Συναγερμός στον πλανήτη: Τι φοβούνται οι επιστήμονες;

Οι επιστήμονες που μελετούν το αρχαίο κλίμα του πλανήτη, ανακάλυψαν ανησυχητικά «σημάδια» που αυξάνουν τον κίνδυνο για το μέλλον, όσον αφορά στη στάθμη των θαλασσών -Όλο και λιγότερες οι μέρες με ήπιο καιρό στη Γη
5'

Διαπίστωσαν ότι πριν από 125.000 χρόνια, όταν η Γη βρισκόταν σε μια θερμή περίοδο ανάμεσα σε δύο περιόδους πάγων και οι θερμοκρασίες της ήσαν περίπου όσο οι σημερινές, η στάθμη των θαλασσών ήταν τότε έξι έως εννέα μέτρα μεγαλύτερη από τη σημερινή.

Αυτό δημιουργεί φόβους ότι κάτι ανάλογο μπορεί να συμβεί και στο μέλλον, υψώνοντας δραματικά τη στάθμη των ωκεανών στον πλανήτη μας, στο βαθμό ιδίως που δεν τεθεί «φρένο» στην κλιματική αλλαγή και στη σταδιακή άνοδο της παγκόσμιας θερμοκρασίας.

Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον Τζέρεμι Χόφμαν του Πολιτειακού Πανεπιστημίου του Όρεγκον των ΗΠΑ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό «Science», σύμφωνα με το Γαλλικό Πρακτορείο και τη βρετανική «Γκάρντιαν», έκαναν λόγο για «ανησυχητική τάση» και για μεγάλη αβεβαιότητα, όσον αφορά στο πώς θα αντιδράσουν και τώρα οι ωκεανοί στη σύγχρονη υπερθέρμανση του πλανήτη.

Η Γη - πέρα από την τωρινή ανθρωπογενή κλιματική αλλαγή - έχει περάσει στο μακρινό παρελθόν (όταν οι άνθρωποι δεν υπήρχαν καν ή δεν μπορούσαν να επηρεάσουν το κλίμα) μέσα από διαδοχικές περιόδους ανόδου και πτώσης της θερμοκρασίας. Οι περίοδοι αυτές οφείλονταν σε καθαρά φυσικές και βιολογικές διαδικασίες, όπως οι αλλαγές στην τροχιά του πλανήτη μας και η δράση των μικροοργανισμών.

Κάθε τέτοια ψυχρή ή θερμή περίοδος διαρκούσε δεκάδες χιλιάδες χρόνια…

Η τελευταία φορά που το γήινο κλίμα ήταν ασυνήθιστα ζεστό, ήταν πριν από 116.000 έως 129.000 χρόνια, κατά τη λεγόμενη «τελευταία μεσοπαγετωνική περίοδο», μία από τις πιο θερμές των τελευταίων 800.000 ετών.

Οι επιστήμονες ανέλυσαν υποθαλάσσια ιζήματα από 83 σημεία του πλανήτη και συμπέραναν ότι πριν από 125.000 χρόνια η θερμοκρασία δεν διέφερε από τον μέσο όρο της περιόδου 1995-2014. Όμως τότε τα νερά ήταν έξι έως εννέα μέτρα ψηλότερα, ενώ σήμερα δεν είναι - ακόμη τουλάχιστον.

Κανένας επιστήμονας πάντως δεν μπορεί να προβλέψει με σιγουριά πόσο γρήγορα θα ανέβουν οι θάλασσες στο μέλλον, πράγμα που θα εξαρτηθεί σε σημαντικό βαθμό από το σε ποια έκταση και με ποιον ρυθμό θα λιώσουν οι πάγοι της Ανταρκτικής και της Γροιλανδίας. Οι προβλέψεις διαφέρουν αισθητά, από μερικές δεκάδες εκατοστά (κατά 13 έως 68 εκατοστά μέχρι το 2050, σύμφωνα με τη Διακυβερνητική Επιτροπή του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή) έως αρκετά μέτρα.

Η νέα μελέτη ενισχύει το απαισιόδοξο σενάριο, μολονότι -ακόμα και σε αυτή την περίπτωση - η μεγάλη άνοδος των υδάτων μπορεί να συμβεί μετά από μερικές χιλιάδες χρόνια και όχι σε λίγες δεκαετίες.

