Σαν σήμερα το 1793 ανοίγει τις πύλες του το Μουσείο του Λούβρου
Βρίσκεται στο κέντρο του Παρισιού, στις όχθες του Σηκουάνα και εκθέτει 35.000 έργα τέχνης - το 8% των αποκτημάτων του, που υπολογίζονται στα 445.000 κομμάτια. Οι μόνιμες συλλογές του μουσείου καταλαμβάνουν συνολικά έκταση 60.600 τετραγωνικών μέτρων και ανάμεσα σε αυτές είναι και οι ελληνικές, που καλύπτουν 25 αίθουσες ή χώρους.
Η ονομασία
Το Λούβρο αρχικά ήταν αμυντικό φρούριο και υπάρχουν διάφορες εκδοχές για την ονομασία του. Σύμφωνα με την πρώτη, ονομάστηκε Λούβρο λόγω του τοπωνυμίου της περιοχής όπου οικοδομήθηκε - αυτή λεγόταν Lupara. Πιθανολογείται ότι η περιοχή ονομαζόταν έτσι επειδή είχε πολλούς λύκους (στα λατινικά lupus και το θηλυκό, δηλαδή λύκαινα, στην καθομιλουμένη της εποχής εκείνης στη Γαλλία, λεγόταν lupara). Μια άλλη εκδοχή είναι ότι η ονομασία προέρχεται από την σαξωνική λέξη lauer ή lower, η οποία στα ελληνικά αποδίδεται ως "οχυρωμένο φρούριο". Τρίτη εκδοχή: από τη φράση "L'oeuvre" για το αριστουργηματικό έργο, που όμως δεν είναι ιδιαίτερα πιθανή, αφού το κτίσμα αναφέρεται ως Λούβρο ήδη από το 1200, όταν ακόμα στο φρούριο δεν υπήρχε καμία συλλογή.
Οι πρώτες συλλογές
Το Λούβρο έγινε μουσείο μετά την Γαλλική επανάσταση. Μέχρι τότε ήταν ανάκτορο των βασιλέων της Γαλλίας και πιο πριν απλώς φρούριο. Συγκεκριμένα το κτίριο που σήμερα στεγάζει το μουσείο οικοδομήθηκε σταδιακά στο πέρασμα των αιώνων αλλάζοντας σημαντικά μορφή ανάλογα με τις χρήσεις του.
Αρχικά, το 1190, οικοδομήθηκε εκεί ένα μεγάλο οχυρό από τον βασιλιά Φίλιππο Β΄ Αύγουστο. Άλλαξε πολύ η αρχιτεκτονική και η μορφή του απ'τους διαδόχους προκειμένου να το χρησιμοποιήσουν ως ανάκτορο, καθιστώντας το σημαντικά πολυτελέστερο και πιο καλλιτεχνικό. Παράλληλα, με το πέρασμα των αιώνων, οι βασιλείς της Γαλλίας φρόντιζαν να αποκτούν και διάφορα πολύτιμα αντικείμενα - άλλα ήταν λάφυρα πολέμων και άλλα αγορές ή δωρεές προς αυτούς. Τα αντικείμενα αυτά, στην πλειοψηφία τους ζωγραφικοί πίνακες, αποτέλεσαν σταδιακά τη λεγόμενη "βασιλική συλλογή" που υπήρξε και ο αρχικός πυρήνας του μουσείου όταν αυτό από ανάκτορο μεταβλήθηκε σε κέντρο τέχνης και μουσείο μετά τη γαλλική επανάσταση.
Τα πρώτα έργα σε είδος συλλογής άρχισαν ουσιαστικά να συγκεντρώνονται γύρω στο 1500 από τον Φραγκίσκο Α΄. Ο Φραγκίσκος ήταν εκείνος που απέκτησε (το 1519) τη Τζοκόντα του Λεονάρντο ντα Βίντσι όπως και την "Ωραία Κηπουρό" και την "Αγία Οικογένεια" του Ραφαήλ. Επί Φραγκίσκου αποκτήθηκε η προσωπογραφία του (έργο του Τιτσιάνο) και ο "Ευαγγελισμός" του Φρα Μπαρτολομέο. Ο Φραγκίσκος επίσης επέκτεινε σημαντικά τις πτέρυγες του χώρου για να προβάλλεται πιο λαμπρά η βασιλική συλλογή. Το 1549 δημιουργήθηκε μια μεγάλη αίθουσα εορτασμών (αλλά που χρησίμευσε αργότερα και ως δικαστήριο) και που είναι σήμερα η "Αίθουσα των Καρυάτιδων" - φιλοξενεί πιστά αντίγραφα των Καρυάτιδων και πολλά πρωτότυπα έργα της αρχαιότητας. Το 1553 ολοκληρώθηκε η αίθουσα που οδηγούσε τότε στον προθάλαμο του βασιλιά και που σήμερα είναι η αίθουσα ετρουσκικών αρχαιοτήτων. Το Λούβρο ξαναπήρε ώθηση το 1600 επί Ερρίκου Δ', ο οποίος αύξησε τη συλλογή (κυρίως πινάκων ζωγραφικής) και έφτασε αυτή να αριθμεί τότε 200 ξεχωριστά έργα.
