Έμπολα: Θέμα γονιδίων η θνησιμότητα από τον ιό
Είναι γνωστό ότι ο ιός Έμπολα είναι άκρως θανατηφόρος, αλλά όχι για όλους τους ανθρώπους. Τώρα, οι επιστήμονες πιστεύουν ότι βρήκαν μια εξήγηση γι' αυτό το αίνιγμα: το DNA μερικών ανθρώπων τους χαρίζει καλύτερη άμυνα έναντι της τρομερής νόσου.
Κάνοντας πειράματα σε ποντίκια, οι ερευνητές στις ΗΠΑ διαπίστωσαν ότι οι γενετικοί παράγοντες καθορίζουν σε σημαντικό βαθμό την επιβίωση ή τον θάνατο ενός οργανισμού από τον ιό. Η ανακάλυψη μπορεί να επιταχύνει την ανακάλυψη νέων φαρμάκων και εμβολίων.
Μια ανάλογη διαπίστωση για τον ρόλο των γονιδίων έχει ήδη γίνει και για άλλους ιούς, συνεπώς δεν αποτελεί έκπληξη ότι κάτι ανάλογο συμβαίνει και στην περίπτωση του Έμπολα.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον Μάικλ Κάτζε του Τμήματος Μικροβιολογίας του Πανεπιστημίου της Ουάσιγκτον, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό "Science", σύμφωνα με τα πρακτορεία Ρόιτερς και Γαλλικό, πραγματοποίησαν τα υψηλού κινδύνου πειράματά τους με γενετικά τροποποιημένα ποντίκια (ώστε να έχουν διαφορετικά γονιδιώματα) στις εγκαταστάσεις υψίστης ασφάλειας (επιπέδου 4) των Εθνικών Ινστιτούτων Υγείας των ΗΠΑ στη Μοντάνα.
Το βασικό συμπέρασμα ήταν ότι, χάρη στα διαφορετικά γονίδια, είναι δυνατό να υπάρξει ένα είδος φυσικής ανοσίας έναντι του ιού Έμπολα, καθώς ορισμένα πειραματόζωα εμφάνισαν πλήρη ανθεκτικότητα έναντι του ιού, μερικά ξεπέρασαν γρήγορα την ασθένεια, χωρίς ιδιαίτερα συμπτώματα, ενώ πολλά άλλα αρρώστησαν σοβαρά (αιμορραγία, πολυοργανική ανεπάρκεια, σοκ) και πέθαναν. Οι επιστήμονες πιστεύουν ότι κάτι ανάλογο συμβαίνει και στους ανθρώπους, πράγμα που θα μπορούσε να αξιοποιηθεί θεραπευτικά στο μέλλον.
Όλα τα ποντίκια έχασαν βάρος κατά τις πρώτες ημέρες της λοίμωξης, όμως, σχεδόν το 20% όχι μόνο επιβίωσαν, αλλά επιπλέον επανέκτησαν πλήρως τα χαμένα κιλά τους μέσα σε δύο εβδομάδες. Μετά από ένα δεκαπενθήμερο, δεν εμφάνιζαν κανένα ίχνος της ασθένειας και το ήπαρ τους λειτουργούσε κανονικά. Ένα 10% περίπου των ζώων εμφάνισε ικανότητα μερικής αντίστασης στον ιό και από αυτά σχεδόν τα μισά τελικά πέθαναν. Η πλειονότητα -το υπόλοιπο 70%- ασθένησε σοβαρά και πάνω από τα μισά πέθαναν.
Το «κλειδί» φαίνεται να είναι η αντίδραση των γονιδίων που εμπλέκονται στην επιδιόρθωση των αιμοφόρων αγγείων και στην παραγωγή των λευκοκυττάρων, των βασικών αμυντικών «όπλων» του ανοσοποιητικού συστήματος. Σε όσους πεθαίνουν από τον Έμπολα, τα γονίδιά τους προωθούν τη φλεγμονή των αιμοφόρων αγγείων και τον γρήγορο θάνατο των υγιών κυττάρων, ενώ αντίθετα σε όσους έχουν μεγαλύτερη έμφυτη ικανότητα αντίστασης, τα γονίδιά τους ευνοούν την «επιδιόρθωση» των αγγείων και την παραγωγή περισσότερων λευκοκυττάρων.
Γενετικές διαφορές υπάρχουν, επίσης, όσον αφορά την ανθεκτικότητα των κυττάρων του ήπατος να καταπολεμήσουν τον ιό. Οι πιο ευάλωτοι οργανισμοί εμφανίζουν μεγάλες ποσότητες του Έμπολα στο ήπαρ, πράγμα που διευκολύνει τον πολλαπλασιασμό του ιού γενικότερα στο σώμα. Αντίθετα, οι ανθεκτικοί οργανισμοί έχουν σχεδόν «καθαρό» ήπαρ.
Περίπου 13.700 περιστατικά Έμπολα έχουν καταγραφεί διεθνώς μέχρι σήμερα και από αυτά σχεδόν τα 5.000 υπήρξαν θανατηφόρα. Οι ερευνητές εκτίμησαν ότι όσοι άνθρωποι κατάφεραν να επιζήσουν μέχρι σήμερα, παρ' όλο που μολύνθηκαν με τον ιό, έχουν μια φυσική ικανότητα αντίστασης στον οργανισμό τους λόγω διαφορετικού γονιδιώματος. «Τα ευρήματά μας δείχνουν ότι οι γενετικοί παράγοντες παίζουν σημαντικό ρόλο στην έκβαση της νόσου», δήλωσε ο Μάικλ Κάτζε.
Βρετανοί επιστήμονες συμφώνησαν πως το πόσο θανατηφόρος θα αποδειχτεί ο ιός, εν μέρει εξαρτάται από τα γονίδια του ασθενούς. Επεσήμαναν όμως ότι, με δεδομένη την μεγάλη γενετική ποικιλομορφία των ανθρώπων, αποτελεί ερώτημα κατά πόσο η νέα έρευνα μπορεί πράγματι να οδηγήσει σε σωστή και πρακτικά χρήσιμη αξιολόγηση του ρόλου των ανθρωπίνων γονιδίων, όσον αφορά τον Έμπολα.
Επιπλέον, στο κατά πόσο θα ζήσει ένας ασθενής με Έμπολα, θα εξαρτηθεί και από διάφορους μη γενετικούς παράγοντες, όπως η ηλικία του, η γενικότερη κατάσταση της υγείας του τη στιγμή της λοίμωξης, το επίπεδο των ιατρικών και νοσοκομειακών υπηρεσιών στη χώρα του κ.α.
Για ηθικούς λόγους μέχρι σήμερα, οι εργαστηριακές μελέτες πάνω στον ιό έχουν περιοριστεί σε πειραματόζωα (μαϊμούδες και τρωκτικά).