Οι Ταλιμπάν ανέλαβαν την ευθύνη για την έκρηξη στην Καμπούλ
Επίθεση καμικάζι εναντίον αυτοκινητοπομπής των ξένων δυνάμεων στο δρόμο για το αεροδρόμιο και σε απόσταση λίγων εκατοντάδων μέτρων από την αμερικανική πρεσβεία συγκλόνισε σήμερα το κέντρο της Καμπούλ, ανακοίνωσε η αστυνομία.
"Ένας καμικάζι ο οποίος οδηγούσε ένα παγιδευμένο όχημα έβαλε στόχο μια αυτοκινητοπομπή των ξένων δυνάμεων στο δρόμο για το αεροδρόμιο", δήλωσε ο Φαρίντ Αφζάλι, αξιωματούχος της αστυνομίας της πόλης, χωρίς να δώσει στο στάδιο αυτό περισσότερες διευκρινίσεις, ιδιαίτερα για ενδεχόμενα θύματα. Νωρίτερα είχε γίνει γνωστό από αυτόπτες μάρτυρες πως υπάρχει τουλάχιστον ένας νεκρός από την επίθεση.
Η οδός για το αεροδρόμιο βρίσκεται σε απόσταση μερικών εκατοντάδων μέτρων από τη συνοικία των πρεσβειών και άλλα επίσημα κτίρια.
Την ευθύνη για την επίθεση ανέλαβαν αμέσως μέσω του Twitter οι αντάρτες Ταλιμπάν, οι οποίοι μάχονται από το τέλος του 2001 εναντίον της αφγανικής κυβέρνησης και των συμμάχων της του ΝΑΤΟ, με επικεφαλής τις ΗΠΑ.
Οι αξιωματούχοι δεν είχαν πληροφορίες για το είδος της αυτοκινητοπομπής που δέχθηκε λίγο μετά τις 8 π.μ. την επίθεση του καμικάζι. Μια στήλη λευκού καπνού που υψώνεται από το σημείο της επίθεσης είναι ορατή απ' όλη την πόλη.
Η επίθεση σημειώθηκε ενώ συνεχίζονται οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο αντιπάλων στις προεδρικές εκλογές του Ιουνίου που διεκδικούν τη νίκη σ' αυτή τη σημαντική αναμέτρηση από την οποία θα προκύψει ο διάδοχος του Χαμίντ Καρζάι.
Ο υποψήφιος Αμπντάλα Αμπντάλα δήλωσε και πάλι τη Δευτέρα, πως νίκησε τον Άσραφ Γάνι, διαψεύδοντας τις ελπίδες ότι ο έλεγχος των ψηφοδελτίων θα επιτρέψει να αρθεί σύντομα το εκλογικό αδιέξοδο.
Το αδιέξοδο μεταξύ των δύο υποψηφίων σχετικά με το αποτέλεσμα του δεύτερου γύρου τροφοδοτεί φόβους για πολιτικο-εθνοτικές βιαιότητες σε μια χώρα η οποία εξακολουθεί να είναι εύθραστη και να απειλείται από την εξέγερση των Ταλιμπάν, έπειτα από περισσότερο από μια δεκαετία μαζικής δυτικής στρατιωτικής επέμβασης.
Οι ΗΠΑ αναμένουν τον επίσημο διάδοχο του Χαμίντ Καρζάι για να υπογράψει μια διμερή συμφωνία ασφαλείας με την οποία θα διατηρηθεί μια αμερικανική στρατιωτική παρουσία μετά την αποχώρηση των στρατευμάτων του ΝΑΤΟ στο τέλος του χρόνου.