Ένα ποίημα Κούρδου πρόσφυγα, χίλια... περισπούδαστα ρεπορτάζ
Επειδή, όσο κι αν το επιθυμεί, κανείς μας δεν μπορεί να μπει στη θέση ενός ανθρώπου που αναγκάζεται να ξενιτευτεί για να γλιτώσει από τις οβίδες και τον παραλογισμό, που προτιμά να πέσει στη θάλασσα μέσα σε ένα σάπιο καϊκί για να ζήσει ελεύθερος ανάμεσα σε ξένους που τον υποτιμούν κι ας είναι ενδεχομένως «καλύτερός» τους, καλό είναι να μάθουμε τις αλήθειες ενός πρόσφυγα από τη Συρία μέσα από το συγκλονιστικό ποίημα που έγραψε.
Ο συνάδελφος Δημήτρης Καλαντζής μετέφρασε το ποίημα του Κούρδου Colan Haji και ανέβασε το αριστούργημα που ακολουθεί στη σελίδα του στο Facebook. Με την υποσημείωση ότι αυτό το ποίημα μας εξηγεί αυτά που δεν μπορούμε να διανοηθούμε όσα ρεπορτάζ κι αν δούμε για τους πρόσφυγες και το «αναγκαστικό» ξεσπίτωμά τους.
Shooting sportsman
«Οι επιβάτες στα μίνιμπας πλήρωσαν τον θάνατό τους το πρωί με δέκα λίρες.
Το ντουλάπι έθαψε τις παντόφλες, τα τζάμια έσκισαν τις κουρτίνες και τους λαιμούς σαν γκιλοτίνες.
Μία σιωπηλή λίμνη αίματος στην άσφαλτο όπου αιωρείται η οχλοβοή. Μετά ήρθαν, ακύρωσαν τις υποχρεώσεις τους, πήραν τα δόντια τους και έριξαν τα απομεινάρια των καρδιών μας στα μυρμήγκια.
Και φώναξαν: «Κανείς δεν είναι κατηγορούμενος. Όλοι είναι καταδικασμένοι!"
Έκλεισαν τα φαρμακεία και τις γέφυρες, μπλόκαραν τις εισόδους των πόλεων, και τις εισόδους στις πλατείες και έβαλαν μία λάθος διεύθυνση στην άκρη της λόγχης τους:
Είτε το βάραθρο, είτε ο τοίχος.
Μας άφησαν άυπνους και μία λίστα από ονόματα, σκόνη που οι πεινασμένοι έγλυψαν από τα παπούτσια τους, οπλισμό από σκουπιδοντενεκέδες, σάβανα που τραβούσαν τις τίγρεις στους αμπελώνες, κανάτες με θολά νερά, ένα παπούτσι στο δρόμο,
κρύο και κεριά, τη φτυσιά των εμπόρων, σφαίρες στην πόρτα του ψυγείου, στην οθόνη και στη δεξαμενή, ένα στρατώνα σε μουσείο, μώλωπες στους ζωγράφους, την κάπα του μοναχού, ένα ξεριζωμένο νύχι και τη ζεστασιά των όρχεων.
Και πήραν τους ερασιτέχνες ηθοποιούς, τον γιατρό, τον περαστικό, μουσικούς, ανθρώπους που έψαχναν για ψωμί, πωλητές λαχείων και τερματοφύλακες.
Συνέτριψαν τον ουρανό και χρωμάτισαν τα τανκς με το χρώμα του για να αυξήσουν τον ήχο του πιάνου, το φέρετρο της μουσικής.
Σκότωσαν τον τρελό της γειτονιάς, το μηχάνημα γάλακτος και τον πωλητή μαϊντανού.
Σκότωσαν το παράθυρο και την αδελφή που κοίταζε από αυτό.
Ούτε η αγελάδα του γείτονα επέζησε.
Ούτε η λάμπα του δρόμου.
Έφτυσαν στην πηγή και κατέστρεψαν τα φώτα, το δακρυσμένο αισιόδοξο μάτι της ζωής, το μάτι της ελπίδας.
Με μαχαίρια ξέσκισαν τους χρησιμοποιημένους καναπέδες.
Τη βαλίτσα και τις τυλιγμένες κουβέρτες.
Σταύρωσαν τον μαραγκό, στραγγάλισαν την καρδερίνα και έσφαξαν τον τραγουδιστή. Έκαψαν τις θημωνιές, τα βιβλία και τα ποδήλατα. Και μετά ξάπλωσαν στο γρασίδι της παιδικής χαράς. Και πήραν έναν υπνάκο.
Αυτές δεν είναι εικόνες. Αυτοί είναι οι φύλακες των παραστάσεων.
Colan Haji»