Ώρα μηδέν: ΗΠΑ και Ρωσία σε θέσεις μάχης στην ανατολική Μεσόγειο
Η αντιπαράθεση ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Ρωσία σχετικά με το συριακό ζήτημα έχει σκληρύνει: η Μόσχα, που υποστηρίζει τη Δαμασκό, αντέταξε χθες Τρίτη στο Συμβούλιο Ασφαλείας το βέτο της σ' ένα αμερικανικό σχέδιο απόφασης με στόχο τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου μηχανισμού έρευνας σχετικά με τη χρήση χημικών όπλων στη Συρία.
Όμως από την άλλη πλευρά, οι Δυτικοί, με πρώτες τις ΗΠΑ και τη Γαλλία, ενίσχυσαν την αποφασιστικότητά τους αφού είχαν ήδη διατυπώσει με σαφήνεια την απειλή για στρατιωτικά αντίποινα.
(Οι πιθανοί στρατιωτικοί στόχοι που μπορεί να πληγούν από τις ΗΠΑ σύμφωνα με τον Guardian)
«Η Γαλλία θα κάνει τα πάντα εναντίον της χημικής ατιμωρησίας», διαβεβαίωσε ο Γάλλος πρεσβευτής Φρανσουά Ντελάτρ. Θα ανακοινώσει «μέσα στις προσεχείς ημέρες» την «απόφαση» για την απάντησή της, σε συντονισμό με τις ΗΠΑ και τη Βρετανία, διευκρίνισε στο Παρίσι ο πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν.
Μέσα σ' αυτόν τον διπλωματικό αναβρασμό, ο Ντόναλντ Τραμπ και η βρετανή πρωθυπουργός Τερέζα Μέι «συμφώνησαν» επίσης, στη διάρκεια τηλεφωνικής επικοινωνίας τους, «να μην αφήσουν να συνεχιστεί η χρήση χημικών όπλων», ανακοίνωσε ο Λευκός Οίκος.
Ο Αμερικανός πρόεδρος, που από την πλευρά του είχε υποσχεθεί τη Δευτέρα πως θα λάβει «πολύ σύντομα» μια απόφαση, ματαίωσε ένα ταξίδι, που επρόκειτο να να κάνει στο τέλος της εβδομάδας στο Περού, για να συνεχίσει να διαχειρίζεται το συριακό ζήτημα, ενισχύοντας έτσι το αίσθημα ότι επίκειται κάποια δράση.
Στο Συμβούλιο Ασφαλείας, ανταγωνιστικό σχέδιο απόφασης που παρουσιάσθηκε χθες Τρίτη από τους Ρώσους, δεν συγκέντρωσε αρκετές ψήφους για να υιοθετηθεί.
Ο πρεσβευτής της Ρωσίας στον ΟΗΕ Βασίλι Νεμπένζια δικαιολόγησε το 12ο ρωσικό βέτο μέσα σε επτά χρόνια μιας σύγκρουσης που έχει στοιχίσει τη ζωή σε περισσότερους από 350.000 ανθρώπους, λέγοντας ότι «το Συμβούλιο Ασφαλείας δεν πρέπει να παρασυρθεί σε περιπέτειες».
Και η Ρωσία, τα στρατεύματα της οποίας βρίσκονται στο συριακό έδαφος, προειδοποίησε πως μια αμερικανική στρατιωτική επέμβαση θα ήταν «πολύ, πολύ επικίνδυνη».
Διαβάστε επίσης: Συναγερμός στο Αιγαίο: «Oι Τούρκοι απειλούν να βουλιάξουν ελληνικό πλοίο»
Η ομάδα κρούσης του USS Harry S. Truman σε θέση μάχης
Σε αυτό το πλαίσιο οι ΗΠΑ απέστειλαν την ομάδα κρούσης του αεροπλανοφόρου USS Harry S. Truman στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου στις περιοχές που περιπολεί ο 5ος και ο 6ος Στόλος, σύμφωνα με ανακοίνωση του αμερικανικού Πολεμικού Ναυτικού.
Το αεροπλανοφόρο USS Harry S. Truman, το οποίο μεταφέρει περίπου 6.500 ναύτες, συνδεύουν τα πολεμικά πλοία USS Forrest Sherman, USS Farragut, USS Bulkeley, και USS Arleigh Burke, καθώς και το καταδρομικό USS Normandy.
«Κατάσταση συναγερμού»
Ο διεθνής Οργανισμός για την Απαγόρευση των Χημικών Όπλων (ΟΑΧΟ), στον οποίο δόθηκε εντολή να διεξαγάγει έρευνες σχετικά με τη φερόμενη επίθεση, αλλά ο οποίος δεν έχει την ευθύνη να ταυτοποιήσει τους υπεύθυνους, ανακοίνωσε χθες την αποστολή, «σε λίγο», μιας ομάδας στη Συρία για να ρίξει φως σ' αυτό που συνέβη στην Ντούμα.
