Εύπορο ζευγάρι έμεινε για έναν μήνα σε παραγκούπολη
Οι Χιούιτ άφησαν πίσω τους όλα τους τα υπάρχοντα εκτός από τα ελάχιστα που έχουν και οι κάτοικοι των παραγκουπόλεων. Το μόνο που επιτρεπόταν ήταν μερικές αλλαξιές, δυο κατσαρόλες, μερικές κουβέρτες και δύο λεπτά στρώματα καθώς δεν υπήρχε τρεχούμενο νερό, μπορούσαν να κάνουν μόνο χλιαρό μπάνιο με τη βοήθεια κουβάδων ενώ τα δύο τους παιδιά, ηλικίας 2 και 4 ετών, χρειάστηκε να αφήσουν πίσω τους τα παιχνίδια τους και να τα βγάλουν πέρα μόνο με ένα βιβλίο.
Το ζευγάρι περιέγραψε την εμπειρία του σε ένα μπλογκ και τα σχόλια ήταν πολλές φορές εμπρηστικά. «Ελπίζω η σόμπα να πάρει φωτιά και να καείτε ζωντανοί!», έγραψε κάποιος. Άλλοι ήταν πιο μετριοπαθείς. «Θα περίμενε κανείς ύστερα από είκοσι χρόνια δημοκρατίας να γνωρίζουν οι λευκοί Νοτιοαφρικανοί πιο σοβαρούς τρόπους για την κοινωνική ένταξη των μαύρων», σημείωσε ένας νεαρός μαύρος επιχειρηματίας, ο Σιμπουσίσο Τσαμπαλάλα.
Οι γονείς τους άκουσαν με φρίκη την ιδέα ότι οι μικρές τους εγγονές θα ζούσαν για λίγο σε ένα γκέτο. Οι Χιούιτ όμως επέμειναν ότι πρέπει τα παιδιά τους να μάθουν από μικρά να διασχίζουν τις φυλετικές και ταξικές διαχωριστικές γραμμές.
«Πολλοί λένε ότι είναι ανεύθυνο να φέρεις παιδιά σε αυτές τις συνθήκες», λέει ο Χιούιτ. «Εγώ θα έλεγα όμως ότι είναι ανεύθυνο να μεγαλώνεις παιδιά σε αυτή τη χώρα που δεν έχουν μάθει να διασχίζουν τα σύνορα».
Οι συνθήκες διαβίωσης της οικογένειας ήταν πολύ δύσκολες. Τον Αύγουστο κάνει πολύ κρύο στη Νότια Αφρική κι έπρεπε να κοιμούνται όλοι μαζί σε ένα στρώμα τυλιγμένοι με ρούχα και κουβέρτες. Ακόμη κι έτσι, ολόκληρη η οικογένεια αρρώστησε την πρώτη εβδομάδα. Δύσκολο ήταν και το μαγείρεμα. «Στο σπίτι χρειάζομαι είκοσι λεπτά για να βράσω μακαρόνια, ενώ στο γκέτο ήθελα μιάμιση ώρα», λέει η Ίνα Χιούιτ.
Η μεγαλύτερη έκπληξη όμως ήταν το πόσο ακριβό ήταν να μετακινηθούν. Τα τοπικά συγκοινωνιακά μέσα, τα οποία χρησιμοποιούν οι περισσότεροι φτωχοί, απορρόφησαν τον μισό μηνιαίο προϋπολογισμό τους, που ήταν 300 δολάρια.