Νέο δημοψήφισμα για το Brexit ζητά ο Τόνι Μπλερ αν οι συνέπειες είναι δυσβάστακτες
Ο πρώην πρωθυπουργός της Βρετανίας Τόνι Μπλερ εξέφρασε σήμερα (28/10) την εκτίμηση πως τίποτε δεν εμποδίζει τη Βρετανία να διοργανώσει ένα δεύτερο δημοψήφισμα για το Brexit, εκτιμώντας πως το διαζύγιο με την ΕΕ θα αποδειχθεί «πολύ, πολύ σκληρό», απέναντι στους άκαμπτους ευρωπαίους ηγέτες.
«Δεν συντρέχει κανένας λόγος για να κλείσουμε την πόρτα σε όλες τις εναλλακτικές λύσεις. Έχουμε το δικαίωμα να συνεχίσουμε να αναστοχαζόμαστε κι εάν κριθεί αναγκαίο να αλλάξουμε γνώμη. Δεν υπάρχει περίπτωση μία ελίτ να απορρίψει τον λαό», τόνισε ο Μπλερ, μιλώντας στο BBC Radio 4.
«Εάν στο τέλος της πορείας αποδειχθεί πως η συμφωνία δεν είναι ικανοποιητική, ή ότι θα υπάρξουν τόσο σοβαρές συνέπειες που ο κόσμος δεν θα θέλει πλέον την έξοδο από την ΕΕ, τότε θα πρέπει να βρεθεί μία λύση, είτε μέσω του Κοινοβουλίου, είτε ίσως μέσα από ένα νέο δημοψήφισμα», πρόσθεσε.
Αλλά και στην εφημερίδα «The New European», ο πρώην πρωθυπουργός (1997-2007) χαρακτηρίζει «καταστροφή» το Brexit και καλεί τους υπέρμαχους της παραμονής στην ΕΕ «να κινητοποιηθούν» απέναντι στους ζηλωτές του διαζυγίου με τις Βρυξέλλες.
«Πλέον είμαστε οι εξεγερμένοι», γράφει στο εβδομαδιαίο, φιλοευρωπαϊκό, φύλλο ο Μπλερ τέσσερις μήνες μετά το δημοψήφισμα, που με το αποτέλεσμα του 52% έδωσε τη νίκη στις αντιευρωπαϊκές δυνάμεις.
Ο ίδιος αποκαλύπτει πως πρόσφατα συνομίλησε με τον Γάλλο πρόεδρο Φρανσουά Ολάντ για τις προκλήσεις που πρόκειται να αντιμετωπίσει η Βρετανία κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για την έξοδό της.
«Αυτή η συνομιλία με έπεισε πως πρόκειται να είναι πολύ, μα πολύ σκληρές. Δεν πρόκειται να διαπραγματευθούμε με ευρωπαίους επιχειρηματίες που θα ήθελαν να έχουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερη πρόσβαση στη Βρετανία. Οι άνθρωποι με τους οποίους θα διαπραγματευθούμε είναι πολιτικοί ηγέτες της ΕΕ και των Κοινοβουλίων τους, συνεπώς κατά τη γνώμη μου πρόκειται να είναι μία πολύ περίπλοκη διαπραγμάτευση», τονίζει ο Μπλερ, κατά τον οποίο η Βρετανία θα πρέπει να κάνει μεγάλες παραχωρήσεις προκειμένου να διατηρήσει την πρόσβασή της στην ενιαία αγορά, εάν δεν επιθυμεί να αντιμετωπίσει «σοβαρές» οικονομικές επιπτώσεις.