Πέθανε ο πρώην πρόεδρος του Ισραήλ Σιμόν Πέρες
Όπως δήλωσε άνθρωπος του περιβάλλοντός του, ο Σιμόν Πέρες «έφυγε» περιστοιχισμένος από τα μέλη της οικογενείας του.
Ο Πέρες υπήρξε ιστορική φυσιογνωμία, ο τελευταίος επιζών της γενιάς των πατέρων του κράτους του Ισραήλ και ένας από τους κύριους αρχιτέκτονες των συμφωνιών του Όσλο που έθεσαν τις βάσεις της παλαιστινιακής αυτονομίας στη δεκαετία του ΄90.
Ποιος ήταν ο Σιμόν Πέρες
Ο Σιμόν Πέρες (γενν. 2 Αυγούστου 1923) ήταν Ισραηλινός στρατιωτικός και πολιτικός, με καριέρα 60 και πλέον ετών.
Το 2007 εξελέγη Πρόεδρος του Ισραήλ και υπηρέτησε στο αξίωμα αυτό ως τις 24 Ιουλίου 2014. Εξελέγη μέλος της Κνεσέτ το 1959 και υπηρέτησε αδιάλειπτα μέχρι την εκλογή του στην προεδρία το 2007, με ελάχιστη διακοπή το 2006. Το Νοέμβριο του 2008 τιμήθηκε με τον τίτλο του επίτιμου Ιππότη από τη Βασίλισσα Ελισάβετ Β΄.
Ήταν παντρεμένος με τη Σόνια από το 1945 και είχαν μία κόρη και δύο γιους.
Αρχικά, ενώ εργαζόταν στα «κιμπούτζ», αναμίχθηκε με τα πολιτικά και το 1947 προσχώρησε στο κίνημα Χαγκάνα μια εβραϊκή παραστρατιωτική τρομοκρατική οργάνωση που διηύθυνε ο Νταβίντ Μπεν Γκουριόν.
Τον Μάιο του 1948, μόλις ανακηρύχθηκε η ίδρυση του Ισραήλ, στα προηγούμενα εδάφη της Παλαιστίνης, ο πρωθυπουργός Μπεν Γκουριόν, ιδρυτής του κόμματος Καντίμα, διόρισε τον μόλις 25 ετών Σιμόν Πέρες αρχηγό (ναύαρχο) του Ισραηλινού Πολεμικού Ναυτικού. Το 1952 διορίστηκε αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας[3] και στη συνέχεια Γενικός Διευθυντής (1953-1959) και αναπληρωτής Υπουργός Άμυνας (1959-1965). Εκείνη ακριβώς την περίοδο το Ισραήλ ξεκίνησε το μεγαλεπήβολο έργο της βιομηχανικής παραγωγής όπλων εγκαινιάζοντας, με τη συμβολή βεβαίως των ΗΠΑ, και το πρόγραμμα πυρηνικών ερευνών. Την ίδια δε περίοδο ο Πέρες ξεκίνησε και μια σειρά επαφών συνάπτοντας στρατιωτικές συμμαχίες με άλλες χώρες, σημαντικότερη των οποίων ήταν με τη Γαλλία.
Το 1965 ο Πέρες παραιτήθηκε προκειμένου να βοηθήσει τον Μπεν Γκουριόν στην ίδρυση ενός νέου κόμματος, του λεγόμενου Ραφί, ως αντιπολιτευόμενου τον διάδοχό του πρωθυπουργό, Λεβί Εσκόλ. Όμως στη συνέχεια το κόμμα Ραφί δεν σημείωσε επιτυχία και το 1967 ο Πέρες άρχισε τις διαπραγματεύσεις για συγχώνευση με το κόμμα Μαπάι (το προηγούμενο κόμμα του Μπεν Γκουριόν) και του Αχνούτ Αβοντάχ, του αριστερού εργατικού κόμματος. Οι διαπραγματεύσεις αυτές κατέληξαν στην ίδρυση του Ισραηλινού Εργατικού Κόμματος στο οποίο ο Πέρες ανέλαβε αναπληρωτής Γενικός Γραμματέας. Έτσι το 1974 στην κυβέρνηση του Γιτζάκ Ράμπιν ανέλαβε υπουργός Άμυνας.