Αυτό που σήμερα στο μουσείο ονομάζεται "Στοά του Απόλλωνα" δημιουργήθηκε περίπου το 1602 από την σύζυγο του Ερρίκου Δ΄, τη Μαρία των Μεδίκων, που θέλησε εκεί να διαμορφώσει μια αίθουσα τέχνης με προσωπογραφίες βασιλέων και την ονόμασε "Αίθουσα των Πινάκων". Το 1639 προστέθηκε στο κτίσμα ο "Πύργος του Ρολογιού".
Η "βασιλική συλλογή" αυξήθηκε σημαντικά και επί Λουδοβίκου ΙΓ΄, χάρη όμως μάλλον στον καρδινάλιο Ρισελιέ παρά στον ίδιο. Ο Ρισελιέ είχε αποκτήσει μια μεγάλη προσωπική συλλογή έργων τέχνης και με το θάνατό του το 1642 αυτή πέρασε ως κληροδότημα στον βασιλιά της Γαλλίας και από αυτόν στη βασιλική συλλογή. Ανάμεσα στα έργα που είχε αποκτήσει ο Ρισελιέ και σήμερα ανήκουν στο Λούβρο ήταν και το "Δείπνο στην Εμμαούς", του Βερονέζε. Το 1625 στη βασιλική συλλογή (και σήμερα στου μουσείου του Λούβρου) προστέθηκαν 24 πίνακες του Πέτερ Πάουλ Ρούμπενς με θέμα τη ζωή της Μαρίας των Μεδίκων συζύγου του Ερρίκου Δ΄.
Η συλλογή του Λούβρου εμπλουτίστηκε σημαντικά το 1863, με την απόκτηση της συλλογής του μαρκησίου Gian Pietro Campana, που έφερε από τη Ρώμη χιλιάδες αντικείμενα τέχνης -ανάμεσά τους 646 έργα ζωγραφικής, αρχαία ελληνικά αγγεία, ετρουσκικές τερακότες, γλυπτά κ.α. Λίγο αργότερα, το 1869, το Λούβρο αποκτά τη συλλογή του Louis la Caze, τμήμα της οποία ήταν και "Η Βηθσαβέε με το γράμμα του Δαβίδ" του Ρέμπραντ.
Πολλά έργα προστέθηκαν μεταξύ 1852 και 1870, με αποτέλεσμα το Λούβρο να βρεθεί στα τέλη του αιώνα αυτού με 20.000 νέα αποκτήματα στις διάφορες συλλογές του. Κάποια έργα αποτελούσαν και δωρεές ιδιωτών όπως η Πιετά της Villeneuve-lès-Avignon. Το 1863 μια εκστρατεία απέφερε στους Γάλλους τη Νίκη της Σαμοθράκης. Αν και το έργο τέχνης είχε καταστραφεί σημαντικά, θεωρήθηκε ένα από τα σημαντικότερα αποκτήματα και τέθηκε σε περίοπτη θέση από το 1884. Το μουσείο απέκτησε επίσης χιλιάδες έργα παίρνοντας τις συλλογές Durand, Salt και Drovetti.
Το 1870 με την ανακήρυξη της Γ Δημοκρατίας το Λούβρο έγινε κρατική περιουσία και ονομάστηκε "Εθνικό Μουσείο του Λούβρου". Η φωτιά της Κομμούνας κατά την εξέγερση του 1871 στο ανάκτορο του Κεραμεικού, το οποίο επικοινωνούσε με μουσειακούς χώρους, προκάλεσε αρκετές καταστροφές αλλά οι περισσότερες ζημίες ήταν αποκαταστάσιμες. Αποφασίστηκε έκτοτε να απομακρυνθούν από το μουσείο όλες οι ξένες προς αυτό υπηρεσίες - έμεινε μόνον μια υπηρεσία του υπουργείου Οικονομικών στην πτέρυγα Ρισελιέ.
