Σαν σήμερα το 2003 πέθανε ο νομπελίστας Φράνκο Μοντιλιάνι
Ο Φράνκο Μοντιλιάνι (Franco Modigliani) γεννήθηκε στις 18 Ιουνίου 1918 στη Ρώμη. Ο πατέρας του Ενρίκο Μοντιλιάνι ήταν παιδίατρος και η μητέρα του Όλγα Φλάσελ εθελόντρια κοινωνική λειτουργός. Η ζωή του άλλαξε δραματικά στα 14 του, όταν ο πατέρας του πέθανε κατά τη διάρκεια εγχείρησης. Ο μέτριος έως τότε μαθητής άρχισε να διαβάζει μανιωδώς και υπερπηδώντας μία τάξη του Λυκείου βρέθηκε στα 17 του φοιτητής του Πανεπιστημίου της Ρώμης.
Η οικογένειά του πίστευε ότι θα ακολουθήσει το επάγγελμα του πατέρα του, αυτός όμως προτίμησε να σπουδάσει νομικά, τα οποία άνοιγαν πολλές πόρτες στην πατρίδα του. Στο δεύτερο έτος των σπουδών του πήρε μέρος σε ένα φοιτητικό διαγωνισμό οικονομικών και προς μεγάλη του έκπληξη απέσπασε το πρώτο βραβείο. Τότε άρχισε να ενδιαφέρεται για τα οικονομικά, αλλά κάποιοι από τους καθηγητές του τον απέτρεψαν, επειδή μεγάλα ονόματα της οικονομικής σκέψης είχαν εξοβελιστεί από τη διδακτέα ύλη των Πανεπιστημίων, με εντολή του φασίστα Μπενίτο Μουσολίνι, που κυβερνούσε εκείνη την περίοδο την Ιταλία. Έτσι, συνέχισε τις σπουδές του στη Νομική και τα βράδια εντρυφούσε στους κλασικούς της οικονομίας, όπως τους είχαν συστήσει οι καθηγητές του.
Το 1939, όντας μεταπτυχιακός φοιτητής, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Ιταλία, λόγω της αντιφασιστικής του δράσης και της εβραϊκής του καταγωγής. Κατέφυγε στη Γαλλία, έπειτα από πρόσκληση της οικογένειας της φίλης του Σερένα Κάλαμπι, την οποία παντρεύτηκε τον Μάιο της ίδιας χρονιάς. Γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης, αλλά τα μαθήματα του φάνηκαν ανιαρά και χωρίς ουσία. Προτίμησε να ολοκληρώσει τη διδακτορική του διατριβή, την οποία υπέβαλε στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης. Τον Ιούνιο του 1939 ανακηρύχθηκε διδάκτορας νομικής, σε μια εποχή που τα τύμπανα του πολέμου άρχισαν να ηχούν.
Στα τέλη Αυγούστου 1939 μαζί με την σύζυγό του μετακόμισε στις Ηνωμένες Πολιτείες, λίγες μόνο μέρες πριν από την εισβολή της Ναζιστικής Γερμανίας στην Πολωνία, που σήμανε την έναρξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Στη νέα του πατρίδα αναζωπυρώθηκε το ενδιαφέρον του για τα οικονομικά, χάρη στην υποτροφία που πήρε για τη Νέα Σχολή Κοινωνικής Έρευνας, ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα που έδρευε στη Νέα Υόρκη και δημιουργήθηκε για να φιλοξενήσει εμιγκρέδες ακαδημαϊκούς και μεταπτυχιακούς φοιτητές από την εμπόλεμη Ευρώπη. Εκεί συνάντησε τον ουκρανοεβραίο καθηγητή Τζέικομπ Μάρσακ (1898-1977), ο οποίος τον μύησε στον κεϋνσιανισμό, που εκείνη την περίοδο αποτελούσε ό,τι το πιο προωθημένο στην οικονομική σκέψη, και έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξή του. Για να εξασφαλίσει τα προς το ζην εργαζόταν τα πρωινά σ' ένα βιβλιοπωλείο, που πουλούσε ευρωπαϊκά βιβλία.
