«Κλεισμένος στο κόκπιτ, ο Λούμπιτς άκουγε μόνο τον εαυτό του»
Ο τρόπος αυτός, να μπαίνουν στο ίδιο τσουβάλι το χρέος απέναντι στον εαυτό μας και το χρέος απέναντι στους άλλους, παρουσιάζει ορισμένες δυσκολίες, καθώς δεν επιτρέπει καμιά ιδιωτική διαστροφή και καταλήγει στην «εγκληματοποίηση των εγκλημάτων χωρίς θύματα».
Επιπλέον, γράφει στη Λιμπερασιόν η φιλόσοφος Κορίν Πελισόν, το γεγονός ότι δεν υπάρχει για τον Καντ διαφορά ανάμεσα στο χρέος απέναντι στον εαυτό μας και στο χρέος απέναντι στους άλλους δεν μας επιτρέπει να καταλάβουμε την ουσία του φόνου. Δεν μπορούμε να θεωρούμε ότι ο αυτόχειρας είναι ένας δυνάμει δολοφόνος ούτε ότι όλοι οι δολοφόνοι θα ήθελαν να αφαιρέσουν τη ζωή τους. Ο φόνος είναι η αφαίρεση της ζωής κάποιου χωρίς τη συγκατάθεσή του. Η, όπως λέει ο Λεβινάς, η άσκηση εξουσίας σε ένα πεδίο που διαφεύγει της εξουσίας αυτής.
Ενυπάρχει βέβαια μια βία στην αυτοκτονία που, όπως και η δολοφονία, συνιστά μια πράξη οριστική και αναντίστρεπτη. Η χειρονομία αυτή ενδεχομένως να είναι ένας τρόπος καταγγελίας της κοινωνίας επειδή δεν πρόσφερε στο άτομο αυτό που θεωρούσε ότι δικαιούτο. Το άτομο αυτό δεν μπορεί να φανταστεί ότι η ζωή μπορεί να είναι κάτι άλλο από την επανάληψη, από το αναμενόμενο, από τη ρουτίνα. Και αυτή η αίσθηση της αδυναμίας το οδηγεί να αφαιρέσει τη ζωή του.
Ο φόνος, αντίθετα, έχει τις ρίζες του στην επιθυμία της παντοδυναμίας που έχει κάποιος ο οποίος αδιαφορεί για τους άλλους και για τον κόσμο, όπως ο Λούμπιτς που κλείστηκε στο πιλοτήριο και δεν απαντούσε στις απελπισμένες κραυγές του πιλότου. Ο Λούμπιτς δεν κατηγορεί για κάτι τους επιβάτες ή τον πιλότο, απλώς δεν τους βλέπει, δεν τους ακούει. Δεν ακούει παρά τον εαυτό του, και γι' αυτό είναι ικανός να διαπράξει το κακό.
Δεν μπορεί να υποστηρίξει κανείς ότι στις μέρες μας γίνονται περισσότερα εγκλήματα απ' ό,τι στο παρελθόν. Αυτό που έχει αλλάξει είναι ότι η βία είναι δωρεάν και προέρχεται από ένα κενό. Ο Λούμπιτς δεν είναι (μόνο) μια εξαίρεση ή ένας παρανοϊκός, αλλά ένα άτομο ευάλωτο στο κακό, όπως και πολλά άλλα άτομα σε μια κοινωνία που δεν έχει έναν κοινό ορίζοντα.
Οι παππούδες μας δεν είχαν άλλον τρόπο προσανατολισμού από τη ζωή τους: ορισμένοι είχαν ζήσει τον πόλεμο, η στάση τους υπαγορευόταν από ιδανικά, μπορεί να πίστευαν και στον Θεό. Οι πράξεις τους τούς ενδιέφεραν προσωπικά, αλλά είχαν και ένα συλλογικό νόημα. Οι άνθρωποι θεωρούσαν ότι ήταν υπόλογοι, στον Θεό ή στην Ιστορία. Δεν είμαστε όμως πια σε αυτόν τον κόσμο. Δεν μας ενδιαφέρει παρά το χρήμα, η υλική ή επαγγελματική επιτυχία, η αναγνώριση.
Αυτή η κατάσταση πραγμάτων δεν είναι κάπου «γραμμένη», επισημαίνει η γαλλίδα φιλόσοφος. Είναι δυνατή και μια διαφορετική κοινωνία, το ανθρώπινο ον δεν είναι μόνο το εγώ που αξιολογεί τα πράγματα με βάση την ύπαρξή του. Στις παραδοσιακές και αρχαίες κοινωνίες, το άτομο «μετριέται» με βάση την ένταξή του σε μια κοινότητα που προσδίδει νόημα στην ατομική του ύπαρξη, ακόμη κι όταν την πνίγει.
Χρωστάμε πολλά στα ανθρώπινα δικαιώματα, με βάση τα οποία κάθε άτομο πρέπει να ζει σύμφωνα με τις επιλογές του, αρκεί να μη βλάπτει τους άλλους. Δεν μπορούμε να οικοδομήσουμε όμως έναν βιώσιμο κόσμο θεωρώντας ότι ο μοναδικός ορίζοντας των πράξεών μας είναι η ατομική μας ύπαρξη.
Πηγή: Libération
Απόδοση: ΑΠΕ-ΜΠΕ