Ξεκινά η εξέταση αιτήματος για απαγόρευση του νεοναζιστικού κόμματος NPD στη Γερμανία
Αρχίζει σήμερα στο ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο η εξέταση του αιτήματος να τεθεί εκτός νόμου το νεοναζιστικό κόμμα NPD, μια διαδικασία όμως που κατά πολλούς δεν αρκεί για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της δράσης της άκρας δεξιάς στη Γερμανία.
Το δικαστήριο, που εδρεύει στην Καρλσρούη, στη νοτιοδυτική Γερμανία, προβλέπεται ότι θα συνεδριάσει για τουλάχιστον τρεις ημέρες, έως και την Πέμπτη, προκειμένου να εξετάσει το αίτημα, το οποίο είχε υποβληθεί τον Δεκέμβριο του 2013 από τη Μπούντεσρατ, την άνω Βουλή, στην οποία εκπροσωπούνται τα 16 ομόσπονδα γερμανικά κρατίδια. Δεν αναμένεται να ανακοινώσει την ετυμηγορία του πριν περάσουν αρκετοί μήνες.
Στο μακροσκελές υπόμνημά της, η Μπούντεσρατ τονίζει ότι το NPD επιδιώκει «την αποσταθεροποίηση» και την «υποβάθμιση» της «φιλελεύθερης και συνταγματικής τάξης» στη Γερμανία, με «επιθετικές» μεθόδους αλλά και «διαμέσου των πολιτικών του δραστηριοτήτων».
Προσθέτει ότι το κόμμα αυτό «αντιβαίνει στο Σύνταγμα» της χώρας.
Μόνο δύο κόμματα έχουν τεθεί εκτός νόμου στη Γερμανία μετά το 1945: ένα διάδοχο μόρφωμα του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος, το SRP, εν έτει 1952, και κατόπιν το Κομμουνιστικό Κόμμα (KPD), τέσσερα χρόνια αργότερα.
Η ιδέα να τεθεί εκτός νόμου το NPD (ή Εθνικό Δημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας), το οποίο συστάθηκε το 1964, κυρίως από άλλοτε στελέχη του ναζιστικού κόμματος, ξαναήλθε στο προσκήνιο μετά την αποκάλυψη, το 2011, του πυρήνα NSU, που φέρεται να διέπραξε 10 δολοφονίες από το 2000 ως το 2006 (οκτώ θύματα ήταν Τούρκοι, ένα Έλληνας και μια Γερμανίδα αστυνομικίνα).
Η καγκελάριος Άγκελα Μέρκελ απέφυγε να προσυπογράψει το αίτημα της Μπούντεσρατ, μολονότι η κυβέρνησή της θεωρεί το NPD «αντιδημοκρατικό, ξενοφοβικό, αντισημιτικό και αντίθετο στο Σύνταγμα», καθώς μια προηγούμενη απόπειρα να τεθεί εκτός νόμου το κόμμα αυτό, το 2003, είχε αποτύχει αποβαίνοντας τελικά σε βάρος της τότε κυβερνητικής συμμαχίας των Σοσιαλδημοκρατών (SPD) και των Πρασίνων.
Το Συνταγματικό Δικαστήριο είχε απορρίψει το αίτημα εξαιτίας διαδικαστικού κωλύματος: διότι υπήρχαν πράκτορες και πληροφοριοδότες των υπηρεσιών εσωτερικής ασφάλειας σε ανώτερες θέσεις του κόμματος.
Το δικαστήριο ζήτησε μάλιστα από τη Μπούντεσρατ τον περασμένο Μάρτιο να τεκμηριώσει στο αίτημά της ότι δεν υπάρχουν πλέον πληροφοριοδότες των γερμανικών υπηρεσιών πληροφοριών και ασφαλείας στα ηγετικά κλιμάκια του NPD.
Το νεοναζιστικό κόμμα ουσιαστικά βασίζεται σε αυτό το στοιχείο, της παρείσφρησης στις τάξεις του πρακτόρων των υπηρεσιών ασφαλείας και της παρακολούθησης των δραστηριοτήτων του, για να ανατρέψει τη διαδικασία.
Ο Πέτερ Ρίχτερ, ο νεαρός δικηγόρος που εκπροσωπεί το κόμμα, επιμένει, σύμφωνα με γερμανικά μέσα ενημέρωσης, ότι είναι αδύνατον να αποδειχθεί πως δεν υπάρχουν πλέον πράκτορες και πληροφοριοδότες των γερμανικών μυστικών υπηρεσιών στο NPD.
Πέραν όμως των κινδύνων που αντιμετωπίζει από την άποψη της διαδικασίας, το αίτημα να τεθεί εκτός νόμου το NPD δεν είναι πολιτικά εύλογο, σύμφωνα με νομικούς και οργανώσεις που μάχονται εναντίον του ρατσισμού και της άκρας δεξιάς. Για τον νομικό Χορστ Μάγερ, συγγραφέα ενός βιβλίου για το θέμα, μια δημοκρατία οφείλει να «ανέχεται» όλες τις πολιτικές απόψεις, ακόμη και τις «παράλογες και ψευδείς». Για τον ίδιο, το NPD δεν αποτελεί αληθινό κίνδυνο.
Το νεοναζιστικό κόμμα, που αντιμετωπίζει οικονομικές δυσκολίες —έχει απολέσει κάθε ομοσπονδιακή χρηματοδότηση από τον Φεβρουάριο του 2013— δεν έχει πια βουλευτές παρά μόλις σε ένα κρατιδιακό κοινοβούλιο, αυτό του Μεκλεμβούργου-Δυτικής Πομερανίας, ενώ δεν είχε συγκεντρώσει παρά το 1,3% των ψήφων στις βουλευτικές εκλογές του 2013.
Εξάλλου, υποστηρίζουν άλλοι επικριτές της προσπάθειας απαγόρευσης του NPD, η διαδικασία δεν έχει νόημα με δεδομένο ότι η πολιτική κατάσταση στη Γερμανία έχει μεταβληθεί δραματικά, με την εμφάνιση του ισλαμοφοβικού κινήματος PEGIDA και την ολοένα αυξανόμενη απήχηση του κόμματος Εναλλακτική για τη Γερμανία (Alternative für Deutschland, AfD), που έχουν αφεθεί στο κύμα ρατσιστικού φόβου μερίδας των Γερμανών.
Για τον Τίμο Ράινφρανκ, συντονιστή του Ιδρύματος Αμαντέου Αντόνιο, μιας οργάνωσης που πήρε το όνομά της από Ανγκολέζο που είχε δολοφονηθεί στο Βραδεμβούργο το 1990, η προσφυγή για την απαγόρευση του κόμματος αυτού δεν αποτελεί προτεραιότητα.
«Αυτή τη στιγμή, υπάρχουν τόσα άλλα πράγματα που πρέπει να γίνουν αντί να επικεντρωνόμαστε στην απαγόρευση του NPD, το οποίο δεν είναι παρά μόνο μέρος του προβλήματος», τόνισε, εξηγώντας πως το ζήτημα είναι η ακροδεξιά ιδεολογία, όχι ένα κόμμα.
«Η επείγουσα προτεραιότητα», πρόσθεσε, είναι «η αποτροπή των επιθέσεων της άκρας δεξιάς εναντίον των εστιών των προσφύγων, που συνεχίζονται».