Ισόβια σε Γερμανό ισλαμιστή για την αποτυχημένη βομβιστική επίθεση στη Βόννη
Σε ισόβια για απόπειρα βομβιστικής επίθεσης με στόχο έναν σιδηροδρομικό σταθμό το 2012, απόπειρα φόνου του ηγέτη ενός ακροδεξιού, αντιμουσουλμανικού κόμματος, αλλά και διότι ίδρυσε μια τρομοκρατική οργάνωση, καταδικάστηκε ένας Γερμανός.
Ο άνδρας μάλιστα αυτός, που κατά τις γερμανικές αρχές ονομάζεται Μάρκο Γκ., κραύγασε «Αλλάχου Άκμπαρ» εισερχόμενος στο δικαστήριο.
Άλλα τρία άτομα καταδικάστηκαν στην ίδια δίκη, ένα με γερμανική υπηκοότητα, ένα πρόσωπο με διπλή, γερμανική και τουρκική, υπηκοότητα καθώς και ένας υπήκοος της Αλβανίας.
Τους επιβλήθηκαν ποινές κάθειρξης από 9½ έως και 12 ετών για συμμετοχή σε τρομοκρατική οργάνωση και για συνωμοσία με σκοπό τη δολοφονία του Μάρκους Μπάιζιχτ, επικεφαλής του Pro NRW, ενός μικρού ακροδεξιού κόμματος στο δυτικό κρατίδιο της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας.
«Το δικαστήριο καταδίκασε το βασικό ύποπτο σε ισόβια κάθειρξη για απόπειρα φόνου, για απόπειρα επίθεση με τη χρήση εκρηκτικών, την ίδρυση και τη συμμετοχή σε μια τρομοκρατική οργάνωση και την απόπειρα φόνου του "Pro NRW"», ανέφερε ο Πέτερ Σιτς, εκπρόσωπος του δικαστηρίου του Ντίσελντορφ.
Το δικαστήριο δεν κατονόμασε την τρομοκρατική οργάνωση.
Ωστόσο ανέφερε σε μια ανακοίνωσή του ότι ο Μάρκο Γκ. αποπειράθηκε τη 10η Δεκεμβρίου 2012 να πυροδοτήσει μια αυτοσχέδια βόμβα, κρυμμένη μέσα σε ένα σακίδιο, που είχε αφεθεί σε μια πλατφόρμα στον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό της Βόννης.
Κατά το δικαστήριο, η βόμβα θα σκότωνε πολλούς εάν πυροδοτείτο, πράγμα που δεν έγινε διότι ο εύθραυστος πυροκροτητής της υπέστη ζημιά.
Ο Μάρκο Γκ., μαζί με τους άλλους τρεις κατηγορούμενους, είχαν επίσης απεργαστεί τη διάπραξη πολλών άλλων επιθέσεων, κατά την ετυμηγορία του δικαστηρίου.
Η εισαγγελέας Ντούσα Γκμελ δήλωσε ότι οι κατηγορούμενοι είναι «απάνθρωποι τρομοκράτες με τη βούληση να διαπράξουν πράξεις βίας», προσθέτοντας πως το γεγονός οι επιθέσεις τους δεν είχαν θύματα «δεν οφείλεται σε αυτούς» αλλά σε μια «ευτυχή σύμπτωση» στην περίπτωση της απόπειρας επίθεσης στη Βόννη, που θα είχε «καταστροφικές συνέπειες».
Οι κατηγορούμενοι έχουν τη δυνατότητα να ασκήσουν έφεση στο ομοσπονδιακό ανώτατο δικαστήριο.