«Η Βραζιλία δεν είναι μόνο ποδόσφαιρο»
Οι μεγαλύτερες διαδηλώσεις εδώ και 21 χρόνια συγκλονίζουν τη Βραζιλία, εκφράζοντας τη λαϊκή δυσαρέσκεια για τις υπέρογκες δαπάνες της κυβέρνησης εν όψει του Μουντιάλ και του Κυπέλλου Συνομοσπονδιών.
Οι μαζικές διαδηλώσεις ξεκίνησαν από το Σάο Πάολο, με αφορμή την αύξηση των εισιτηρίων στα μέσα μαζικής μεταφοράς, και γρήγορα επεκτάθηκαν σε πολλές πόλεις της χώρας. Στους δρόμους κατέβηκαν εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι, στην πλειοψηφία τους νέοι. «Πρόκειται για νέους κυρίως που έχουν χάσει την εμπιστοσύνη του στα πολιτικά κόμματα», δήλωναν οι πολιτικοί αναλυτές στο ενημερωτικό τηλεοπτικό δίκτυο Globo.
Η διαδήλωση του Ρίο, η μεγαλύτερη στη χώρα, συγκέντρωσε 100.000 ανθρώπους. Οι εκδηλώσεις διαμαρτυρίας πήραν βίαιη τροπή κατά τη διάρκεια της νύχτας, όταν δεκάδες διαδηλωτές άρχισαν να πολιορκούν το κοινοβούλιο της πολιτείας του Ρίο. Ειδικές δυνάμεις της στρατιωτικής αστυνομίας διέλυσαν το πλήθος κάνοντας χρήση δακρυγόνων και σφαιρών από καουτσούκ και προχώρησαν σε μεγάλο αριθμό συλλήψεων.
Οι διαδηλωτές επιτέθηκαν κατά του κτηρίου με βόμβες μολότοφ και πέτρες και προσπάθησαν να εισβάλουν από τα παράθυρα. Νωρίτερα είχαν πυρπολήσει αυτοκίνητο, κάδους απορριμμάτων και είχαν σπάσει γυάλινες προθήκες τραπεζών.
Στην Μπραζίλια, περίπου πέντε χιλιάδες διαδηλωτές οργάνωσαν εκδήλωση διαμαρτυρίας στην περιοχή των υπουργείων. Διακόσιοι από αυτούς κατόρθωσαν να σκαρφαλώσουν στη στέγη του κοινοβουλίου όπου τραγούδησαν τον εθνικό ύμνο.
«Ήρθαμε στο σπίτι του λαού. Είναι το πρώτο βήμα για να δείξουμε ότι δεν είμαστε νεκροί. Νόμιζαν ότι θα σταματούσαμε για να δούμε ποδόσφαιρο, αλλά η Βραζιλία δεν είναι μόνο ποδόσφαιρο», δήλωσε ένας 24χρονος φοιτητής καθισμένος επάνω στη στέγη του κοινοβουλίου, αναφερόμενος στους αγώνες του Κυπέλλου των Συνομοσπονδιών που άρχισε το Σάββατο και θεωρείται «πρόβα τζενεράλε» του Μουντιάλ 2014.
Πρόκειται για τις μεγαλύτερες διαδηλώσεις που έχει γνωρίσει η Βραζιλία μετά το 1992, όταν ξέσπασε κύμα λαϊκής οργής κατά της διαφθοράς της κυβέρνησης του τότε προέδρου Φερνάντο Κολόρ ντε Μέλο, ο οποίος παραιτήθηκε κατά τη διάρκεια της πολιτικής του δίκης στη Γερουσία.