Σύμφωνα με τα Λευκά Κράνη, τους διασώστες που επιχειρούν στις περιοχές των ανταρτών, και την ιατρική μη κυβερνητική οργάνωση Συριακή Αμερικανική Ιατρική Εταιρεία, περισσότεροι από 40 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους το Σάββατο σ' αυτό το ύστατο προπύργιο των ανταρτών στην Ανατολική Γούτα, στις πύλες της Δαμασκού, ενώ περισσότεροι από 500 τραυματίες χρειάσθηκαν περίθαλψη, κυρίως για «αναπνευστικές δυσκολίες».
Ο ΟΑΧΟ προσκλήθηκε από τη Δαμασκό που, όπως η Μόσχα, αρνείται πως έγινε μια τέτοια χημική επίθεση. Σύμφωνα με διπλωμάτες, αυτό μπορεί να επιτρέψει στη συριακή εξουσία να καθυστερήσει ενδεχόμενα δυτικά πλήγματα.
Όμως μολονότι χαιρέτισε την αποστολή εμπειρογνωμόνων, η Ουάσινγκτον επέμεινε να μην συνδέσει την έρευνά τους με την αμερικανική απάντηση.
«Οι ΗΠΑ έχουν τους δικούς τους μηχανισμούς», «ξέρουμε ότι χρησιμοποιήθηκε ένα χημικό προϊόν έστω κι αν δεν ξέρουμε με βεβαιότητα ποιό», δήλωσε η εκπρόσωπος της αμερικανικής διπλωματίας Χέδερ Νάουερτ.
Πέρα από τα ενδεχόμενα πλήγματα κατά του καθεστώτος, οι προειδοποιήσεις του Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος δήλωσε πως η Δαμασκός, αλλά και οι υποστηρικτές της, η Ρωσία και το Ιράν, θα πρέπει «να πληρώσουν βαρύ τίμημα», αναβίωσαν το κλίμα του Ψυχρού Πολέμου που ενισχύεται όλο και περισσότερο. Η Μόσχα και η Τεχεράνη κατηγορούν την Ουάσινγκτον ότι αναζητεί ένα «πρόσχημα» για να πλήξει τη συριακή εξουσία.
Ο Εμανουέλ Μακρόν φρόντισε εξάλλου να διευκρινίσει πως ενδεχόμενα γαλλικά πλήγματα θα έχουν στόχο «να πληγούν οι χημικές δυνατότητες που διατηρεί το καθεστώς» και όχι «οι σύμμαχοι» αυτού του τελευταίου. «Δεν επιθυμούμε καμιά κλιμάκωση στην περιοχή», διαβεβαίωσε.
Τον Απρίλιο 2017, ο Ντόναλντ Τραμπ είχε ήδη βομβαρδίσει μια συριακή στρατιωτική βάση, ως απάντηση σε μια επίθεση με αέριο σαρίν που αποδόθηκε στο καθεστώς και από την οποία είχαν σκοτωθεί περισσότεροι από 80 άμαχοι στο Χαν Σεϊχούν (βορειοδυτική Συρία).
Τη Δευτέρα, το πυραυλοφόρο αντιτορπιλικό USS Donald Cook απέπλευσε από τη Λάρνακα, όπου είχε κάνει σταθμό, και βρίσκεται σε μια ζώνη από την οποία μπορεί εύκολα να πλήξει τη Συρία.
Η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Αεροπορικής Ασφαλείας (EASA) εξέδωσε από την πλευρά της χθες το απόγευμα προειδοποιητικό μήνυμα που κάνει λόγο για «ενδεχόμενα αεροπορικά πλήγματα στη Συρία (...) μέσα στις επόμενες 72 ώρες».
Μπροστά στον κίνδυνο να πραγματοποιηθούν επιθέσεις, ο συριακός στρατός έχει θέσει τις δυνάμεις του «σε κατάσταση συναγερμού» για τις τρεις επόμενες ημέρες στα αεροδρόμια και τις στρατιωτικές βάσεις της χώρας, σύμφωνα με το Συριακό Παρατηρητήριο Ανθρώπινων Δικαιωμάτων.
«Κανένας δεν φοβάται»
Στους δρόμους της πρωτεύουσας, οι Σύροι μοιάζουν απαθείς μπροστά στις απειλές.
«Κανένας δεν φοβάται ένα πλήγμα», λέει η 27χρονη μηχανικός Αμάλ. «Ξέρουμε πως όλα όσα κάνουν είναι για να υπονομεύσουν (...) τη δέσμευση του στρατού που απελευθερώνει τις περιοχές» που έχουν καταληφθεί από τους αντάρτες.
Στην Ντούμα, η τελευταία ανταρτική οργάνωση, η Ζάις αλ-Ισλάμ, εγκαταλείπει την πόλη έπειτα από εβδομάδες εντατικών βομβαρδισμών του καθεστώτος, που στοίχισαν τη ζωή σε περισσότερους από 1.700 ανθρώπους στους τομείς που ελέγχονται από τους αντάρτες στην Ανατολική Γούτα.
Δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι, μαχητές δύο άλλων ανταρτικών οργανώσεων και οι οικογένειές τους, έχουν ήδη απομακρυνθεί.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ, Reuters