Ταινία «γροθιά στο στομάχι» για τη φρίκη των σφαγείων - Σε αυτήν τα ζώα σκοτώνονται πραγματικά
Θα μπορούσε να είναι μια ταινία χωρίς τέλος. Διαδραματίζεται κάθε μέρα σε όλα τα σφαγεία όπου αλέθονται χιλιάδες ζώα. Ζωές χωρίς όνομα και μέλλον που αντιμετωπίζονται με το χειρότερο δυνατό τρόπο…
Αυτή όμως δεν είναι ταινία, ούτε αλληγορία, ούτε μεταφορά. Δεν υπάρχουν ηθοποιοί και τα ζώα που εμφανίζονται δεν «παίζουν», πολύ περισσότερο δεν υπάρχει καμία μυθοπλασία, κανένας ρόλος. Ακόμα χειρότερα: όλα είναι αληθινά. Τα ζώα είναι ζωντανά, αλλά λίγο αργότερα θα αφήσουν την τελευταία τους πνοή. Στο ζενερίκ δεν εμφανίζονται καν γιατί δεν είχαν ποτέ ονόματα, φέρουν μόνο επάνω τους βιομηχανικές σφραγίδες... Πρόκειται για τους αριθμούς των «σφαγείων» που θα γίνουν. Η νεαρή σκηνοθέτης Μοντ Αλπί θέλησε να «φυλακίσει» αυτές τις εικόνες στο φακό της και στη συνέχεια να φτιάξει μια ταινία με τον τίτλο: Λαιμός Καρδιά Στομάχι (εμπνευσμένο από ένα ποίημα του Ιταλού σκηνοθέτη-ποιητή Πιερ Πάολο Παζολίνι). Η ταινία αυτή, πρώτη μεγάλου μήκους της νεαρής σκηνοθέτιδος, προβλήθηκε στο διεθνές φεστιβάλ κινηματογράφου του Λοκάρνο 2016 και απέσπασε ειδική μνεία από τους κριτικούς ως πρωτοεμφανιζόμενο φιλμ.
Από τις πρώτες μόλις εικόνες, η σκηνοθέτης μάς εισάγει στο σκοτεινό κόσμο της ταινίας. Βλέπουμε έναν ελεύθερο νεαρό βοσκό, τον Βιργίλιο, να περιπλανιέται με το σύντροφό του, τον Μπόστον, έναν μαύρο σκύλο (όμοιο με εκείνον στην ταινία του Αντρέι Ταρκόφσκι «Στάλκερ»). Ο Μπόστον αντιπροσωπεύει όλη τη συμβολική δύναμη του σκύλου-μέντιουμ.
Είναι αυτός που νοιώθει και στο μεταδίδει, που βλέπει βαθιά διαισθητικά και μέσα από εκείνον, βλέπουμε και εμείς. Ο Μπόστον μάς εισάγει στην κόλαση του Δάντη. Μέσα από τα μάτια του βλέπουμε, νοιώθουμε, ακούμε, μυρίζουμε όλα όσα συμβαίνουν στα σφαγεία: σκόνη, αίμα, λάσπη, ουρλιαχτά, καρδιές που «ξεκουφαίνουν» από τους χτύπους του πανικού, βλέμματα τρελαμένα από τον φόβο του θανάτου. Τραβώντας με την κάμερα την πορεία των ζώων αυτών προς το θάνατο, η Αλπί μας «αναγκάζει» να ξεφύγουμε από τη θέση ισχύος που έχουμε συνήθως ως θεατές, και να ζήσουμε τη ζοφερή πραγματικότητα.