Το 1888 προστέθηκαν τα ευρήματα του Γάλλου αρχαιολόγου Marcel Dieulafoy από τα Σούσα του Ιράν.
Το 1914 λόγω του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου το μουσείο έκλεισε για να ξανανοίξει σταδιακά μετά το 1918. Μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο η επέκταση του μουσείου επιβραδύνθηκε σημαντικά με εξαίρεση τη δωρεά του Ρότσιλντ Το 1922 άρχισε να λειτουργεί η πτέρυγα στην οποία εκτίθενται αντικείμενα Ισλαμικής τέχνης.Στο μεταξύ αποφασίστηκε το μουσείο να μη φιλοξενεί εκθέματα που είχαν φιλοτεχνηθεί μετά το 1848.
Όταν ξέσπασε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος το Λούβρο άδειασε για άλλη μία φορά και έμειναν εκεί μόνον έργα που ήταν δευτερεύουσας αξίας ή ήταν αδύνατον να μετακινηθούν. Η Τζοκόντα λέγεται πως "πέρασε" 4 χρόνια μέσα σε ένα φορτηγό, το οποίο μετακινείτο διαρκώς. Γενικά όλα τα πολύτιμα εκθέματα πακεταρίστηκαν πυρετωδώς μέσα σε δύο μέρες και φορτώθηκαν σε εκατοντάδες φορτηγά που ξεκίνησαν προς πολλούς διαφορετικούς και μυστικούς προορισμούς ώστε τα έργα να μην καταστραφούν από βομβαρδισμούς αλλά και γενικά το μουσείο να μην απογυμνωθεί από λεηλασίες. Τα περισσότερα εκθέματα μεταφέρθηκαν κυρίως σε φρούρια (châteaux) της περιοχής του Λίγηρα (Loire). Με τη λήξη του πολέμου άρχισε και η επάνοδος των έργων στο Λούβρο.
Σε όλο αυτό το διάστημα συνεχιζόταν και ο εμπλουτισμός του μουσείου, με αξιολογότερο απόκτημα τη συλλογή Walter Guillaume το 1966, που περιλάμβανε 145 έργα των Ανρί Ματίς, Πικάσο, Αμεντέο Μοντιλιάνι, Ουτριλό κ.α.
Το 1961 η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι θα απομακρύνει οριστικά από τους χώρους του Λούβρου το Υπουργείο Οικονομικών, επεκτείνοντας έτσι τους χώρους του Μουσείου. Το 1964, με εντολή του τότε υπουργού Πολιτισμού Αντρέ Μαλρώ (André Malraux) εκσκάπτεται μια (ξηρή) τάφρος γύρω από το Μουσείο. Η οριστική αποχώρηση του Υπουργείου, ωστόσο, γίνεται το 1981 με εντολή του Προέδρου Φρανσουά Μιτεράν (Francois Mitterrand), ο οποίος παρουσιάζει και το μεγάλο σχέδιο ανασυγκρότησής του ολοκληρωτικά πλέον ως Μουσείου. Η επιμέλεια ανανέωσής του ανατίθεται στον σινοαμερικανό αρχιτέκτονα Ιεό Μινγ Πέι, στον οποίο ανήκει και η σχεδίαση της γυάλινης πυραμίδας που κοσμεί σήμερα την είσοδο στο Μουσείο.
Η συλλογή του επαυξάνεται συνεχώς και το 1986 εμφανίζεται κρίση χώρου. Για την αντιμετώπισή της πολλά εκθέματα μεταφέρονται από το Λούβρο στο νεοδημιουργηθέν Μουσείο Ορσέ (Musée d'Orsay). Το 1997 ξεκινά η δεύτερη φάση αναδιοργάνωσης του Μουσείου με άνοιγμα νέων χώρων.
Το σημερινό Λούβρο διαθέτει τέσσερις πτέρυγες, οι οποίες ονομάζονται Denon, Richelieu, Sully και Napoléon. Η είσοδος των επισκεπτών γίνεται πλέον υπόγεια και όχι από τις θύρες των προσόψεων (πιθανότατα για λόγους ασφαλείας).
Πηγή: Βικιπαίδεια