Γερμανία: Αυτοί είναι οι πιθανοί διάδοχοι της Μέρκελ (Pics+Vids)

Η επικείμενη αποχώρηση της Άνγκελα Μέρκελ από την ηγεσία του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος (CDU) ανοίγει τον δρόμο για την διαδοχή της. Δύο από τα μέλη του Προεδρείου του κόμματος ανακοίνωσαν ήδη την πρόθεσή τους να είναι υποψήφιοι στις εσωκομματικές αρχαιρεσίες του Δεκεμβρίου, ενώ ένα παλιό στέλεχος φέρεται διατεθειμένο να επιστρέψει στην ενεργό πολιτική προκειμένου να θέσει υποψηφιότητα.
6'

Η ίδια η κυρία Μέρκελ δήλωσε ότι δεν σκοπεύει να ορίσει τον διάδοχό της, ωστόσο η Ανεγκρέτ Κραμπ-Καρενμπάουερ, Γενική Γραμματέας του κόμματος, θεωρείται ούτως ή άλλως η εκλεκτή της, καθώς υπήρξε προσωπική της επιλογή για το υπ'αριθμόν 2 αξίωμα στην ιεραρχία του κόμματος τον περασμένο Φεβρουάριο. Η «μίνι -Μέρκελ», όπως την αποκαλεί συχνά ο γερμανικός Τύπος λόγω του πολιτικού της στιλ, εξελέγη με ποσοστό 99% από το κόμμα της, το οποίο αναγνωρίζει τόσο την επιτυχία της να εκλεγεί Πρωθυπουργός στο κρατίδιο του Ζάαρλαντ όσο και την σοβαρή, πραγματιστική και αντικειμενική προσέγγισή της. Είναι χαρακτηριστικό ότι μετά τις ομοσπονδιακές εκλογές του 2017 η ΑΚΚ, όπως την αποκαλούν οι δημοσιογράφοι, συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις για τον σχηματισμό κυβερνητικού συνασπισμού ακόμη και από το κρεβάτι του νοσοκομείου, όπου νοσηλευόταν έπειτα από τροχαίο ατύχημα.

Η ανακοίνωση της αποχώρησης Μέρκελ από την ηγεσία του CDU

Παρότι επελέγη από την Καγκελάριο Μέρκελ, η 56χρονη Ανεγκρέτ Κραμπ-Καρενμπάουερ δεν θεωρεί απαραίτητο να ταυτίζεται μαζί της και σε ό,τι αφορά τις απόψεις της. Αφοσιωμένη Καθολική, μητέρα τριών παιδιών, φαν της χαρντ-ροκ μπάντας AC/DC, ήταν διάσημη στο κρατίδιό της μεταξύ άλλων και επειδή κάθε χρόνο στο Καρναβάλι εμφανιζόταν ως «Γκρέτελ», η καθαρίστρια του Κοινοβουλίου και έδινε συνεντεύξεις υποδυόμενη τον συγκεκριμένο χαρακτήρα. Ως Πρωθυπουργός διοργάνωνε συχνά τον «πρωινό καφέ με την Ανεγκρέτ», στον οποίο οι πολίτες μπορούσαν να συζητήσουν μαζί της τα προβλήματά τους.

Ακόμη και σε ό,τι αφορά τις πολιτικές της απόψεις, η Γενική Γραμματέας του CDU δεν ήταν πάντα στην γραμμή της κυρίας Μέρκελ. Είναι χαρακτηριστικό ότι έχει λάβει αποστάσεις από την πολιτική των «ανοιχτών θυρών» της Καγκελαρίου στο μεταναστευτικό, ενώ έχει ταχθεί υπέρ του αυστηρότερου ελέγχου νεαρών μεταναστών οι οποίοι ζητούν άσυλο και ισχυρίζονται ότι είναι κάτω των 18 ετών. Είναι ωστόσο πιστή στις αρχές του πολιτικού κέντρου, όπως και η Μέρκελ και διαφωνεί με όσους υποστηρίζουν ότι το κόμμα πρέπει να μετακινηθεί προς τα δεξιά προκειμένου να αντιμετωπίσει την Εναλλακτική για την Γερμανία (AfD).