Το 1941 ξεκίνησε το διδακτικό του έργο, πρώτα στο Κολέγιο Θηλέων του Νιου Τζέρσεϊ και στη συνέχεια στο Κολέγιο Μπαρντ, ως λέκτορας οικονομικών και στατιστικής. Το 1944 έλαβε το διδακτορικό του από τη Νέα Σχολή Κοινωνικής Έρευνας και το 1946 απέκτησε την αμερικανική υπηκοότητα. Το 1948 αποδέχτηκε τη θέση καθηγητή πολιτικής οικονομίας στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου, ενώ ταυτόχρονα εντάχθηκε στην Επιτροπή Κόουλς για την Οικονομική Έρευνα.
Λίγο αργότερα τέθηκε επικεφαλής του ερευνητικού προγράμματος για τις Προσδοκίες και τους κύκλους οικονομικής διακύμανσης στο Πανεπιστήμιο του Ιλινόις. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο πανεπιστήμιο συνεργάστηκε με τον μαθητή του Ρίτσαρντ Μπρούμπεργκ, θέτοντας τα θεμέλια γι’ αυτό που αργότερα θα ονομαζόταν Υπόθεση του Κύκλου Ζωής (Life Cycle Hypothesis), μια θεωρία που υποστηρίζει ότι τα άτομα προγραμματίζουν την καταναλωτική και αποταμιευτική τους συμπεριφορά σε μακροχρόνιο ορίζοντα, ώστε να πετύχουν την καλύτερη δυνατή διαχρονικά κατανομή της κατανάλωσής τους για όσα χρόνια ελπίζουν ότι θα ζήσουν. Παράλληλα, οι δημοσιεύσεις του συνέβαλαν στη θεμελίωση της μετέπειτα θεωρίας των ορθολογικών προσδοκιών.
Το 1960 έγινε καθηγητής στο περίφημο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Μασαχουσέτης, στο οποίο και παρέμεινε έως τη συνταξιοδότησή του το 1985. Σε συνεργασία με τον Αμερικανό οικονομολόγο Μέρτον Μίλερ (1923-2000), διεξήγαγε μια σημαντική έρευνα για τις χρηματοοικονομικές αγορές, καταλήγοντας στο Θεώρημα Μοντιλιάνι-Μίλερ, σύμφωνα με το οποίο η διαπραγματεύσιμη τιμή της μετοχής μιας εταιρείας εξαρτάται πρωταρχικά από τις προσδοκίες των επενδυτών για τα μελλοντικά κέρδη της εταιρείας. Στα τέλη της δεκαετίας του '70 δύο από τους πιο διακεκριμένους μαθητές του ήταν ο τέως πρωθυπουργός της Ελλάδας Λουκάς Παπαδήμος και ο νυν πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Μάριο Ντράγκι, με τους οποίους συνεργάστηκε σε ερευνητικά προγράμματα.
Το 1985 τιμήθηκε με το Νόμπελ Οικονομίας για τις αναλύσεις του σχετικά με την αποταμίευση και τις χρηματαγορές. Χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα τον Οκτώβριο του 2010, ο χρηματιστής Νίκολας Ταλέμπ (συγγραφέας του πολύκροτου μπεστ-σέλερ Ο Μαύρος Κύκνος) κατηγόρησε τον Μοντιλιάνι και άλλους νομπελίστες οικονομολόγους των τελευταίων χρόνων ότι με τις λανθασμένες θεωρίες τους για την εκτίμηση και την αποτίμηση των κινδύνων, οι οποίες περιβλήθηκαν με τη σφραγίδα της αυθεντίας, συνέβαλαν στη διεθνή οικονομική κρίση του 2008.
Το 1997 ο Μοντιλιάνι επισκέφθηκε την Αθήνα, έπειτα από πρόσκληση του παλιού του μαθητή και τότε διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, Λουκά Παπαδήμου και συμμετείχε σε ημερίδα με θέμα την ανεργία. Πιστός στην κεϊνσιανή θεωρία, είχε τότε αποδώσει το ευρωπαϊκό πρόβλημα της ανεργίας στην ανεπάρκεια της ζήτησης και είχε καταγγείλει τη «μανιακή προσήλωση» της Ομοσπονδιακής Τράπεζας της Γερμανίας (Bundesbank) στη νομισματική σταθερότητα.
Ο Φράνκο Μοντιλιάνι πέθανε στις 25 Σεπτεμβρίου 2003 στο Κέμπριτζ της Μασαχουσέτης, σε ηλικία 85 ετών.