Πρώτη σύλληψη για τη «Ματωμένη Κυριακή» στη Β. Ιρλανδία 43 χρόνια μετά
Ένας 66χρονος πρώην στρατιώτης συνελήφθη σήμερα σε σχέση με το φόνο από Bρετανούς στρατιώτες 13 καθολικών διαδηλωτών υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Βόρεια Ιρλανδία πριν από 40 και πλέον χρόνια, ανακοίνωσε σήμερα η αστυνομία της Βόρειας Ιρλανδίας.
Η σύλληψη είναι η πρώτη που γίνεται στο πλαίσιο μιας νέας έρευνας που ξεκίνησε η αστυνομία το 2012 σχετικά με τους φόνους της "Ματωμένης Κυριακής" στο Λόντοντερι, ένα από τα πιο γνωστά επεισόδια στη διάρκεια 30 χρόνων θρησκευτικής βίας στη βρετανική επαρχία.
Η σύλληψη "σηματοδοτεί μια νέα φάση στην έρευνα η οποία θα μπορούσε να συνεχιστεί για κάποιο χρόνο", ανέφερε σήμερα ο αξιωματικός που ηγείται της έρευνας, ο ντετέκτιβ αρχιεπιθεωρητής Ίαν Χάρισον.
Το βρετανικό υπουργείο Άμυνας ανέφερε πως είναι ενήμερο ότι ένας πρώην στρατιώτης συνελήφθη και ότι θα ήταν ανάρμοστο να σχολιάσει περαιτέρω.
Την Κυριακή 30 Ιανουαρίου 1972 βρετανικά στρατεύματα άνοιξαν πυρ στη διάρκεια μιας πορείας που δεν είχε λάβει άδεια στο Μπόγκσαΐντ, μια περιοχή στο Λόντοντερι υπό τον έλεγχο των εθνικιστών. Σκότωσαν 13 ανθρώπους και τραυμάτισαν 14, ένας από τους οποίους υπέκυψε αργότερα στα τραύματά του. Τα θύματα ήταν όλα άοπλοι καθολικοί.
Μια έρευνα το 2010 –η πιο μακρά και πιο ακριβή στη νομική ιστορία της Βρετανίας– κατέληξε στο συμπέρασμα πως η δολοφονία των αμάχων ήταν αδικαιολόγητη καθώς δεν αποτελούσαν απειλή, αναγκάζοντας τον πρωθυπουργό Ντέιβιντ Κάμερον να ζητήσει συγγνώμη.
Οι στρατιώτες που κατέθεσαν στην έρευνα για την εμπλοκή τους το έκαναν πίσω από παραβάν και με εγγύηση ανωνυμίας.
Οι δολοφονίες άλλαξαν την πορεία της βίαιης περιόδου των "Ταραχών" (Troubles) στα τέλη της δεκαετίας του 1960, ενισχύοντας τη βίαιη εκστρατεία του Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού (IRA) για την απόσχιση της Βόρειας Ιρλανδίας από το Ηνωμένο Βασίλειο και την ένταξή της στη Δημοκρατία της Ιρλανδίας.
Η ειρηνευτική συμφωνία του 1998, η οποία επιτεύχθηκε μετά τον θάνατο 3.600 και πλέον ανθρώπων, έθεσε κατά το μεγαλύτερο μέρος τέλος στη σύγκρουση ανάμεσα στους καθολικούς, υπέρμαχους της ενωμένης Ιρλανδίας, και στους Ενωτικούς, κυρίως προτεστάντες που ήθελαν να παραμείνουν μέρος του Ηνωμένου Βασιλείου.