H ιστορία ενός ομογενή που ξεκίνησε από το μηδέν και πέτυχε τα πάντα!
Ο Διονύσης Μακρής ήταν 14 χρόνων όταν με την γκλίτσα στο χέρι, μετά από ένα ταξίδι που του φαινόταν ατελείωτο, βγήκε στο λιμάνι της Μελβούρνης, κοιτάζοντας γύρω του περίεργα, σ' έναν τόπο άγνωστο, τόσο παράξενο και αλλιώτικο από αυτόν που ήξερε.
Από τα βουνά της Αιτωλοακαρνανίας, όπου έβοσκε γιδοπρόβατα στην Κανδήλα, βρέθηκε, πάμπτωχος, χρεωμένος με τα ναύλα, 200 λίρες που του βάρυναν την καρδιά, σ' έναν τόπο άγνωστο για να βρει την τύχη του.
«Μέχρι τότε το μόνο που ήξερα, ήταν τα βουνά του χωριού μου, τα γίδια και τα πρόβατα που έβοσκα, έχοντας πάντα τη γκλίτσα μου συντροφιά. Γι' αυτό την έφερα μαζί μου. Να μου θυμίζει ποιος είμαι και από πού ξεκίνησα. Να με δένει με τα χώματα του χωριού μου που γνώριζε κι εκείνη τόσο καλά και να παίρνω δύναμη από ένα δέσιμο που στην πραγματικότητα δεν μ' άφησε ποτέ» λέει ο κ. Μακρής στο «Νέο Κόσμο» που παρουσιάζει το πορτρέτο ενός ακόμα αυτοδημιούργητου ομογενή.
Από το 1997 ο κ. Μακρής είναι ιδιοκτήτης των Cyclo Fans, ενός εργοστασίου που παράγει συστήματα εξαερισμού τα οποία έχει τελειοποιήσει και διατίθενται στην Αυστραλία αλλά και στις αγορές της Ασίας.
Πριν αποκτήσει αυτό το εργοστάσιο τα έκανε όλα!
«Μέχρι 12 χρόνων δεν είχα φορέσει παπούτσια» λέει: Στην Αυστραλία είχε φθάσει το 1952. Χρωστούσε και τα εισιτήριά του. Δούλεψε για ένα θείο του, τα εξόφλησε και λίγα χρόνια αργότερα, αγόρασε ένα μαγαζί χάμπουργκερ όπου εργαζόταν 7 μέρες την εβδομάδα από τις 5 το βράδυ μέχρι τις πέντε το πρωί. Δεν ήταν 17 χρονών όταν ξεκίνησε το πρώτο του μαγαζί που δεν πήγε και καλά.
Το πούλησε και πήρε την απόφαση να εργαστεί σκληρά σε άλλων επιχειρήσεις, να μάθει περισσότερα και να μεγαλώσει το κεφάλαιό του.
Η αρχή, εντούτοις, για τη συσσώρευση πλούτου που τον τοποθετεί σήμερα μεταξύ των ευπόρων της ομογένειας, είναι όταν ένας αγρότης του ζήτησε να πουλά τις πατάτες του στα ψαράδικα. Υπήρχε τέτοια ζήτηση που αγόρασε ακόμη δύο φορτηγά για να μπορέσει να την καλύψει.
Στην επαφή του με τα ψαράδικα έμαθε να διορθώνει τις μηχανές που καθάριζαν και έκοβαν πατάτες, με το έμφυτο ταλέντο και την αντίληψη που διέθετε από παιδί.
Έτσι άνοιξε το Richmond Food Machinery στο Bridge Rd., όπου αγόραζε, πουλούσε, επιδιόρθωνε, νοίκιαζε και κατασκεύαζε όλον τον εξοπλισμό κουζίνας εστιατορίων, καφέ σάντουιτς μπαρ κ.λπ.
Η επιχείρηση αυτή έχει συμπληρώσει σήμερα τριάντα χρόνια ζωής και τη διαχειρίζονται δύο από τα παιδιά του, Ο Νίκος και η Αλεξάνδρα.
Ο Διονύσης και η σύζυγος του Διαμάντω έχουν τρία παιδιά και τέσσερα εγγόνια.
Ο ίδιος είναι μανιώδης συλλέκτης παλιών εργαλείων και μηχανών, καθώς επίσης και αυτοκινήτων από τα οποία έχει έναν ολόκληρο στόλο, τα επισκευάζει δε ο ίδιος με τη βοήθεια του εγγονού του.
Μεταξύ όλων των άλλων μηχανών που έχει φτιάξει ο ίδιος με τα χέρια του η πιο αγαπημένη ίσως είναι ένα αποστακτήριο, που φτιάχνει θεσπέσιο τσίπουρο.