Το βουλγαρικό Κοινοβούλιο έχει χτιστεί πάνω σε καταυλισμό τσιγγάνων
Tα τσιγγανικά χαρακτηριστικά, που σύμφωνα με πολλούς συνοδεύουν τον βουλγαρικό κοινοβουλευτισμό, έχουν τις ιστορικές τους ρίζες. Ο ανώτατος νομοθετικός φορέας της χώρας έχει χτιστεί πάνω σε καταυλισμό τσιγγάνων στα περίχωρα της τότε Σόφιας.
“Ο χώρος όπου σήμερα υπερήφανα υψώνεται το κτήριο του Κοινοβουλίου, τότε ήταν ένας καταυλισμός τσιγγάνων”, γράφει ο πατριάρχης της βουλγαρικής λογοτεχνίας Ιβάν Βάζοφ το 1905.
Η πρώτη κατοικία των βουλευτών όμως δεν ήταν το σημερινό κτήριο, αλλά μια ξύλινη παράγκα θεαμάτων. Η παράγκα αυτή βρισκόταν στο νότιο τμήμα του Εθνικού Κήπου. “Η Εθνική Συνέλευση χωρούσε στην παράγκα όπου ο θίασος του Γεόργκι Ποπόφ ανέβαζε τις παραστάσεις του”, συνεχίζει ο Βάζοφ, όπως διαβάζουμε στο grreporter.gr.
Στο εσωτερικό υπήρχαν κόκκινες κουρτίνες και χαλιά, καθώς και καρέκλες για περίπου 120 άτομα.
Υπήρχε χώρος για όρθιους θεατές και ένας άλλος ειδικά διαμορφωμένος για γυναίκες.
Όταν είδε για πρώτη φορά το κτίσμα, ο Τσέχος ιστορικός Κωνσταντίν Ίρετσεκ νόμισε ότι εκεί πραγματοποιείται έκθεση κατοικίδιων ζώων.
Στις 10 Νοεμβρίου του 1879 ο Ίρετσεκ σημείωσε στο ημερολόγιό του: “Σήμερα μπήκα σ’ ένα δρόμο, όπου αριστερά υπάρχει ένα μεγάλο ξύλινο κτήριο, όπως εκείνα που χτίζονται στην πατρίδα μου για εκθέσεις κατοικίδιων ζώων, με πολλές μικρές σημαιούλες”.
Οι σημαιούλες μάλλον βοήθησαν τον ξένο. “Αυτό θα πρέπει να είναι το Κοινοβούλιο”, σωστά επισημαίνει ο Τσέχος. Σύντομα όμως ο Ίρετσεκ έμαθε πως η πρώτη του εντύπωση δεν ήταν και τόσο μακριά από την αλήθεια. Του είπαν ότι στη Βουλή τρέφονται κότες. Την ημέρα τα ήσυχα αυτά κατοικίδια πουλιά τριγύριζαν γύρω από το Κοινοβούλιο, και την νύχτα οι υπηρέτες τα έβαζαν στην αίθουσα συνεδριάσεων, για να μην διανυκτερεύουν στο δρόμο και για να μην τα κλέψουν.
Το Κοινοβούλιο-κοτέτσι κάηκε την 1η Φεβρουαρίου του 1882
Η πυρκαγιά ξέσπασε μετά από μια παράσταση και ο Ίρετσεκ περιέγραψε την καταστροφή.
Στη συνέχεια οι βουλευτές συνεδρίαζαν στο Γυμνάσιον Αρρένων και στη λέσχη της Στριατιωτικής Σχολής.
Τελικά ο υπουργός δημόσιων κτηρίων Τόντορ Ικονόμοφ αποφάσισε να διευθετήσει το θέμα με την στέγαση του Κοινοβουλίου, επιλέγοντας το χώρο του καταυλισμού τσιγγάνων. Ο γραφικός αυτός τόπος συνολικής έκτασης 3723 τ. μ. δόθηκε στους βουλευτές από την Δημοτική Διοίκηση της Σόφιας.
Κηρύχθηκε διαγωνισμός τον οποίο κέρδισε ο αρχιτέκτονας από την Βιέννη Κονσταντίν Γιοβάνοβιτς, ο οποίος ήταν βουλγαρικής καταγωγής.
Ο αρχιτέκτονας επέλεξε τον νεοαναγεννησιακό ρυθμό για το κτήριο. Η αίθουσα συνεδριάσεων σχεδιάστηκε για 320 θέσεις βουλευτών και 600 θέσεις για το κοινό. Η κατασκευή πραγματοποιήθηκε από Ιταλούς μάστορες.
Η καινούργια Βουλή άνοιξε επίσημα τις πύλες της στις 25 Νοεμβρίου του 1884. Ακολούθησε αγιασμός του κτηρίου και επίσημο γεύμα.
Βόμβα κατέστρεψε τη δυτική πτέρυγα
Σε πραγματική γιορτή μετατράπηκε η συνεδρίαση της Βουλής στις 13 Δεκεμβρίου του 1941. Την ημέρα αυτή οι βουλευτές ενημερώθηκαν ότι η Βουλγαρία έχει κηρύξει πόλεμο στην Αγγλία και τις ΗΠΑ.
Με παρατεταμένα χειροκροτήματα οι βουλευτές δέχθηκαν την είδηση για το ιστορικό αυτό γεγονός. Ύστερα ψήφισαν με συντριπτική πλειοψηφία την επιθυμία του λαού να πολεμήσει.
Σύμφωνα με τον τότε πρωθυπουργό Μπόγκνταν Φίλοφ ο πόλεμος ήταν συμβολικός. Οι πιο σοφοί είπαν ότι τέτοιο πράγμα δεν υπάρχει. Οι Σύμμαχοι ήταν της ίδιας γνώμης και προσπάθησαν να αποδείξουν ότι συμβολικός πόλεμος δεν υπάρχει. Άρχισαν οι βομβαρδισμοί.
Στην αρχή οι επιθέσεις αποτελούσαν μεμονωμένα επεισόδια, προκαλούσαν ζημιές και υπήρχαν θύματα, αλλά ήταν κάπως υποφερτά. Τρομακτικά έγιναν τα πράγματα το 1944 με τους μαζικούς βομβαρδισμούς. Οι Άγγλο-Αμερικανοί έσπερναν το θάνατο πάνω από τη Σόφια και πολλές άλλες βουλγαρικές πόλεις – το Πλόβντιβ, το Κάρλοβο, τη Στάρα Ζαγκόρα, το Κιουστεντίλ, τη Ντούπνιτσα, τη Μέζντρα, το Βελίκο Τύρνοβο, το Ντόμπριτς, το Ρούσε, το Λομ κ.ά.
Μόνο στην πρωτεύουσα Σόφια καταστράφηκαν 12 657 κτήρια, τα θύματα ξεπέρασαν τις 2000. Σοβαρές ζημιές υπέστησε το Εθνικό Θέατρο, η Εθνική Βιβλιοθήκη καταστράφηκε ολοσχερώς. Βόμβα χτύπησε και τη δυτική πτέρυγα του Κοινοβουλίου, όπου ακόμα αντηχούσαν τα χειροκροτήματα από τις 13 Δεκεμβρίου του 1941.