Πυρπολήσεις χωριών, εκτελέσεις και βασανιστήρια: Eθνοκάθαρση σε εξέλιξη στη Μιανμάρ καταγγέλει ο ΟΗΕ
«Επειδή η Μιανμάρ έχει αρνηθεί την πρόσβαση στους ερευνητές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η παρούσα κατάσταση δεν μπορεί να αξιολογηθεί ακόμη απολύτως, αλλά φαίνεται ότι πρόκειται για ένα τυπικό παράδειγμα εθνοκάθαρσης», είπε ενώπιον του Συμβουλίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ ο Ζέιντ Ραάντ αλ Χουσέιν.
Ο ίδιος κατήγγειλε την «βάρβαρη επιχείρηση των αρχών ασφαλείας» εναντίον των μουσουλμάνων Ροχίνγκια στην πολιτεία Ραχίν, την οποία χαρακτήρισε «σαφώς δυσανάλογη» σε σχέση με τις επιθέσεις των ανταρτών που πραγματοποιήθηκαν τον τελευταίο μήνα.
«Η επιχείρηση...είναι σαφώς δυσανάλογη και χωρίς σεβασμό προς τις βασικές αρχές του διεθνούς δικαίου», τόνισε.
«Έχουμε λάβει πολλές πληροφορίες και φωτογραφίες από δορυφόρο που δείχνουν τις δυνάμεις ασφαλείας και τις τοπικές πολιτοφυλακές να πυρπολούν χωριά των Ροχίνγκια, ενώ υπάρχουν και μαρτυρίες για εξωδικαστικές εκτελέσεις, περιλαμβανομένων δολοφονιών αμάχων που επιχειρούσαν να διαφύγουν, οι οποίες συνάδουν με αυτές».
Η κυβέρνηση της Αούνγκ Σαν Σου Κι έχει δεχτεί σφοδρές επικρίσεις από την διεθνή κοινότητα για την βία που χρησιμοποιεί εις βάρος των Ροχίνγκια, ενώ σήμερα έκανε έκκληση για την εξεύρεση ειρηνικής λύσης στην κρίση και ο Δαλάι Λάμα.
«Καλώ την κυβέρνηση να δώσει τέλος στην παρούσα, βίαιη στρατιωτική επιχείρηση, να αναζητηθούν ευθύνες για όλες τις παραβιάσεις που έχουν διαπραχθεί και να σταματήσει το σχέδιο της σφοδρής και εκτεταμένης διάκρισης εις βάρος του πληθυσμού των Ροχίνγκια», είπε από την πλευρά του ο Ζέιντ Ραάντ αλ Χουσέιν.
Δήλωσε μάλιστα ιδιαιτέρως «σοκαρισμένος» από τις καταγγελίες ότι οι αρχές της Μιανμάρ έχουν ξεκινήσει να ναρκοθετούν τα σύνορα με τον Μπανγλαντές για να εμποδίζουν την επιστροφή όσων έχουν φύγει.
Επιπλέον άσκησε κριτική εναντίον των «επίσημων δηλώσεων ότι θα επιτρέπεται η επιστροφή στους πρόσφυγες εκείνους που έχουν εγκαταλείψει την χώρα μόνο αν μπορούν να αποδείξουν την εθνικότητά τους» επισημαίνοντας ότι από το 1962 η Μιανμάρ στερεί από τους Ροχίνγκια πολλά από τα δκαιώματά τους, ανάμεσά τους και εκείνα της ιθαγένειας.
«Αυτό το μέτρο θυμίζει ένα κυνικό σχέδιο για την δια της βίας μεταφορά μεγάλου αριθμού ανθρώπων χωρίς πιθανότητα επιστροφής», σχολίασε και κάλεσε την κυβέρνηση της Μιανμάρ να «σταματήσει να προσποιείται ότι οι Ροχίνγκια πυρπολούν οι ίδιοι τα σπίτια τους και καταστρέφουν τα χωριά τους».
«Αυτή η απόλυτη άρνηση της πραγματικότητας βλάπτει σοβαρά την εικόνα της κυβέρνησης στη διεθνή σκηνή», είπε μεταξύ άλλων και ζήτησε από τις αρχές της Μιανμάρ να επιτρέψουν την πρόσβαση στα κλιμάκιά του ώστε να ερευνήσουν την κατάσταση.
Από την πλευρά του, ο εκπρόσωπος της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, ο Τζόζεφ Τριπούρα, ανακοίνωσε σήμερα ότι ο αριθμός των Ροχίνγκια που έχουν φύγει από τη Μιανμάρ για να γλιτώσουν από τη βία στη χώρα τους και έχουν αναζητήσει καταφύγιο στο Μπανγκλαντές ανήλθε από τις 25 Αυγούστου σε 313.000.
Τα Ηνωμένα Έθνη και η κυβέρνηση του Μπανγκλαντές έχουν ανακοινώσει ότι ο αριθμός των ανθρώπων αυτών μειώθηκε τις τελευταίες μέρες παρότι η κατάσταση παραμένει ρευστή.
Χθες Κυριακή τα Ηνωμένα Έθνη ανακοίνωσαν ότι περίπου 294.000 Ροχίνγκια έφθασαν στο Μπανγκλαντές, αύξηση κατά μόνο 4.000 από μια μέρα νωρίτερα.
Οι Ροχίνγκια, οι οποίοι είναι απάτριδες, αντιμετωπίζονται από τις αρχές της Μιανμάρ σαν παράτυποι μετανάστες από το Μπανγκλαντές, παρότι ζουν στη Μιανμάρ επί αιώνες. Οι κοινότητές τους είναι περιθωριοποιημένες και δεν έχουν πρόσβαση στην εκπαίδευση, την υγεία και την αγορά εργασίας. Εδώ και δεκαετίες βρίσκονται σε διαμάχη με τους βουδιστές που αποτελούν την πλειοψηφία στη Μιανμάρ.
Ωστόσο και στο κυρίως μουσουλμανικό Μπανγκλαντές δεν είναι ευπρόσδεκτοι. Η αστυνομία τους κατηγορεί ότι επιδίδονται σε διάφορες εγκληματικές δραστηριότητες, όπως εμπορία ναρκωτικών.
Πολλά από τα χωριά τους στα βόρεια της Πολιτείας Ραχίν έχουν πλέον εκκενωθεί. Οι περισσότεροι φθάνουν στο Μπανγκλαντές με τα πόδια διασχίζοντας τα χερσαία σύνορα ή με βάρκες από τον ποταμό Ναφ. Λόγω των δύσκολων συνθηκών που αντιμετωπίζουν στο ταξίδι, φθάνουν στο Μπανγκλαντές εξαντλημένοι, αδυνατισμένοι και συχνά άρρωστοι, όπως αναφέρει ο ΟΗΕ.