«Τα καλά νέα από τη νέα μελέτη είναι ότι, με λίγη τύχη, οι θάλασσες θα συνεχίσουν να ανεβαίνουν αργά, οπότε θα έχουμε χρόνο να προσαρμοστούμε. Όμως τα κακά νέα είναι ότι τελικά οι τωρινές παράκτιες τοποθεσίες μας θα πλημμυριστούν από τα νερά», δήλωσε ο καθηγητής κλιματολογίας 'Αντριου Γοουάτσον του βρετανικού Πανεπιστημίου του Έξετερ.

Όλο και λιγότερες οι μέρες με ήπιο καιρό στη Γη

Στο μεταξύ, ο αριθμός των ημερών με ήπιο καιρό, μέσα στο έτος, θα μειωθεί παγκοσμίως κατά 10% με 13% έως το τέλος του αιώνα μας, εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής.

Αυτό προβλέπει μια νέα αμερικανική επιστημονική μελέτη, σύμφωνα με την οποία ο μέσος παγκόσμιος όρος των ημερών ήπιου καιρού, ανά έτος, θα εμφανίζει συνεχή πτωτική τάση τις επόμενες δεκαετίες. Σήμερα είναι περίπου 74 μέρες κάθε χρόνο, αλλά το 2035 θα έχει μειωθεί σε 70 μέρες και μεταξύ 2080-2100 θα πέσει σε 64 μέρες.

Αυτός όμως ο μέσος όρος, διεθνώς, κρύβει δραματικές διαφορές από περιοχή σε περιοχή της Γης, καθώς σε μερικά μέρη η μείωση των ήπιων ημερών θα είναι πολύ μεγαλύτερη στο μέλλον, ενώ σε άλλα μπορεί να υπάρξει αύξηση των ημερών με ήπιο καιρό. Οι μεγαλύτερες μειώσεις αναμένονται στις τροπικές περιοχές σε Αφρική, Ασία και Λατινική Αμερική, όπου σε κάποια σημεία μπορεί να υπάρξουν 15 έως 50 λιγότερες ήπιες μέρες έως το τέλος του τρέχοντος αιώνα.

Από την άλλη, όμως, στα μεσαία γεωγραφικά πλάτη, στην Ευρώπη, στον Καναδά και στην Ευρώπη (κυρίως στη βόρεια), αναμένονται περισσότερες ήπιες μέρες (δέκα έως 15 μέσα ανά έτος έως το 2100). Στις χώρες αυτές, ενώ θα υπάρξουν λιγότερες ήπιες μέρες τα καλοκαίρια, θα υπάρξουν περισσότερες ήπιες μέρες την άνοιξη, το φθινόπωρο και το χειμώνα.

Η προσοχή των επιστημόνων και της κοινής γνώμης έχει κυρίως στραφεί στα ακραία καιρικά φαινόμενα, όπως τυφώνες, ξηρασίες, πλημμύρες κ.α. Όμως οι ερευνητές της Εθνικής Υπηρεσίας Ωκεανών και Ατμόσφαιρας (ΝΟΑΑ) των ΗΠΑ και του Πανεπιστημίου Πρίνστον, με επικεφαλής την Κάριν βαν ντερ Βιλ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό «Climate Change» (Κλιματική Αλλαγή), προχώρησαν στην πρώτη παγκόσμια ανάλυση του τρόπου που η άνοδος της θερμοκρασίας στον πλανήτη θα επηρεάσει τη συχνότητα και την τοποθεσία του ήπιου καιρού. Οι εκτιμήσεις τους βοηθήθηκαν από δύο αμερικανικούς υπερ-υπολογιστές με αρχαιοελληνικά ονόματα, τη «Γαία» και τη «Θεία».

Οι ήπιες ημέρες θεωρούνται ιδανικές για βόλτα, άθληση σε ανοικτό χώρο, ψάρεμα, εκδρομές και άλλες υπαίθριες δραστηριότητες για μικρούς και μεγάλους. Ο ήπιος καιρός θεωρείται σημαντικός και από οικονομική άποψη, καθώς διευκολύνει το εμπόριο, τη βιομηχανία, τις μεταφορές, τη γεωργία και τον τουρισμό.

Σύμφωνα με τους επιστήμονες, ήπιος θεωρείται ο καιρός, όταν η θερμοκρασία κινείται μεταξύ των 18 και των 30 βαθμών Κελσίου περίπου, με χαμηλή υγρασία και με ελάχιστη ή καθόλου βροχή.

Σχετικές ειδήσεις