Τερέζα Μέι: Αποκλείει νέο δημοψήφισμα για το Brexit - «Ναι» σε νέες συνομιλίες με τους εταίρους της
«Πολύ απίθανο» να μην αποχωρήσει από την ΕΕ η Βρετανία στις 29 Μαρτίου δηλώνει η Βρετανίδα πρωθυπουργός
Η πρωθυπουργός της Βρετανίας Τερέζα Μέι δεσμεύτηκε σήμερα ότι θα είναι πιο «ανοιχτή» με το κοινοβούλιο κατά τη διαπραγμάτευση της μελλοντικής σχέσης του Ηνωμένου Βασιλείου με την Ευρωπαϊκή Ένωση, σε μια προσπάθεια να καθησυχάσει τις ανησυχίες των βουλευτών για τη συμφωνία του «διαζυγίου» και να κερδίσει τη στήριξή τους.
Η Μέι ανακοίνωσε στο κοινοβούλιο ότι σκοπεύει να επιστρέψει στις Βρυξέλλες για να ξανασυζητήσει με τους Ευρωπαίους εταίρους το θέμα του backstop (το λεγόμενο «δίχτυ ασφαλείας») που έχει προταθεί ώστε να αποφευχθεί να υπάρξει ένα φυσικό σύνορο μεταξύ της Βόρειας Ιρλανδίας και της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας μετά το Brexit.
«Σχετικά με το backstop, παρά τις αλλαγές που είχαμε συμφωνήσει προηγουμένως, απομένουν δύο σημαντικά ζητήματα», είπε: ο φόβος ότι το Ηνωμένο Βασίλειο θα βρεθεί παγιδευμένο για πάντα σε αυτό το δίχτυ ασφαλείας και η ανησυχία ότι η Βόρεια Ιρλανδία θα έχει διαφορετική μεταχείριση σε σύγκριση με την υπόλοιπη χώρα.
«Θέλω να συνεχίσω να συζητώ με τους συναδέλφους μου αυτήν την εβδομάδα, μεταξύ των οποίων και με το DUP (το μικρό βορειοϊρλανδικό κόμμα που στηρίζει την κυβέρνηση) για να δούμε πώς θα εκπληρώσουμε τις υποχρεώσεις μας ώστε να στηριχθεί η Συμφωνία Αποχώρησης από το κοινοβούλιο», είπε η Μέι. «Και θα παρουσιάσω τα συμπεράσματα αυτών των συνομιλιών στην ΕΕ», πρόσθεσε.
Η συντηρητική πρωθυπουργός εξέφρασε επίσης, για άλλη μια φορά, τη λύπη της επειδή ο ηγέτης των Εργατικών, Τζέρεμι Κόρμπιν, αρνείται να συμμετάσχει στις συνομιλίες για το Brexit.
Σχολιάζοντας την πιθανότητα να μην αποχωρήσει η Βρετανία από την ΕΕ στις 29 Μαρτίου, όπως είναι προγραμματισμένο, τόνισε ότι είναι «πολύ απίθανο» να δοθεί μια παράταση, χωρίς να υπάρχει ένα σχέδιο συμφωνίας. Η ανάκληση του άρθρου 50 θα ήταν αντίθετη με το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, υπογράμμισε. Όσον αφορά τη διεξαγωγή ενός δεύτερου δημοψηφίσματος, υποστήριξε ότι κάτι τέτοιο θα έθετε ένα «δύσκολο προηγούμενο» και θα ενίσχυε τους εθνικιστές. Επιπροσθέτως, κατά τις εκτιμήσεις της δεν υπάρχει στο κοινοβούλιο η αναγκαία πλειοψηφία για να στηριχθεί μια τέτοια πρόταση.
Παρουσιάζοντας τις αλλαγές στο αρχικό σχέδιό της για το Brexit η Μέι είπε ότι θα είναι «πιο ευέλικτη», θα υιοθετήσει το αίτημα των Εργατικών ώστε να διασφαλιστούν τα δικαιώματα των εργαζομένων και θα βρει έναν τρόπο για να ηρεμήσουν τα πνεύματα σε ό,τι αφορά το ζήτημα του backstop.
«Θα τιμήσουμε την εντολή του βρετανικού λαού και θα αποχωρήσουμε από την Ευρωπαϊκή Ένωση κατά τρόπο που θα είναι επωφελής για κάθε περιοχή του Ηνωμένου Βασιλείου και για κάθε πολίτη της χώρας», είπε.
Η Μέι ανακοίνωσε επίσης στους βουλευτές ότι εγκαταλείπει το σχέδιο με βάση το οποίο εκατομμύρια Ευρωπαίοι πολίτες που ζουν και εργάζονται στη Βρετανία επί πέντε και πλέον χρόνια θα έπρεπε να καταβάλουν 65 λίρες έκαστος για να τους αναγνωριστεί το δικαίωμα παραμονής στη χώρα μετά το Brexit.
Σε λειτουργία η εφαρμογή για τις δηλώσεις μόνιμης κατοικίας
Η εφαρμογή για κινητά τηλέφωνα, μέσω της οποίας θα μπορούν να υποβάλουν την αίτησή τους όσοι Ευρωπαίοι πολίτες, μόνιμα εγκατεστημένοι στο Ηνωμένο Βασίλειο, θέλουν να παραμείνουν στη χώρα αυτή και μετά το Brexit, τέθηκε σήμερα σε λειτουργία.
