Πάνω από 350 εκατ. άνθρωποι παγκοσμίως πάσχουν από κατάθλιψη
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του ΠΟΥ, από κατάθλιψη πάσχουν άνθρωποι σε όλες τις περιοχές του κόσμου. Μάλιστα μια μελέτη που έγινε με την υποστήριξη του ΠΟΥ δείχνει ότι περίπου ένα 5% των ανθρώπων παρουσίασαν κατάθλιψη κατά τη διάρκεια της χρονιάς που πέρασε.
"Οι γυναίκες έχουν μεγαλύτερη προδιάθεση (να πάθουν κατάθλιψη) από τους άνδρες", εξήγησε εξάλλου ο διευθυντής του τμήματος διανοητικής υγείας και κατάχρησης ψυχοτρόπων ουσιών στον ΠΟΥ, δρ. Σέκχαρ Σαξένα.
Ως εκ τούτου, σημειώνει ο ίδιος, ο αριθμός των γυναικών που υποφέρουν από κατάθλιψη είναι 50% πιο υψηλός από αυτόν των ανδρών.
Το μεγαλύτερο αυτό ποσοστό των γυναικών εξηγείται κυρίως από την επιλόχεια κατάθλιψη, η οποία επηρεάζει έως και μία λεχώνα στις πέντε.
Εξάλλου διάφορες ιδιαίτερες συνθήκες --οικονομικές δυσκολίες, ανεργία, καταστροφές και συγκρούσεις-- μπορούν να αυξήσουν τον κίνδυνο εμφάνισης κατάθλιψης.
Στην πιο σοβαρή μορφή της, η κατάθλιψη οδηγεί στην αυτοκτονία. Σχεδόν ένα εκατομμύριο άνθρωποι αυτοκτονούν ετησίως και ένα μεγάλο μέρος από αυτούς υποφέρει από κατάθλιψη.
Ποσοστό μεγαλύτερο από το 50% των ανθρώπων που κατάφεραν να αυτοκτονήσουν υπέφερε από κατάθλιψη, σύμφωνα με τον Σαξένα, ο οποίος σημείωσε εξάλλου ότι όσο πιο ανεπτυγμένη είναι η χώρα, τόσο πιο πολύ αυξάνεται η συχνότητα του φαινομένου.
Λόγω της ντροπής που εξακολουθεί να προκαλεί συχνά η κατάθλιψη, πολλοί ασθενείς δεν παραδέχονται ότι υποφέρουν. Εξάλλου, σύμφωνα με τον Σαξένα, εξακολουθεί να μην γίνεται σωστή διάγνωση της κατάθλιψης μεταξύ των νέων και των πολύ νέων.
Το πρώτο βήμα είναι να παραδεχθεί κάποιος ότι υποφέρει από κατάθλιψη και να ζητήσει βοήθεια, σημειώνει ο ΠΟΥ, ο οποίος διευκρινίζει σε ανακοίνωσή του ότι "όσο πιο γρήγορα αρχίσει η θεραπεία, τόσο πιο αποτελεσματική είναι".
"Υπάρχουν πολύ αποτελεσματικές θεραπείες κατά της κατάθλιψης. Δυστυχώς, λιγότεροι από τους μισούς ανθρώπους από αυτούς που υποφέρουν από κατάθλιψη λαμβάνουν τη θεραπεία που χρειάζονται. Το ποσοστό αυτό είναι μάλιστα κάτω του 10% σε πολλές χώρες", κατέληξε ο δρ Σέκχαρ Σαξένα.