Spiegel: Και οι Βρετανοί παρακολουθούσαν ξένους διπλωμάτες
Σύμφωνα με το γερμανικό περιοδικό, η βρετανική υπηρεσία ηλεκτρονικής συλλογής πληροφοριών GCHQ παρακολουθούσε για περισσότερο από τρία χρόνια τις κρατήσεις που γίνονταν σε τουλάχιστον 350 πολυτελή ξενοδοχεία ανά τον πλανήτη.
"Ο στόχος αυτού του προγράμματος ήταν να ενημερώνεται η GCHQ τη στιγμή της κράτησης για το όνομα της πόλης και το όνομα του ξενοδοχείου στο οποίο σκόπευε να διαμείνει ο ξένος διπλωμάτης", γράφει το "Ντερ Σπίγκελ", κάτι που επέτρεπε στις υπηρεσίες να αναλαμβάνουν δράση πριν καν φθάσει ο διπλωμάτης.
Μπορεί να επρόκειτο για παρακολούθηση του δωματίου του ξενοδοχείου και του ενοίκου του ακούγοντας το τηλέφωνό του ή παρακολουθώντας το φαξ του, για απόκτηση πρόσβασης στον υπολογιστή του μόλις συνδεόταν με το δίκτυο του ξενοδοχείου, ακόμη και για παρακολούθηση των συζητήσεων του πελάτη στο μπαρ του ξενοδοχείου.
Το πρόγραμμα, το οποίο έφερε την ονομασία "Royal Concierge" (Βασιλικός Θυρωρός), χρησιμοποιούσε ως λογότυπο ένα πιγκουίνο --κατ' αναλογία με τις μαύρες και άσπρες στολές που φοράει συχνά το προσωπικό αυτών των πολυτελών ξενοδοχείων--, ο οποίος φοράει κορώνα και βιολετί κάπα και κρατάει μια μπαγκέτα.
Το "Ντερ Σπίγκελ" προσθέτει πως δεν γνωρίζει πόσες φορές χρησιμοποιήθηκε αυτό το πρόγραμμα και επικαλείται μια μη κατονομαζόμενη πηγή της GCHQ --το βρετανικό αντίστοιχο της αμερικανικής Υπηρεσίας Εθνικής Ασφαλείας (NSA) της οποίας υπήρξε σύμβουλος ο Σνόουντεν πριν διαφύγει από τις ΗΠΑ-- σύμφωνα με την οποία η Υπηρεσία "δεν επιβεβαιώνει ούτε διαψεύδει τους ισχυρισμούς".
Η GCHQ, η οποία έχει την έδρα της στο Τσέλτενχαμ (νοτιοδυτική Αγγλία), παρουσιάσθηκε ως ένας από τους κύριους πρωταγωνιστές των μαζικών υποκλοπών τηλεπικοινωνιών σε όλο τον κόσμο, κυρίως από την εφημερίδα "Γκάρντιαν", η οποία βασίσθηκε σε έγγραφα που δημοσιοποιήθηκαν από τον Σνόουντεν. Ο τελευταίος διέρρευσε το 2012 δεκάδες χιλιάδες απόρρητα έγγραφα της NSA και 50.000 της GCHQ.
Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά, η NSA χρηματοδότησε την GCHQ με 100 εκατ. στερλίνες (118 εκατ. ευρώ) στη διάρκεια των τριών τελευταίων ετών.