DW: Η κληρονομιά της 11ης Σεπτεμβρίου
Ωστόσο, η στρατηγική των τελευταίων αμερικανικών κυβερνήσεων στο πεδίο της ασφάλειας εξακολουθεί να διατηρείται.
Ο πόλεμος με μη επανδρωμένα αεροσκάφη και η καθολική παρακολούθηση από τις μυστικές υπηρεσίες θεωρούνται απότοκα των μέτρων που έλαβαν οι αμερικανικές κυβερνήσεις μετά την 11η Σεπτεμβρίου. Από την ημέρα που ο πρώην αμερικανός πρόεδρος Μπους κήρυξε τον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας», ο προϋπολογισμός των μυστικών υπηρεσιών της χώρας διπλασιάστηκε, φθάνοντας σήμερα -σύμφωνα με στοιχεία της Washington Post-στα 52,6 δισ. δολάρια. Το 2002 ιδρύθηκε το υπουργείο Εθνικής Ασφάλειας, η τρίτη σε μέγεθος υπηρεσία των ΗΠΑ. Κύρια αποστολή των περίπου 200.000 υπαλλήλων του υπουργείου είναι η προστασία των αμερικανών πολιτών από τους κινδύνους της τρομοκρατίας.
Μετά την 11η Σεπτεμβρίου οι ΗΠΑ διεύρυναν τις μυστικές υπηρεσίες, τις ερευνητικές αρχές και τις ένοπλες δυνάμεις τους, τις οποίες και συνέδεσαν στενότερα μεταξύ τους διευρύνοντας παράλληλα το φάσμα των αρμοδιοτήτων τους. Θεμέλιο αυτών των αλλαγών υπήρξε μεταξύ άλλων και η επονομαζόμενη πατριωτική πράξη, η οποία ψηφίστηκε στις 25 Οκτωβρίου 2001 από το Κογκρέσο. Παρότι προβλεπόταν να είναι προσωρινός, η ισχύς αυτού του αντιτρομοκρατικού νόμου παρατάθηκε επανειλημμένα. Διατάξεις της πατριωτικής πράξης, που περιορίζουν σημαντικά τα δικαιώματα των πολιτών, παραμένουν ακόμη και σήμερα σε ισχύ.
Οι ΗΠΑ εμμένουν στο δόγμα της «ασφάλειας»
Με τη γιγάντωση των μυστικών υπηρεσιών και των ενόπλων δυνάμεων, άλλαξαν και οι μέθοδοι δράσης τους. Από τη φυλακή του Γκουαντάναμο και από ανάλογα στρατόπεδα και φυλακές στο Αφγανιστάν και το Ιράκ έγιναν γνωστές περιπτώσεις βασανιστηρίων των κρατουμένων. Στο μεταξύ επικράτησε και η λογική του προληπτικού πολέμου.
Τα εργαλεία και οι μέθοδοι άσκησης της αμερικανικής πολιτικής ασφάλειας που εδραιώθηκαν μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου παραμένουν επίκαιρα. Παρά το γεγονός ότι ο πρόεδρος Ομπάμα επιθυμεί να ρυθμίσει αυστηρότερα τις σχετικές διαδικασίες, φαίνεται μάλλον απίθανο οι ΗΠΑ να παραιτηθούν από το δόγμα που υπαγόρευσε στο παρελθόν ο κίνδυνος της τρομοκρατίας.