Περίπου 3,5 εκατομμύρια Ευρωπαίοι ζουν και εργάζονται σήμερα στο Ηνωμένο Βασίλειο. Όλοι τους θα πρέπει να ζητήσουν να τους αναγνωσριστεί καθεστώς «μόνιμου κατοίκου» ("settled status") για να συνεχίσουν να εργάζονται ή να λαμβάνουν επιδόματα μετά το «διαζύγιο» του Λονδίνου από τις Βρυξέλλες.
Το υπουργείο Εσωτερικών έχει διαβεβαιώσει ότι θέλει να απλοποιήσει, όσο γίνεται, τη διαδικασία. Στην εφαρμογή αυτή (προς το παρόν δεν λειτουργεί στα iPhone) οι χρήστες θα πρέπει να τραβήξουν φωτογραφία το βιομετρικό διαβατήριό τους και το πρόσωπό τους για να ταυτοποιηθούν. Κατόπιν, «μεταφέρονται» σε μια ιστοσελίδα όπου επιβεβαιώνουν τη διεύθυνσή τους και δίνουν την έγκρισή τους για να επαληθευτεί η φορολογική κατάστασή τους.
Στο τρίτο βήμα, θα πρέπει να δηλώσουν το ποινικό μητρώο τους. Αν έχουν κάποια καταδίκη για σοβαρό ποινικό αδίκημα, το αίτημά τους ενδέχεται να απορριφθεί.
Κατά τη δοκιμαστική φάση της εφαρμογής, μεταξύ Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου 2018, υποβλήθηκαν 30.000 αιτήσεις. Το υπουργείο Εσωτερικών ανακοίνωσε σήμερα τα αποτελέσματα αυτής της «δοκιμής»: το 81% των αιτημάτων εξετάστηκαν μέσε σε διάστημα μίας εβδομάδας. Αν και κανένα αίτημα δεν απορρίφθηκε, περίπου το 10% από αυτά δεν είχαν λάβει ακόμη απάντηση από τις αρχές, τρεις εβδομάδες μετά τη λήξη της δοκιμαστικής φάσης. «Είμαστε σε καλό δρόμο», είπε η υφυπουργός Μετανάστευσης, Κάρολιν Νόουκς.
Ορισμένοι αιτούντες πάντως δεν διστάζουν να επικρίνουν το σύστημα αυτό. «Η περίπτωσή μου θα έπρεπε να είναι απλή», σχολίασε ο Πολωνός δημοσιογράφος Γιάκουμπ Κρούπα, που είναι μόνιμα εγκατεστημένος στο Ηνωμένο Βασίλειο εδώ και 6,5 χρόνια. Όμως η εφαρμογή του ζητάει «περισσόερες αποδείξεις» για τον τόπο κατοικίας του. «Το σύστημα δεν αναγνωρίζει ότι βρισκόμουν στο Ηνωμένο Βασίλειο για τόσο μεγάλο διάστημα», εξήγησε. «Δεν ανησυχώ ιδιαίτερα, όμως είναι προφανώς ενοχλητικό», πρόσθεσε.
Το υπουργείο Εσωτερικών έχει αποσπάσει 1.900 υπαλλήλους που θα αναλάβουν να διαχειριστούν τα αιτήματα και τις ερωτήσεις των πολιτών. «Είναι ένα σημαντικό τεστ για το υπουργείο, το διακύβευμα είναι υψηλό», σχολίασε η Τζιλ Ρούτερ, ειδική σε θέματα μετανάστευσης στο ινστιτούτο British Future. «Αν όλα πάνε καλά, η Βρετανία θα στείλει ένα ισχυρό μήνυμα ότι οι Ευρωπαίοι είναι καλοδεχούμενοι και ότι η κυβέρνηση ελέγχει την κατάσταση. Αν δεν πάνε καλά, οι συνέπειες θα είναι πολύ άσχημες», προειδοποίησε.
Η διαδικασία στοίχιζε 65 λίρες (74 ευρώ) για όσους δεν διέθεταν ήδη καθεστώς μόνιμου κατοίκου, όμως η πρωθυπουργός Τερέζα Μέι ανακοίνωσε σήμερα ότι ακυρώνει αυτό το σχέδιο επιβολής τέλους.
Μετά τις 30 Μαρτίου, τα αιτήματα θα μπορούν να στέλνονται ταχυδρομικά ή να υποβάλλονται αυτοπροσώπως στις τοπικές Αρχές.
Εφόσον Λονδίνο και Βρυξέλλες καταλήξουν σε συμφωνία για το Brexit, οι Ευρωπαίοι πολίτες που θα εγκατασταθούν στο Ηνωμένο Βασίλειο πριν από τα τέλη του 2020 θα μπορούν και αυτοί να υποβάλουν αίτημα, αρκεί να το κάνουν πριν από τις 30 Ιουνίου 2021. Χωρίς συμφωνία, μόνο όσοι είναι εγκατεστημένοι στη Βρετανία μέχρι τις 29 Μαρτίου 2019 θα μπορούν να υποβάλουν αίτημα, μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2020.