Περού: Οικολογική καταστροφή στον Αμαζόνιο
Εκεί όπου πριν από μερικά χρόνια βασίλευε το δάσος του Αμαζονίου με την εξαιρετική βιοποικιλότητά του, εμφανίζονται ανοικτές πληγές: λίμνες γεμάτες υδράργυρο, εδάφη που καταστρέφουν οι εκσκαφείς, πρόχειροι καταυλισμοί, πορνεία, εξαθλίωση.
Συνολικά, περίπου 500.000 στρέμματα δάσους του Αμαζονίου στα σύνορα με τη Βραζιλία έχουν ήδη αφανιστεί.
«Αυτό που συμβαίνει εδώ είναι ότι υπάρχει τρομερά πολύς χρυσός. Και φτωχοί άνθρωποι έρχονται από παντού για να τον βρουν», τονίζει ο Ραούλ Ράμος, ανθρακωρύχος που εργάζεται στην περιοχή εδώ και περισσότερα από 10 χρόνια.
Για τον Ρόναλντ Κορβέρα, διευθυντή του Ινστιτούτου Ερευνών του τροπικού δάσους στον περουβιανό Αμαζόνιο, η φροντίδα της περιοχής για να συνέλθει από αυτόν τον οικολογικό εφιάλτη θα διαρκέσει «τουλάχιστον 40 χρόνια».
Σύμφωνα με τους επιστήμονες, τα δάση του Αμαζονίου απορροφούν περισσότερο διοξείδιο του άνθρακα απ' ό,τι απελευθερώνουν στην ατμόσφαιρα και περιορίζουν την υπερθέρμανση του πλανήτη.
Γι' αυτό το κρίσιμο ζήτημα για το μέλλον του πλανήτη η διεθνής κοινότητα θα συναντηθεί από την 1η έως τις 12 Δεκεμβρίου στη Λίμα για την 20η ετήσια Διάσκεψη του ΟΗΕ για το κλίμα, πριν από τη Διάσκεψη στο Παρίσι το 2015.
Οι καταυλισμοί χιλιάδων παράνομων ανθρακωρύχων στην όχθη ποταμών έχουν μετατραπεί σε πραγματικά χωριά, περιοχές βίας και παρανομίας, όπου οι οίκοι ανοχής είναι σε άνθηση και όπου ξένοι και δημοσιογράφοι δεν είναι ευπρόσδεκτοι.
Σε έναν από τους καταυλισμούς, τον Λα Πάμπα, τον μεγαλύτερο και πιο επικίνδυνο, συμπλοκές ξεσπούν συνεχώς για τον χρυσό ή για γυναίκες.
«Υπάρχουν νεκροί κάθε εβδομάδα, μερικές φορές τα πτώματα μένουν εκεί εγκαταλελειμμένα για μέρες. Οι άνθρωποι εξαφανίζονται επίσης, τους σκοτώσουν και τους θάβουν», δήλωσε ένας παράνομος ανθρακωρύχος που ζήτησε να μην κατονομαστεί.
Ανίσχυρες ή συνεργοί, οι αρχές μένουν έξω από το πρόβλημα. Η αστυνομία επιλέγει να μην επεμβαίνει και επίσης να ενδίδει.
«Σε πρόσφατη επέμβαση, έβαλαν στο τραπέζι 106 κιλά χρυσού για να φύγει από τη μέση η αστυνομία», πρόσθεσε.
Στο Ουεπέτε, παλιό καταυλισμό εργατών ορυχείου, οι οικολογικές οργανώσεις και ο Τύπος καταγγέλλουν την κατάσταση.
«Κατά των παράνομων χρυσοθήρων, δεν υπάρχει εκεχειρία. Οι επιχειρήσεις της αστυνομίας συνεχίζονται», διαβεβαιώνει ωστόσο ο απόστρατος στρατηγός Άλντο Σότο, ένας από τους αξιωματούχους στην περιοχή, αυτός που κατάφερε να καταστραφεί εξοπλισμός και να γίνουν συλλήψεις.
Στο Μάντρε ντε Ντιός, μετά τον πυρετό του καουτσούκ, του πολύτιμου ξύλου, ήρθε ο πυρετός του χρυσού:
«Ο κόσμος ζει από αυτά που αποσπά από τη φύση», τονίζει ο Εντουάρντο Σαλχουάνα, στέλεχος της τοπικής Ομοσπονδίας ανθρακωρύχων. Χωρίς αμφιβολία με την διάσκεψη για το κλίμα «θα πουν ψέματα σε όλο τον κόσμο, γιατί εδώ τίποτα δεν έχει αλλάξει», προσθέτει.
Οι χρυσοθήρες εργάζονται νυχθημερόν εξορύσσοντας έως 400 γραμμάρια χρυσού ετησίως, σύμφωνα με τον Ραούλ Ράμος που αναφέρει ότι «οι εργάτες κερδίζουν περίπου 25.000 δολάρια ανά κιλό».
Στην περιοχή, υπάρχουν αποθέματα χρυσού αξίας περίπου 500 δισεκατομμυρίων δολαρίων, δηλαδή 15 φορές το εξωτερικό χρέος του Περού, σύμφωνα με μελέτη της περουβιανής εμπορικής σχολής ESAN.
Παρά τη ρύπανση, η περιοχή διατηρεί τη δυναμική του τουρισμού και δέχεται 100.000 ξένους επισκέπτες που προσελκύονται από τις προστατευόμενες περιοχές του Αμαζονίου, όπως το πάρκο Ταμποπάτα.
«Η εκμετάλλευση των ορυχείων στις δασικές περιοχές του Αμαζονίου δεν είναι δυνατή, δεν είναι συμβατή», δήλωσε ο Εντι Πένα, διευθυντής της Εταιρίας Δικαίου του Περιβάλλοντος του Πουέρτο Μαλντονάντο, πρωτεύουσας της περιφέρειας Μάντρε ντε Ντιός.
Οι παράνομοι χρυσοθήρες χρησιμοποιούν υδράργυρο για να δεσμεύσουν μικροσκοπικά σωματίδια και ψήγματα χρυσού σε βώλους. Ρίχνουν 30 με 40 τόνους υδραργύρου στα ποτάμια κάθε χρόνο, σύμφωνα με την κυβέρνηση, με αποτέλεσμα να μολύνουν το νερό και τα ψάρια.
Σύμφωνα με μελέτη του αμερικανικού Πανεπιστημίου Στάνφορντ, οι πληθυσμοί των αυτοχθόνων εμφανίζουν έως και πενταπλάσια επίπεδα υδραργύρου στο αίμα από τα επιτρεπόμενα από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας.
Το Περού είναι η πέμπτη μεγαλύτερη παραγωγός χρυσού στον κόσμο. Σύμφωνα, όμως, με τις Αρχές, το 20% της παραγωγής της προέρχεται από παράνομα ορυχεία.