DW: Η Κύπρος του γερμανού Γιόαχιμ Σαρτόριους
Ποιος είναι ο Γιόαχιμ Σαρτόριους; Γερμανός ποιητής που διετέλεσε διπλωμάτης, γενικός γραμματέας του Ινστιτούτου Goethe και διευθυντής του Φεστιβάλ Βερολίνου. Αλλά κατά βάσιν ένας πλάνητας, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Το ποιητικό του έργο είναι διάσπαρτο από εικόνες και στοιχεία του Λεβάντε, ένας ολόκληρος κύκλος με τίτλο «Αλεξάνδρεια» είναι εμπνευσμένος από τον Καβάφη. Ο πατέρας του ήταν ανώτερος υπάλληλος στα Ηνωμένα Έθνη κι έτσι ο Σαρτόριους μεγάλωσε, σπούδασε, έζησε κι εργάστηκε στην Τύνιδα, τη Βηρυτό, τη Λευκωσία, την ΚΠολη, τη Νέα Υόρκη.
Ειρηνικός συγκρητισμός
Το βιβλίο "Η Κύπρος μου" (εκδόσεις Mare)
Ο πατέρας του τού είχε πει κάποτε ότι ανεξάρτητα από τη νομαδική του ζωή ο κάθε άνθρωπος οφείλει να επιλέξει κι έναν τόπο όπου θα έχει το σπίτι του. Κι αυτό το σπίτι, το διαρκές κατάλυμα, ο Σαρτόριους θα ήθελε πολύ να το έχει στην Κύπρο. Αυτό μας αποκαλύπτει στο τελευταίο του βιβλίο που μόλις κυκλοφόρησε με τίτλο «Η Κύπρος μου». Η χαμένη ευκαιρία του δόθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 80, όταν έζησε για μια τριετία στη Λευκωσία ως υπάλληλος της γερμανικής πρεσβείας. Τότε αγάπησε την Κύπρο. Το καινούργιο του βιβλίο είναι μια περιήγηση στα τοπία και την ιστορία του νησιού με έντονο βιωματικό χαρακτήρα. Για τον Σαρτόριους η πραγματική Κύπρος ξεκινά εκεί που τελειώνει η τουριστική, κάτω από τη σκόνη της καθημερινής επιφάνειας, εκεί όπου ο φακός του διεισδυτικού παρατηρητή ανακαλύπτει τα παμπάλαια ίχνη των Βυζαντινών, των Ενετών, των Γενουατών, των Σταυροφόρων και των Οθωμανών. Αυτό τον ελκύει στο νησί, ο ειρηνικός συγκρητισμός των στρωμάτων του παρελθόντος.
Ξαναγυρνώντας σ’ αυτή τη χώρα
Γιόαχιμ Σαρτόριους
Αλλά και η εντελώς σημερινή Κύπρος δεν τον άφησε αδιάφορο. Στο ποιητικό του έργο ανακαλύπτουμε κάθε τόσο κυπριακά ποιήματα, για παράδειγμα σε μια παλιότερη συλλογή το ποίημα «Άγιος Κασσιανός», μια εικόνα της σημερινής Λευκωσίας. Ας το διαβάσουμε, μιας και χθες μόλις ήταν η Παγκόσμια Ημέρα της Ποίησης:
Απ’ το παράθυρο η θέα ενός μιναρέ, που τον αποκαλούν Σταυρό
κι είναι απ’ το Μισίρι, εξ Αιγύπτου. Τις νύχτες λαμπτήρες φθορισμού
περασμένοι σαν πράσινο στεφάνι στον χοντρό λαιμό του.
Τις νύχτες φτάνει απ’ τον κήπο η μπόχα των πακιστανών.
Κάτω, στον αποκλεισμένο δρόμο, τις νύχτες, Έλληνες και Τούρκοι
στρατιώτες βρίζουν ο ένας τον άλλο, δίπλα σε σακιά γεμάτα άμμο.
Ανατιναγμένα σπίτια: σταματημένος χρόνος. Χωρίς καθόλου νεολαία.
Είναι οι γάτες που κάνουν τις δυο Λευκωσίες έναν τόπο.
Καλοθρεμμένες ακρίδες
πέφτουν από τη σκάλα υπηρεσίας μέσα στις σουβλερές μουσούδες τους.
Κι όλο ακονίζουν τα νύχια τους στην άμμο. Σωροί από άμμο,
συγκεντρώσεις κυττάρων. Ευτυχώς που υπάρχουν κι αυτά τα τρυφερά χέρια
και σου σφαλίζουν τα μάτια, μάτια που δέονται αναίτια
να μην πετρώσει το καύκαλο του ύπνου.
(Κι όποτε απλώνεις το χέρι για να κόψεις το ρόδι
πρέπει πάντα να ξαναγυρνάς σ’ αυτή τη χώρα,
Δίπλα στη Φαμαγκούστα, στη Λάπηθο, στη Λευκωσία, σ’ αυτό το βαρύ κίτρινο.)