Έμπολα: Οι νεκρώσιμες τελετουργίες ευθύνονται για την επιδημία
«Η προετοιμασία του σώματος του νεκρού και οι τελετές ενταφιασμού στη δυτική Αφρική ευθύνονται για την εξάπλωση της επιδημίας», δήλωσε ο Γιαν Μέντλοκ, αναπληρωτής καθηγητής Βιοιατρικών Επιστημών του πανεπιστημίου του Όρεγκον και ένας από τους συντάκτες της έκθεσης που δημοσιεύθηκε στο αμερικανικό περιοδικό Science.
«Οι νεκρώσιμες τελετουργίες συχνά περιλαμβάνουν το πλύσιμο του σώματος του νεκρού, το οποίο μπορεί ακόμη να μεταδώσει τον ιό, ή το να τον ακουμπούν και να τον φιλούν», διευκρίνισε ο Μέντλοκ.
Είναι «απαραίτητο να τερματιστεί η μετάδοση μέσω των εθίμων αυτών, λαμβάνοντας παράλληλα και άλλα επιθετικά μέτρα για να απομονώνονται οι ασθενείς και να προστατεύεται καλύτερα το νοσηλευτικό προσωπικό», υπογράμμισε παράλληλα.
Σύμφωνα μάλιστα με τους ερευνητές, μια αλλαγή στις πρακτικές αυτές «θα μπορούσε να συμβάλλει στη μείωση του αριθμού των νέων κρουσμάτων».
Εν τω μεταξύ, μια έρευνα σε ποντίκια που διεξήχθη στις ΗΠΑ έδειξε ότι γενετικοί παράγοντες διαδραματίζουν αποφασιστικό ρόλο στην αντίδραση που θα έχει ένας οργανισμός που προσβάλλεται από τον ιό Έμπολα.
Αυτές οι διαφορετικές αντιδράσεις παρατηρούνται στους ανθρώπους, την ώρα που το ποσοστό επιβίωσης από την τρέχουσα επιδημία είναι περίπου 30%, αποκαλύπτουν οι ερευνητές.
Κάποιοι οργανισμοί αντιστέκονται εντελώς στη μόλυνση, ενώ άλλοι έχουν συμπτώματα σχετικά ήπια και άλλοι πολύ σοβαρά (από εσωτερική αιμορραγία ως πολυοργανική ανεπάρκεια), γεγονός που οδηγεί στο θάνατο.
Προηγούμενες έρευνες σε πληθυσμούς που είχαν προσβληθεί από τον ιό Έμπολα είχαν ήδη δείξει πάντως ότι οι διαφορές αυτές δεν συνδέονται με κάποια μετάλλαξη του ιού, αλλά εξαρτώνται από τον τρόπο με τον οποίο αντιδρά κάθε οργανισμός στη μόλυνση.
Εξάλλου, η Γαλλία ανακοίνωσε ότι θα εισαγάγει πειραματικά μια εξέταση άμεσης διάγνωσης του ιού Έμπολα στη Γουινέα, και συγκεκριμένα ένα τεστ που θα δίνει αποτελέσματα σε 15 λεπτά, σύμφωνα με τον Ζαν-Φρανσουά Ντελφρεσί συντονιστή της Γαλλίας για την καταπολέμηση της επιδημίας.
«Αυτό θα αλλάξει τα δεδομένα της έλλειψης αποτελεσμάτων επί έξι ώρες» - όπως συμβαίνει με τις συνηθισμένες εργαστηριακές εξετάσεις - σημειώνεται στην έρευνα.