Είναι ξεκάθαρο πάντως ότι οι ταμπέλες «συντηρητικός» ή «φιλελεύθερος» δεν είναι ιδιαίτερα δόκιμες στην πολιτική ζωή της Γερμανίας. Έτσι, όπως η κυρία Κραμπ-Καρενμπάουερ θεωρείται μετριοπαθής ο ανθυποψήφιός της Γενς Σπαν, αν και είναι μόνο 38 ετών, ανήκει στην πιο σκληρή γραμμή του CDU, υποστηρίζει σαφώς συντηρητικότερες πολιτικές σε ό,τι αφορά το μεταναστευτικό και υπήρξε εκ των βασικών επικριτών της αντίστοιχης πολιτικής της Καγκελαρίου Μέρκελ. Αυτή η στάση πιθανότατα του εξασφάλισε και μια θέση στο υπουργικό συμβούλιο, μετά τις εκλογές του 2017. Ως υπουργός Υγείας, έχει αναδείξει σε βασική του προτεραιότητα την μεγαλύτερη δυνατή πρόσβαση των πολιτών σε γιατρούς της επιλογής τους και τον περιορισμό των μεγάλων διαστημάτων αναμονής για ραντεβού. Η κριτική όμως που του ασκείται από στελέχη του ίδιου του κόμματός του είναι ότι ο συγκρουσιακές του πρακτικές δεν θα διευκολύνουν την πολυπόθητη ενότητα του κόμματος. Ο Γενς Σπαν θεωρείται αγαπημένος του γερμανικού επιχειρηματικού κόσμου, αν όμως επιβεβαιωθούν οι πληροφορίες που θέλουν τον Φρίντριχ Μερτς να επιστρέφει στην ενεργό πολιτική, μάλλον θα έχει να αντιμετωπίσει κάποιον πολύ εμπειρότερο και με πολύ πιο στενές διασυνδέσεις με τον πανίσχυρο κλάδο της οικονομίας.

Ο 62χρονος Μερτς ήταν ως το 2009 που αποχώρησε από την πολιτική δηλώνοντας ότι χρειάζεται «ένα διάλειμμα», ένας εκ των ισχυρότερων εσωκομματικών αντιπάλων της κυρίας Μέρκελ. Ως επικεφαλής της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του CDU διέθετε μεγάλη επιρροή, την οποία προφανώς η αρχηγός του, φρόντισε να περικόψει, απομακρύνοντάς τον από τη θέση το 2002. Οι δυο τους διατηρούσαν διαμετρικά αντίθετες απόψεις, με τον κ. Μερτς να ανήκει στην συντηρητική πτέρυγα του κόμματος και να κατηγορεί την Μέρκελ για «σοσιαλδημοκρατικοποίηση» του CDU. Στις εκλογές του 2009 δεν ήταν υποψήφιος και έκτοτε δραστηριοποιείται ως δικηγόρος, ενώ έχει διαγράψει αξιοσημείωτη διαδρομή ως σύμβουλος επιχειρηματικών κολοσσών. Από το 2016 είναι επικεφαλής του Εποπτικού Συμβουλίου του γερμανικού τμήματος της εταιρίας επενδύσεων Blackrock, ενώ είναι και Πρόεδρος της «Ατλαντικής Γέφυρας» (Atlantik Bruecke), γερμανικής μη-κερδοσκοπικής οργάνωσης με θέμα τις ευρωατλαντικές σχέσεις. Εδώ και έναν χρόνο είναι επίσης άμισθος σύμβουλος του Πρωθυπουργού της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας Άρμιν Λάσετ - το όνομα του οποίου επίσης ακούγεται για την διαδοχή της Άνγκελα Μέρκελ - για θέματα οικονομίας και Brexit.

Ο κ. Μερτς θεωρείται ειδικός στα οικονομικά και τα δημοσιονομικά και έγινε γνωστός για την πρότασή του για φορολογική δήλωση που θα χωράει σε ένα σουβερ μπίρας. Οι απόψεις του εν πολλοίς ταυτίζονται με αυτές του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και είναι χαρακτηριστικό ότι πριν από μόλις ενάμιση χρόνο, μιλώντας σε εκδήλωση για την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ, τόνισε ότι η Ευρώπη θα πρέπει να ασχοληθεί με τα δικά της προβλήματα και ιδίως την Ελλάδα. «Η Ελλάδα πρέπει να εφαρμόσει τις μεταρρυθμίσεις», έλεγε τον Ιανουάριο του 2017 και, επαναλαμβάνοντας, όπως είπε, τα λόγια κεντρικού τραπεζίτη, προειδοποιούσε ότι «είτε το ευρώ θα διαλυθεί είτε θα πληρώνουμε για πάντα». Ο ίδιος εξέφραζε ταυτόχρονα την ανησυχία ότι «το κοινό νόμισμα θα γίνει η εκρηκτική ύλη για την Ευρωπαϊκή Ένωση», αν και αρχικά ήταν υπέρ της εισαγωγής του. Κατά την διάρκεια της κρίσης στην Ευρωζώνη είχε δηλώσει ότι τα κράτη-μέλη θα πρέπει να έχουν την δυνατότητα και να αποχωρήσουν από την ζώνη του ευρώ, ενώ σε ό,τι αφορά την Τουρκία και την ευρωπαϊκή της προοπτική, υποστηρίζει την ένταξη τόσο της Τουρκίας όσο και της Βρετανίας στην Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, σύμφωνα με το ΑΠΕ-ΜΠΕ.

Αν πάντως ο κ. Μερτς επανέλθει στο πολιτικό προσκήνιο, θα έχει σίγουρα να αντιμετωπίσει έντονη κριτική για την δραστηριότητά του στον ιδιωτικό τομέα, από τον οποίο - τουλάχιστον στην Γερμανία - δεν συνηθίζεται να επιστρέφει κανείς στην πολιτική.