλα στο σιδηροδρομικό σταθμό λέει ότι οι εργάτες που κοιμούνται έξω κατά την περίοδο της συγκομιδής ήταν ένα επαναλαμβανόμενο πρόβλημα και ότι οι δεκάδες άστεγοι που βρίσκουν κατάλυμα στην είσοδο του σινεμά, έψαχναν να προστατευθούν από τη βροχή.
«Έκανε τόσο κρύο φέτος που πήγαμε σπίτι και αναρωτιόμασταν αν θα ζούσαν ακόμα το πρωί», λέει η Ελίζ, η οποία εργάζεται στον κινηματογράφο τα τελευταία δύο χρόνια και λέει ότι έβλεπε μικρά λεωφορεία να αφήνουν τους εργάτες κάθε βράδυ. «Απλώς [η πόλη] θέλει να μετακινήσει τους εργάτες γιατί έχουμε πολλούς τουρίστες τώρα, αλλά θα πρέπει να τους βρουν ένα σπίτι. Είναι φρικτό. Ζητήσαμε από τον διευθυντή μας και τους δώσαμε ποπ κορν, αναψυκτικά και σνακ, αλλά ξέραμε ότι δεν ήταν πραγματικό φαγητό»
Λίγα χιλιόμετρα έξω από το Épernay, ο Guardian συνάντησε μια ομάδα Πολωνών εργατών. Λένε ότι δούλευαν 10 ώρες την ημέρα και δείχνουν συμβάσεις εργασίας που λένε ότι αμείβονται με 11,40 ευρώ την ώρα. Αυτό είναι κάτω από το νόμιμο ελάχιστο των 11,65 ευρώ την ώρα πριν από τις κρατήσεις. Τα συνδικάτα κάλεσαν τη βιομηχανία να αρχίσει να προσθέτει τη μεταχείριση εργαζομένων στους όρους της για το τι μπορεί να επαληθευτεί ως σαμπάνια.
«Όταν καταγγέλλουμε τι συμβαίνει στην Καμπανία, όλοι σιωπούν. Η εικόνα της σαμπάνιας είναι αυτή του πάρτι κρασιού και πολυτέλειας. Οι άνθρωποι δεν θέλουν να σκέφτονται κατηγορίες για εμπορία ανθρώπων», λέει ο Μπλάνκο.
Σε μια δήλωση στον Guardian, ο φορέας του κλάδου Comité Champagne, λέει ότι ζήτησε από τις δημόσιες αρχές να εντείνουν τους ελέγχους και να τιμωρήσουν αυστηρά κάθε παράβαση. «Όταν ακούμε αυτούς τους όρους [εμπορία ανθρώπων] που σχετίζονται με την περιοχή μας, συγκλονιζόμαστε. Αυτές οι επαίσχυντες πρακτικές δεν αντικατοπτρίζουν τη δέσμευση ενός παθιασμένου επαγγέλματος και πρέπει να εφαρμοστεί μηδενική ανοχή», αναφέρει.