Πρόκειται για κατόρθωμα που κατέστη δυνατόν χάρις στην ταπεινοφροσύνη της Αλπί και στον τρόπο που χειρίστηκε το «ενοχλητικό» αυτό θέμα. Τα πλάνα έχουν γυρισθεί σε πραγματικό χρόνο και τα πρόσωπα είναι όλα αληθινά. Ο Βιργίλιος όντως ήταν βοσκός και οδηγούσε τα ζώα στο σφαγείο…
Στα σκληρά ωστόσο εκπληκτικά, σαν πίνακες ζωγραφικής πλάνα, όπως εκείνο που δείχνει το μεταλλικό λαβύρινθο ο οποίος τα οδηγεί σταδιακά προς το θάνατο, λουσμένο σε ένα φως (άσκοπα και αδικαιολόγητα) γλυκό, σε μία «εκκωφαντική» σιωπή, βλέπουμε να φθάνουν τα ζώα. Αρχίζουν να σπρώχνονται, να μουγκανίζουν, προσπαθούν να ξεφύγουν. Αγελάδες με πελώρια φοβισμένα μάτια, τρομοκρατημένα βόδια, νυσταλέα γουρουνάκια παραδομένα στο τελευταίο όνειρο της σύντομης ζωής τους. Μία απόκοσμη ομορφιά χάνεται μπροστά στα μάτια μας. Στην κόλαση ενός σφαγείου βλέπουμε συγκλονιστικές σκηνές που προκαλούν χιλιάδες συναισθήματα. Η αίσθηση γι αυτά τα ζώα που τρέμουν μπροστά στον επερχόμενο θάνατο με την επιθυμία να ζήσουν, παγιδευμένα στον προθάλαμο του θανάτου, είναι αβάσταχτα στενάχωρη, συντρίβει.
Οι σκηνές αυτές κάνουν κομμάτια τη λογική του θεατή. Απογυμνωμένες από κάθε επεξηγηματικό λόγο που θα δικαιολογούσε, θα ανακούφιζε, η ταινία μάς αφήνει ολομόναχους μπροστά στις φρικτές αυτές εικόνες, συγκλονισμένους από μία χιονοστιβάδα συναισθημάτων. Τα σχόλια απουσιάζουν, η Αλπί παίρνει το ρίσκο να εξαφανίσει την απόσταση που μας χωρίζει από το θέμα και να παρουσιάσει το γεγονός αυτό κάθε αυτό.
Οι διαδοχικές εικόνες της ταινίας αναδεικνύουν με τρόπο καταιγιστικό ερωτήματα που γενικά αποφεύγει ο κινηματογράφος: υπάρχει άραγε διαφορά ανάμεσα σε δύο νέους ανθρώπους που χαίρονται τη ζωή, κάνουν μπάνιο στη θάλασσα κραυγάζοντας, και σε ένα πρόβατο χαμένο στο θάλαμο που οδηγεί στο θάνατο και κλαίει τόσο «ανθρώπινα»; Ποιος αποφασίζει για τη μοίρα τους; Παρακολουθούμε το βλέμμα του νέου άνδρα που κοιτάζει το ταβάνι του σφαγείου, ταυτόχρονα έκπληκτο και ενοχλημένο, καθώς αναρωτιέται πως είναι δυνατόν να πετούν εκεί πουλιά και να κτίζουν τις φωλιές τους! Πως είναι δυνατόν σε τέτοια μέρη που κυριαρχεί η φρίκη, η ζωή να συνεχίζεται με τέτοια ένταση, υπέροχη, ανήθικη ίσως;
Σε έναν κόσμο όπου καθημερινά σφαγιάζονται χιλιάδες ζώα, άραγε αυτά νοιώθουν το θάνατο να έρχεται; Παρακολουθώντας την ταινία αναρωτιόμαστε πώς είναι δυνατόν να τα καταπιέζουμε και να τα θαυμάζουμε ταυτόχρονα. Τα ερωτήματα μάς βασανίζουν, τις απαντήσεις όμως θα τις βρούμε μόνοι μας, ίσως ακούγοντας τον Λέοναρντ Κοέν που «επαιτεί» τη χάρη μιας βεβαιότητας η οποία όμως αργεί να έλθει, στο τραγούδι του Show me the Place του 2011.