Το 1977 ο Πέρες αναλαμβάνει αρχηγός του Εργατικού Κόμματος και υπό αυτή την ιδιότητα ηττήθηκε στις εκλογές ως υποψήφιος για την πρωθυπουργία δύο φορές (1977 και 1981) από τον Μεναχέμ Μπέγκιν, ώσπου τελικά κέρδισε και ανέλαβε πρωθυπουργός στις αμφίρροπες εκλογές του 1984. Τότε ο Πέρες μαζί με τον Γιτζάκ Σαμίρ, που ήταν αρχηγός του κόμματος Λικούντ, σχημάτισε κυβέρνηση συνεργασίας στην οποία 6 μήνες ήταν πρωθυπουργός ο Πέρες και 6 μήνες ο Σαμίρ, αναλαμβάνοντας ο έτερος κάθε φορά τη θέση του αντιπροέδρου και υπουργού εξωτερικών της "πρωτότυπης" αυτής κυβέρνησης.
Το 1985 ο μετριοπαθής και συμβιβαστικός Πέρες διέταξε την απόσυρση των ισραηλινών δυνάμεων, κατά την αμφιλεγόμενη εισβολή που είχαν προηγουμένως επιχειρήσει, από τα εδάφη του Λιβάνου, ενώ παράλληλα εφάρμοσε ένα δραστικό πρόγραμμα λιτότητας προκειμένου ν' αντιμετωπίσει τον καλπάζοντα πληθωρισμό που είχε επέλθει στη χώρα του και εμπόδιζε την οικονομική ανάπτυξή της. Στις νέες και πάλι αμφίρροπες εκλογές του 1988 το Εργατικό Κόμμα και το Κόμμα Λικούντ σχημάτισαν και πάλι κυβέρνηση συνεργασίας όπου ο Πέρες ανέλαβε υπουργός Οικονομικών (1988-1990) και ο Σαμίρ πρωθυπουργός. Ο Πέρες παρέμεινε αρχηγός του Εργατικού Κόμματος μέχρι τις αρχές του 1992 οπότε τον διαδέχθηκε ο Γιτζάκ Ράμπιν. Μετά τη νίκη του Εργατικού Κόμματος στις εκλογές του Ιουνίου του 1992 ο Πέρες ανέλαβε υπουργός των Εξωτερικών και τον επόμενο χρόνο ξεκίνησε τις μυστικές διαπραγματεύσεις της ισραηλινής κυβέρνησης με τον επίσημο εκπρόσωπο της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PLO), πρώτα με τον Μαχμούντ Αμπάς, με τον οποίο και υπέγραψε την ιστορική συμφωνία του 1993, και στη συνέχεια με τον Γιάσερ Αραφάτ.
Για το ρόλο του εκείνο (ως Υπουργού Εξωτερικών) στις ειρηνευτικές συνομιλίες ανάμεσα σε Ισραηλινούς και Παλαιστινίους, οι οποίες είχαν αποτέλεσμα να υπογραφούν οι Συμφωνίες στο Όσλο, το 1994, ο Πέρες τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ Ειρήνης, μαζί με τους Γιτζάκ Ράμπιν και Γιάσερ Αραφάτ. Τον Νοέμβριο του 1995, μετά τη δολοφονία του Γιτζάκ Ράμπιν, ανέλαβε και πάλι ως πρωθυπουργός. Αργότερα στην κυβέρνηση του Εχούντ Ολμέρτ υπηρέτησε ως αντιπρόεδρος και Υπουργός Περιφερειακής Ανάπτυξης με αρμοδιότητα τις περιοχές της Νεγκέβ και της Γαλιλαίας.
Το 1997 ίδρυσε το Κέντρο για την Ειρήνη, που φέρει το όνομά του.
Το 2007 έλαβε το χρίσμα του προεδρικού υποψηφίου με το κόμμα Καντίμα. Στη σχετική ψηφοφορία της Κνεσέτ, ο Πέρες εξελέγη Πρόεδρος στη δεύτερη ψηφοφορία στις 13 Ιουνίου 2007 και διαδέχθηκε τον Μοσέ Κατσάβ στις 16 Ιουλίου 2007 με επταετή θητεία. Ειδικότερα, στον πρώτο γύρο της ψηφοφορίας, ο Πέρες έλαβε 58 ψήφους, χωρίς να συγκεντρώσει τον ελάχιστο απαιτούμενο αριθμό των 61. Ωστόσο, στο δεύτερο γύρο υποστηρίχθηκε από τους 83 επί συνόλου 120 βουλευτών και εξελέγη άνετα στην προεδρία. Οι συνυποψήφιοί του, Ρεουβέν Ριβλίν από το κόμμα Λικούντ και Κολέτ Άβιταλ από το Εργατικό Κόμμα, αποσύρθηκαν από το δεύτερο γύρο. Τον διαδέχθηκε στο αξίωμα του προέδρου ο Ρεουβέν Ριβλίν τον Ιούλιο του 2014.